Προσοδοθηρία

Προσοδοθηρία

του Sanford Ikeda

Ως πρόσοδος (rent) μπορεί να οριστεί η πληρωμή στον ιδιοκτήτη του οποιουδήποτε χρησιμοποιούμενου συντελεστή παραγωγής, όπως ένα κτήριο στο οποίο μια επιχείρηση επιτελεί τις εργασίες της, πέρα και πάνω απ' ό,τι είναι απαραίτητο για να διασφαλιστεί η παροχή του. Το κτήριο στην περίπτωση αυτή ένας σταθερός συντελεστής, καθώς δεν μεταβάλλεται βραχυπρόθεσμα καθώς η αξία της επιχειρηματικής δράσης αυξάνεται και μειώνεται. Έτσι, κάθε πληρωμή στον ιδιοκτήτη του κτηρίου που είναι πέρα από την τιμή της χρήσης του με την αμέσως μεγαλύτερη αξία (δηλαδή το κόστος ευκαιρίας του) θεωρείται πρόσοδος. Η πληρωμή για έναν συντελεστή της παραγωγής που καλύπτει το κόστος ευκαιρίας αλλά τίποτε περισσότερο, όπως ο μισθός ενός εργαζόμενου που αποζημιώνει μόνο την αξία του χρόνου ξεκούρασής του, δεν είναι συνεπώς πρόσοδος (όπως, για παράδειγμα είναι οι ανώτερες έμφυτες δεξιότητες ενός ανθρώπου, ή η ανώτερη τοποθεσία μιας έκτασης γης που μπορεί να αποκομίσει για τον ιδιοκτήτη της πλεονάσματα πάνω από το κόστος). Έτσι, η πρόσοδος συχνά συσχετίζεται με συντελεστές που έχουν σχετικά σταθερή παροχή.

Οι πρόσοδοι, πέραν του γεγονότος ότι αποτελούν ένα σύνηθες χαρακτηριστικό των αγορών που λειτουργούν χωρίς εμπόδια, μπορούν να δημιουργηθούν και μέσω πράξεων κρατικής παρέμβασης για την παρεμπόδιση της ελεύθερης πρόσβασης στις αγορές, τον περιορισμό της διαθεσιμότητας των συντελεστών της παραγωγής ή την παροχή διάφορων προϊόντων. Αυτό μπορεί να γίνει για παράδειγμα με την απαίτηση απόκτησης μιας επίσημης έγκρισης. Καθώς τέτοιου είδους περιορισμοί μπορούν να δημιουργήσουν πολύτιμες προσόδους, δίνουν στα άτομα το κίνητρο να δαπανήσουν σπάνιους πόρους - όπως ο χρόνος, η εργασία και το κεφάλαιο - για να διασφαλίσουν την εύνοια ή άλλες προϋποθέσεις για την απόκτησή τους.

Αυτό το φαινόμενο καλείται προσοδοθηρία (rent seeking)- όρος που επινόησε η Anne Krueger το 1974 και έχει έκτοτε καταστεί ένα ιδιαίτερα χρήσιμο αναλυτικό εργαλείο για τη μελέτη του παρεμβατισμού από την γνωστή ως σχολή πολιτικής οικονομίας της δημόσιας επιλογής. Για παράδειγμα, αν μια κρατικά δημιουργημένη πρόσοδος αξίζει 500.000 δολάρια για ένα άτομο, το άτομο αυτό θα είναι διατεθειμένο να δαπανήσει πόρους αξίας έως και 500.000 δολαρίων για να αποκτήσει τον απαραίτητο γι' αυτήν συντελεστή (για παράδειγμα, ένα ειδικό προνόμιο). Επίσης, ο ανταγωνισμός μεταξύ διάφορων ατόμων συνήθως αυξάνει το κόστος του συντελεστή παραγωγής και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις (πχ υπό ουδετερότητα ρίσκου και τέλεια πληροφόρηση), η συνολική αξία των πόρων που θα δαπανηθεί θα ισούται ακριβώς με την αξία της προσόδου.

