Τι συμβαίνει με τη Huawei και την ατέρμονη αναθεώρηση της κινεζικής πολιτικής της κυβέρνησης Μπάιντεν;

Τι συμβαίνει με τη Huawei και την ατέρμονη αναθεώρηση της κινεζικής πολιτικής της κυβέρνησης Μπάιντεν;

Γράφει ο Κλοντ Μπάρφιλντ*

Πριν από είκοσι μέρες, το Reuters μετέδωσε ότι το Γραφείο Βιομηχανίας και Ασφάλειας (BIS) του Υπουργείου Εμπορίου των ΗΠΑ, αποφάσισε να δώσει στη κινεζική γιγάντια εταιρία τηλεπικοινωνιών Huawei την άδεια να αγοράσει μικροτσίπ που χρησιμοποιούνται στην αυτοκινητοβιομηχανία. Δεδομένης της παγκόσμιας έλλειψης μικροτσίπ και της πίεσης που υφίσταται σήμερα ο κλάδος της αυτοκινητοβιομηχανίας, η απόφαση αυτή θα δώσει στις κινεζικές εταιρίες μια ισχυρή οικονομική ώθηση τους ερχόμενους μήνες. Η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν διέψευσε την είδηση, και η απόφαση αυτή καταγγέλθηκε από τα “γεράκια” των αμερικανοσινικών σχέσεων όπως οι ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές Mario Rubio και Tom Cotton.

Είναι αλήθεια ότι η διαμάχη αυτή υπογραμμίζει τη σύγχυση που πηγάζει από την αψήφιση της αρχικής υπόσχεσης της κυβέρνησης Μπάιντεν να προσεγγίσει διαφορετικά τον κινεζικό κρατικό καπιταλισμό και τους κίνδυνους ασφάλειας που αυτός συνεπάγεται μετά από μια λεπτομερή ανάλυση των εθνικών συμφερόντων των ΗΠΑ. Σήμερα, οκτώ μήνες αφού ξεκίνησε αυτή η “εξονυχιστική” αναθεώρηση, οι ειδικοί επί της Κίνας και ο επιχειρηματικός κόσμος γίνονται ολοένα και ποιοι ανήσυχοι και επικριτικοί. Όπως δήλωσε πρόσφατα ένας κορυφαίος αξιωματούχος του Επιχειρηματικού Συμβουλίου ΗΠΑ-Κίνας: “Αν η κυβέρνηση Μπάιντεν θέλει να δείξει πως έχει μια διαφορετική προσέγγιση, ήρθε η ώρα να παρουσιάσει την στρατηγική που υποσχέθηκε”. Και αυτό μας φέρνει στη θολή εικόνα με τη Huawei και τα μικροτσίπ αυτοκινήτων.

Ως επί το πλείστον, οι αξιωματούχοι εμπορίου και ασφάλειας της κυβέρνησης Μπάιντεν ακολουθούν την (αλλοπρόσαλλη) σκληρή γραμμή της κυβέρνησης Τραμπ έναντι της Huawei. Το 2019, η Huawei μπήκε στον κατάλογο των φορέων του BIS, πράγμα που σημαίνει ότι δεν θα μπορούσε να λάβει τεχνολογικές άδειες, αλλά η κυβέρνηση Τραμπ επέτρεψε έναν αριθμό εξαιρέσεων πριν σκληρύνει ξανά την στάση της λίγο πριν εγκαταλείψει την εξουσία. Τον Μάρτιο, η κυβέρνηση Μπάιντεν αυστηροποίησε περαιτέρω τους κανόνες του Τραμπ, εντείνοντας τους περιορισμούς στις εταιρίες έναντι της απόκτησης αντικειμένων (όπως μικροτσίπ) που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην ανάπτυξη τεχνολογίας 5G. 

Μέχρι πρόσφατα, η κυβέρνηση Μπάιντεν φαινόταν ότι χρησιμοποιεί έναν ευρύ ορισμό των εφαρμογών 5G, αλλά πλέον - χωρίς κάποια επίσημη ανακοίνωση - φαίνεται να κάνει κάποια βήματα πίσω. Ενώ αρνείται να σχολιάσει ειδικά τις αποφάσεις που αφορούν τη Huawei και τα μικροτσίπ αυτοκινήτων, ένας εκπρόσωπος του Υπουργείου Εμπορίου υπερασπίστηκε εμμέσως τις όποιες επερχόμενες αποφάσεις σχετικά με τα μικροτσίπ αυτοκινήτων, λέγοντας ότι η πολιτική αδειών της κυβέρνησης Μπάιντεν συνεχίζει να “περιορίζει την πρόσβαση της Huawei σε εμπορεύματα, λογισμικό ή τεχνολογίες για δραστηριότητες που θα μπορούσαν να πλήξουν την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ και τα συμφέροντα της σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική”.

