Περεστρόικα και γκλάσνοστ: Η κληρονομιά του Γκορμπατσόφ

Περεστρόικα και γκλάσνοστ: Η κληρονομιά του Γκορμπατσόφ

H γκλάσνοστ και η περεστρόικα είναι όροι συνώνυμοι με την ηγεσία του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και την προσπάθεια του να μεταρρυθμίσεις την σοβιετικής κοινωνία. Μάλιστα, ο ίδιος το 1982 στον τίτλο του βιβλίο του περιέγραφε την περεστρόικα ως έναν «Νέο τρόπο σκέψης για την χώρα μας και τον κόσμο». 

Λίγο αφού έγινε Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος το 1985, εισήγαγε στο δημόσιο λόγο τη λέξη γκλασνοστ, που σημαίνει ειλικρίνεια, ειδικά σε ό,τι αφορά την πληροφόρηση και την περεστρόικα που στα ρωσικά σημαίνει αναδιάρθρωση, εννοώντας αυτήν της οικονομίας και του πολιτικού συστήματος. Και οι δύο όροι σηματοδοτούσαν τους δυο πυλώνες πάνω στους οποίους η Σοβιετική Ένωση θα γινόταν πιο δημοκρατική και θα ενσωμάτωνε κάποια χαρακτηριστικά του καπιταλισμού για να δώσει νέα πνοή στην οικονομία της. 

Πρακτικά αυτό σήμανε χαλάρωση του ελέγχου των τιμών, την ενθάρρυνση του επιχειρείν και τη διευκόλυνση των εισαγωγών.  

Αρχικά ακόμη και ο Γκορμπατσόφ πίστευε ότι η βασική οικονομική δομή της ΕΣΣΔ ήταν υγιής και επομένως χρειάζονταν μόνο μικρές μεταρρυθμίσεις. Ακολούθησε έτσι μια οικονομική πολιτική που στόχευε στην αύξηση της οικονομικής ανάπτυξης με παράλληλη αύξηση των επενδύσεων κεφαλαίου. Οι επενδύσεις κεφαλαίου επρόκειτο να βελτιώσουν την τεχνολογική βάση της σοβιετικής οικονομίας καθώς και να προωθήσουν ορισμένες διαρθρωτικές οικονομικές αλλαγές. Ο στόχος του ήταν αρκετά ξεκάθαρος: να φέρει τη Σοβιετική Ένωση στα ίσα οικονομικά με τη Δύση.

Μετά από δύο χρόνια, ωστόσο, ο Γκορμπατσόφ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι απαιτούνται βαθύτερες διαρθρωτικές αλλαγές. Το 1987-88 προώθησε μεταρρυθμίσεις προς τη δημιουργία ενός συστήματος ημι-ελεύθερης αγοράς. Οι συνέπειες αυτής της μορφής  οικονομίας με τις αντιφάσεις των ίδιων των μεταρρυθμίσεων έφεραν οικονομικό χάος στη χώρα και μεγάλη αντιδημοφιλία στον Γκορμπατσόφ. Οι ριζοσπάστες οικονομολόγοι του Γκορμπατσόφ, με επικεφαλής τον Γκριγκόρι Α. Γιαβλίνσκι, τον συμβούλεψαν ότι η δυτικού τύπου επιτυχία απαιτούσε μια πραγματική οικονομία της αγοράς. Ο Γκορμπατσόφ, ωστόσο, ποτέ δεν κατάφερε να κάνει το άλμα από την ελεγχόμενη οικονομία σε μια μικτή οικονομία.

Ο Γκορμπατσόφ κατανοούσε ότι το αμυντικό βάρος, ίσως ισοδύναμο με το 25% του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος, ακρωτηρίαζε τη χώρα. Αυτό είχε οδηγήσει σε περικοπές στις δαπάνες για την εκπαίδευση, τις κοινωνικές υπηρεσίες και την ιατρική περίθαλψη, που έπληξαν την εγχώρια νομιμότητα του καθεστώτος. Επιπλέον, οι τεράστιες αμυντικές δαπάνες που χαρακτήρισαν τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου ήταν μια από τις αιτίες της σοβιετικής οικονομικής παρακμής. Ως εκ τούτου, ο Γκορμπατσόφ άλλαξε τη σοβιετική εξωτερική πολιτική. Ταξίδεψε πολύ στο εξωτερικό και είχε εξαιρετική επιτυχία στο να πείσει τους ξένους ότι η ΕΣΣΔ δεν ήταν πλέον διεθνής απειλή. Οι αλλαγές του στην εξωτερική πολιτική οδήγησαν στον εκδημοκρατισμό της Ανατολικής Ευρώπης και στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Από την άλλη πλευρά, οι πολιτικές του Γκορμπατσόφ στέρησαν τη Σοβιετική Ένωση από ιδεολογικούς εχθρούς, οι οποίοι με τη σειρά τους αποδυνάμωσαν την κυριαρχία της σοβιετικής ιδεολογίας πάνω στο λαό.

Ωστόσο, όπως επισημαίνει σε σχετικό ρεπορτάζ του το αμερικάνικο περιοδικό ΤΙΜΕ, η αλλαγή δεν ήταν άμεση ή ολική. 

Κάποιες αμερικανικές επιχειρήσεις αρχικά δεν έδειχναν και πολύ ενθουσιώδεις για συνεργασία με σοβιετικές εταιρείες επειδή πίστευαν ότι μια τέτοια συνεργασία θα μπορούσε να προκαλέσει ζημιά στα αμερικανικά συμφέροντα. Αποτέλεσμα αυτής της στάσης ήταν ότι οι Σοβιετικοί στράφηκαν στη δυτική Γερμανία, την Ιαπωνία και άλλες χώρες για επενδυτικό κεφάλαιο και τεχνογνωσία στην παραγωγή. Εντωμεταξύ, οι δυτικοί που ήταν διατεθειμένοι κυρίως να πουλήσουν προϊόντα και υπηρεσίες στη Σοβιετική Ένωση έπρεπε να αντιμετωπίσουν και τη δυσκολία με τα ρούβλια. Το αποτέλεσμα ήταν ελλείψεις σε διάφορα προϊόντα από φρέσκα φρούτα μέχρι ρούχα, ωστόσο οι πολιτικές αυτές, όσο δύσκολες και αν ήταν αρχικά στην εφαρμογή τους αποτέλεσαν κομμάτι ενός κινήματος που άλλαξε τη Σοβιετική Ένωση και την ιστορία του 20ου αιώνα ανεπιστρεπτί.