Κανονιστικά, αυτοί οι πόροι συνιστούν καθαρή σπατάλη από πλευράς οικονομικής αποτελεσματικότητας, καθώς η απόδοση μιας τέτοιας επένδυσης δεν έχει καμία οικονομική αξία. Για παράδειγμα, δεν προστίθεται καμία καθαρή αξία από τον τεχνητό περιορισμό του αριθμού των ταξί ή από την πολιτική πίεση για την επιβολή ενός δασμού επί των ξένων εισαγωγών. Μπορεί όσοι αποκομίζουν προσόδους μ' αυτόν τον τρόπο να κερδίζουν, αλλά άλλοι, οι καταναλωτές και οι δυνητικοί ανταγωνιστές που θα μπορούσαν να παρέχουν την υπηρεσία φθηνότερα, θα βρεθούν σίγουρα σε χειρότερη θέση. Το αποτέλεσμα είναι συνήθως υψηλότερες τιμές, χαμηλότερη ποιότητα, ή λιγότερες επιλογές εξαιτίας της αποτελεσματικότητας των πολιτικών μέσων να αποθαρρύνουν τους δυνητικούς ανταγωνιστές επιχειρηματίες. Σε ένα πιο δυναμικό πλαίσιο, η προσοδοθηρία μπορεί ακόμη να καταπνίξει την ανταγωνιστική διαδικασία της ανακάλυψης έτσι ώστε οι καταναλωτές εντέλει να μην συνειδητοποιούν ότι μπορούν να υπάρχουν προϊόντα που παράγονται αποτελεσματικότερα, και οι παραγωγοί να είναι λιγότερο πιθανό να τα παραγάγουν.

Είναι σημαντικό όμως να επισημάνουμε πως το αν μια πράξη συνιστά ή όχι προσοδοθηρία έχει λιγότερο να κάνει με το κίνητρο των ατόμων απ' ό,τι με το ποιες πράξεις στην ουσία περιορίζουν οι επιτρέπουν οι υφιστάμενοι κοινωνικοί θεσμοί ή κανόνες. Αν αυτοί οι κανόνες περιορίζουν τα άτομα σε εθελούσιες συναλλαγές οι οποίες μπορούν να παράσχουν ένα αγαθό ή μια υπηρεσία για την οποία άλλοι άνθρωποι θα είναι πρόθυμοι να πληρώσουν περισσότερα από το κόστος των πόρων που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή της, τότε θα αυξήσουν τον πλούτο. Οι πρόσοδοι που παράγονται κατ' αυτόν τον τρόπο έχουν θετική αξία στο βαθμό που η δημιουργία πλούτου θεωρείται κάτι το επιθυμητό. Έτσι, η απόκτηση προσόδων γης ή άλλων ιδιοκτησιακών στοιχείων μέσω της εθελούσιας συναλλαγής δεν συνιστά προσοδοθηρία αλλά επιδίωξη κέρδους, κατά την οποία οι επιχειρηματίες μεταφέρουν πόρους από εκεί όπου αυτοί αποτιμώνται λιγότερο προς τα εκεί όπου έχουν μεγαλύτερη αξία.

Αντιθέτως, αν οι κανόνες επιτρέπουν την επιθετική χρήση της κρατικής εξουσίας (δηλαδή των “πολιτικών μέσων”) για την κατασκευή προσόδων μέσω της παρεμπόδισης του ανταγωνισμού ή της καταναγκαστικής αναδιανομής του πλούτου, τότε τα άτομα έχουν το κίνητρο να δαπανήσουν πολύτιμους πόρους στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν πρόσβαση σε τέτοια μέσα. Η προσοδοθηρία είναι συνεπώς η ορθολογική απάντηση των ατόμων που λειτουργούν υπό συνθήκες παρεμβατισμού.

