Αποτελέσματα 1ου τριμήνου και πακέτο υποδομών θα κρίνουν το ύψος πτήσης της Wall

Αποτελέσματα 1ου τριμήνου και πακέτο υποδομών θα κρίνουν το ύψος πτήσης της Wall

Με τον δείκτη S&P 500 για πρώτη φορά πάνω από τις 4.000 μονάδες, που έφερε την κούρσα από τα χαμηλά του Μαρτίου 2020 σχεδόν στο 80%, η δημοσιονομική ένεση που ετοιμάζει η κυβέρνηση Μπάιντεν για αναβάθμιση των υποδομών και τα αποτελέσματα των εισηγμένων επιχειρήσεων θα κρίνουν αν το ράλι της αμερικανικής χρηματιστηριακής αγοράς θα έχει διατηρησιμότητα στα ύψη που ίπτανται οι μετοχές.

Το καύσιμο που ώθησε την αγορά στα νέα υψηλά δεν ήταν άλλο από την άνευ προηγουμένου δημοσιονομική και νομισματική στήριξη καθώς και την πρόοδο των εμβολιασμών έναντι της νόσου COVID-19, συστατικά που προμηνύουν ισχυρή ανάκαμψη της μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου.

Επιβεβαίωση ότι η οικονομική δραστηριότητα παίρνει τα πάνω της και ότι η κερδοφορία των επιχειρήσεων ενδυναμώνεται θα τονώσουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών μετά από ένα πρώτο τρίμηνο που έφερε μεν χρηματιστηριακά κέρδη αλλά παράλληλα ανησυχητική άνοδο των ομολογιακών αποδόσεων, μεταβλητότητα και την κατάρρευση του Archegos Capital.

Η περίοδος των αποτελεσμάτων θα αρχίσει στα μέσα Απριλίου και η αγορά θα διαπιστώσει πως εξελίσσονται τα πράγματα στον επιχειρηματικό ιστό ένα χρόνο μετά την εμφάνιση της πανδημίας.

Δεν λείπουν οι φόβοι ότι υπάρχει ο κίνδυνος αρνητικής είδησης που θα τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια της αγοράς μετά την πρόσφατη μεταβλητότητα.

Ωστόσο, η αναρρίχηση του δείκτη S&P 500 πάνω από το επίπεδο των 4.000 μονάδων ενισχύει την πεποίθηση πολλών trader οτι το ράλι έχει ακόμη δρόμο.

Η πρόσφατη ιστορία δείχνει ότι τα τελευταία 20 χρόνια η χρηματιστηριακή αγορά κατά μέσο όρο σημείωνε τα υψηλότερα κέρδη της τον μήνα Απρίλιο, σύμφωνα με την LPL Financial.

Αν ο φετινός Απρίλιος δεν αποτελέσει εξαίρεση, η αγορά θα συνεχίσει την ανοδική της πορεία.

Σίγουρα η προσοχή της αγοράς θα είναι στραμμένη στο σχέδιο αναβάθμισης υποδομών της κυβέρνησης, μιας δημοσιονομικής ένεσης ύψους $2 τρις, και αν θα τύχει της έγκρισης του αμερικανικού Κογκρέσου.

Το πακέτο αυτό ωστόσο θα συνοδευτεί και από υψηλότερη φορολογία που μπορεί να έχει επιπτώσεις στα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων.

Μαζί με τη στήριξη των $1,9 τρις για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας, το σχέδιο αναβάθμισης των υποδομών – από αυτοκινητόδρομους και γέφυρες μέχρι την ευρυζωνικότητα και την περίθαλψη ηλικιωμένων – θα δώσει στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ τη μεγαλύτερη παρουσία στην οικονομία εδώ και γενεές.

Σύμφωνα με τους οικονομολόγους της χρηματιστηριακής Jefferies, το κυβερνητικό σχέδιο αναβάθμισης των υποδομών θα προσθέσει 0,5% έως 1,0% στον αναμενόμενο ρυθμό ανάπτυξης του 5,2% για το αμερικανικό ΑΕΠ το 2022.

Οι υψηλότερες δαπάνες για υποδομές θα ευνοήσουν τις μετοχές του βιομηχανικού κλάδου που ήταν μεταξύ αυτών που ευνόησε η άνοδος της χρηματιστηριακής αγοράς τους τελευταίους μήνες καθώς παίχτηκε το στοίχημα της οικονομικής ανάκαμψης.

Όπως δείχνουν τα πράγματα οι λεγόμενες κυκλικές μετοχές θα έχουν ένα καλό δεύτερο τρίμηνο στο ταμπλό.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν όμως σχεδιάζει να αυξήσει τον συντελεστή φορολογίας στα επιχειρηματικά κέρδη από το 21% στο 28% και οι αναλυτές της UBS εκτιμούν ότι η πολιτική αυτή μπορεί να επιφέρει μια μείωση της τάξης του 7,4% στα κέρδη των επιχειρήσεων.

Μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να έχει επηρεάσει την ψυχολογία των επενδυτών καθώς δεν πρόκειται να τεθεί σε ισχύ πριν το 2022. Η αύξηση της φορολογίας όμως δεν παύει να αποτελεί ρίσκο.

Σύμφωνα με τη μέση εκτίμηση των αναλυτών όπως καταγράφεται στην IBES, η κερδοφορία πρώτου τριμήνου των εισηγμένων επιχειρήσεων του δείκτη S&P 500 προβλέπεται να σημειώσει άνοδο 24% από την ίδια περίοδο πέρυσι.

Με τον πήχη των προσδοκιών αρκετά υψηλά τυχόν απογοήτευση μπορεί να βάλει φρένο στην ανοδική τάση των μετοχών.

To πρώτο τρίμηνο έφερε άνοδο 80 μονάδων βάσης στην απόδοση του 10ετους κρατικού ομολόγου των ΗΠΑ με τους επενδυτές να ξεφορτώνονται χρεόγραφα ενόψει πληθωρισμού και οικονομικής ανάκαμψης.

Οι ανησυχίες για την περαιτέρω πορεία των ομολογιακών αποδόσεων δεν έχουν εκλείψει με τη Goldman Sachs να βλέπει την απόδοση του 10ετους στο 1,9% προς το τέλος της χρονιάς.

Οι διαχειριστές της BlackRock εκτιμούν ότι περαιτέρω άνοδος των αποδόσεων δεν θα εκτροχιάσει την κούρσα της χρηματιστηριακής αγοράς καθώς οι αποδόσεις ανεβαίνουν από πολύ χαμηλά επίπεδα.

Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά που έχει αντίθετη άποψη. Σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση επαγγελματιών διαχειριστών κεφαλαίων της BofA Global Research, ποσοστό 49% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι μια άνοδος της απόδοσης του 10ετούς ομολόγου στο 2% μπορεί να πυροδοτήσει σημαντική διόρθωση στο χρηματιστήριο.