Το μεγαλύτερο ζήτημα εδώ - που ακόμη δεν έχουν αποφασίσει οι ΗΠΑ - είναι το εξής: Υπό ποια λογική οι ΗΠΑ περιορίζουν κινεζικές εταιρίες στο εσωτερικό τους, αλλά και στο εξωτερικό σε ό,τι αφορά τους αμερικανικούς συμμάχους; Με απλά λόγια για τις ανάγκες αυτού του άρθρου - θέλουν όντως οι ΗΠΑ να επεκτείνουν τους περιορισμούς για την “οικονομική ασφάλεια” όπως υποστηρίζει ο Ρούμπιο και άλλοι;

Η πρόσφατη ιστορία έχει υπογραμμίσει τις απρόθετες συνέπειες που έχουν κάποιες από τις κινήσεις των ΗΠΑ εναντίον της Huawei όταν αυτές υπερβαίνουν τη βάση της εθνικής ασφάλειας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Για παράδειγμα, οι περιορισμοί των ΗΠΑ σε ζωτικής σημασίας μικροτσίπ και τη χρήση κομβικών υπηρεσιών της Google έχουν πλήξει τις πωλήσεις έξυπνων κινητών της Huawei παγκοσμίως. Όπως όμως αποδείχθηκε, προς το παρόν ο πραγματικός νικητής εδώ είναι μια άλλη κινεζική εταιρία τηλεπικοινωνιών, η Xiaomi. Η Xiaomi που πρόσφατα χαρακτηρίστηκε “η πιο καυτή εταιρία έξυπνων κινητών παγκοσμίως” πούλησε περισσότερα τηλέφωνα τον Ιούνιο απ’ ό,τι η Samsung και το δεύτερο τρίμηνο του 2021 υπερσκέλισε την Apple κατακτώντας τη δεύτερη θέση στις παγκόσμιες πωλήσεις. Πέρα από το έξυπνο μάρκετινγκ, η εταιρία βοηθήθηκε εξαιρετικά από το γεγονός ότι απέφυγε τις κυρώσεις και τους περιορισμούς των ΗΠΑ σε ό,τι αφορά τη χρήση τεχνολογίας της Google. Τον Μάρτιο, το Πεντάγωνο αφαίρεσε τη Xiaomi από μια μαύρη λίστα του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης, μετά από μια απόφαση ενός ομοσπονδιακού δικαστή ότι η κυβέρνηση δεν είχε αποδείξει σχέσεις της εταιρίας με τις κινεζικές ένοπλες δυνάμεις.

Πίσω από τις παραπάνω λεπτομέρειες υπάρχει το γεγονός ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν απέτυχε να αποφασίσει εσωτερικώς και να παρουσιάσει στο κοινό τα θεμελιώδη κριτήρια βάσει των οποίων αμφισβητεί τον κινεζικό κρατικό καπιταλισμό και τις κινεζικές εταιρίες που άνθισαν στο πλαίσιό του. Ξανά υπεραπλουστεύοντας από τα γεγονότα που περιέγραψα παραπάνω: σε ποιο βαθμό θα προχωρήσουν οι ΗΠΑ πέρα από τις κυρώσεις και τους περιορισμούς που βασίζονται στην εθνική ασφάλεια και τα ανθρώπινα δικαιώματα; Και σε ποιο βαθμό θα προχωρήσουμε υιοθετώντας τα αιτήματα του Ρούμπιο και άλλων ώστε να γίνει η “οικονομική ασφάλεια” μια διέπουσα αρχή, ακόμη κι αν αυτό πιθανότατα θα φέρει συγκρούσεις με τους συμμάχους μας και τους υφιστάμενους κανόνες του διεθνούς εμπορίου και των επενδύσεων;

--

*Ο Claude Barfield είναι διακεκριμένο στέλεχος του American Enterprise Institute, με αντικείμενο την πολιτική διεθνούς εμπορίου, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, τη διανοητική ιδιοκτησία και την πολιτική επιστήμης και τεχνολογίας. Έχει μεταξύ άλλων διατελέσει σύμβουλος στο γραφείο του Εμπορικού Αντιπροσώπου των ΗΠΑ.

**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 30 Αυγούστου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.