Μια ακόμη πτυχή της προσοδοθηρίας αφορά τις πιθανές συνέπειές της στους κοινωνικούς κανόνες συμπεριφοράς, καθώς τείνει να ενθαρρύνει ολοένα και μεγαλύτερους αριθμούς κανονικών ανθρώπων να την επιδιώκουν σε μια προσπάθεια να αποκτήσουν πολιτική ισχύ για τους ίδιους - είτε για να αποκτήσουν ειδικά προνόμια, είτε για να αντιμετωπίσουν τα αυξανόμενα προνόμια των υπολοίπων. Μπορεί συνεπώς να θέσει σε λειτουργία μια δυναμική που σταδιακά διαβρώνει τον σεβασμό για το περιορισμένο κράτος, την ιδιωτική ιδιοκτησία και τη νομοκρατία. Σύμφωνα με τον Φρίντριχ Χάγιεκ, η νομοκρατία συγκεκριμένα έχει ως σκοπό να δεσμεύει το κράτος μέσω κανόνων που έχουν καθοριστεί και ανακοινωθεί εκ των προτέρων και δεν στοχεύουν στην προνομιακή αντιμετώπιση ή τη βλάβη κάποιου συγκεκριμένου ατόμου ή κάποιας ομάδας ατόμων. Για παράδειγμα, ένας κανόνας που απαγορεύει σε όλους να κάνουν παραπλανητική διαφήμιση είναι σύμφωνος με τη νομοκρατία, σε αντίθεση με ένα άλλο κανόνα που αποδίδει ένα μονοπωλιακό προνόμιο σε ένα συγκεκριμένο άτομο, δεν είναι. Ο ρόλος της νομοκρατίας είναι να προστατεύει τα άτομα έναντι των αυθαίρετων κρατικών παρεμβάσεων και, μαζί με την ιδιωτική ιδιοκτησία και το περιορισμένο κράτος, είναι ένας από τους πυλώνες της προσωπικής ελευθερίας και της ελεύθερης αγοράς.

Οι κανόνες και οι θεσμοί που γεννούν την προσοδοθηρία συνιστούν ξεκάθαρες παραβιάσεις της νομοκρατίας καθώς από τη φύση τους ευνοούν προνομιακά κάποιους εις βάρους κάποιων άλλων. Αυτό το προνόμιο, με τη σειρά του, δίνει στα άτομα το κίνητρο να δαπανήσουν πόρους είτε για να σχετιστούν με τους νικητές, είτε για να απομακρυνθούν από τους χαμένους. Η επιθυμία της διασφάλισης προσόδων που έχουν δημιουργηθεί από πολιτική δράση είναι ένα θεμελιώδες κίνητρο για τις παραβιάσεις της νομοκρατίας μέσω παρεμβάσεων. Την ίδια ώρα, η προσοδοθηρία τείνει να κυριαρχεί εκεί όπου οι παραβιάσεις της νομοκρατίας γίνονται ανεκτές. Ένα πολιτικο-οικονομικό σύστημα που τηρεί αυστηρά τη νομοκρατία αναγκαστικά περιορίζει αυστηρά την προσοδοθηρία.

Προτάσεις περαιτέρω μελέτης:

Hayek, F. A. The Road to Serfdom. Chicago: University of Chicago Press, 1944.

Krueger, Anne. “The Political Economy of the Rent-Seeking Society.” American Economic Review 64 (1974): 291–303.

Mueller, Dennis. Public Choice III. Cambridge: Cambridge University Press, 2003.

Niskanen, William. Bureaucracy and Representative Government. Chicago: Aldine-Atherton, 1971.

Tullock, Gordon. “The Welfare Costs of Tariffs, Monopolies, and Theft.” Western Economic Journal (Economic Inquiry) 5 (1971): 224–232.

Tullock, Gordon, Gordon Brady, and Arthur Seldon. Government Failure. Washington, DC: Cato Institute, 2002.

--

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στην Encyclopedia of Libertarianism και παρουσιάζεται στα ελληνικά με τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.