Πώς ο καπιταλισμός έγινε «κακή λέξη»

Πώς ο καπιταλισμός έγινε «κακή λέξη»

Του Peter Lewin

Ο καπιταλισμός έχει μεγάλο φορτίο. Είναι μια λέξη που πολύ προσπαθούν να αποφεύγουν όταν εκθέτουν τις αρετές και τα επιτεύγματα του συστήματος της ελεύθερης επιχειρηματικότητας. Για να καταλάβουμε γιατί συμβαίνει αυτό, πρέπει να ρίξουμε μια σύντομη ματιά στις ιστορικές απαρχές αυτού του φαινομένου.

Όλα ξεκίνησαν με τον Καρλ Μαρξ

Ο καπιταλισμός απέκτησε τον συνειρμό της απληστίας και της υπερβολής που έχει σήμερα στην σκέψη των περισσότερων ανθρώπων στο έργο του Καρλ Μαρξ. Για τον Μαρξ ήταν ένας καταγγελτικός όρος τον οποίο χρησιμοποιούσε για να αναφερθεί σε εκείνη τη φάση της ιστορίας όπου οι καπιταλιστές εκμεταλλεύονταν (και ακόμη εκμεταλλεύονται) την εργασία. Σύμφωνα με τον Μαρξ, ο οποίος δανείστηκε ιδέες από τον Άγγλο οικονομολόγο Ντέιβιντ Ρικάρντο, πηγή κάθε αξίας είναι η εργασία, οπότε κάθε υπεραξία που υπερβαίνει την αμοιβή της εργασίας μπορεί να θεωρηθεί «εκμετάλλευση».

Υπό αυτό το πρίσμα, το κοινωνικό σύστημα που γνωρίζουμε σήμερα ως καπιταλισμό - το σύστημα εκείνο που ευθύνεται για την θαυμαστή και χωρίς προηγούμενο ευημερία της ανθρωπότητας - γίνεται αντιληπτό ως εκμεταλλευτικό. Μολονότι το μαρξιστικό σύστημα, που διαψεύστηκε πλήρως από την ιστορική εμπειρία, μπορεί να έχει λίγους οπαδούς σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλες οικονομίες της αγοράς, το στίγμα που δημιούργησε ο Μαρξ παραμένει. Φαίνεται σχεδόν σαν να πρέπει να υπερασπιζόμαστε τον καπιταλισμό ως ένα αναγκαίο κακό, που πρόκειται κάποια μέρα να αντικατασταθεί από κάποιο καλύτερο σύστημα.

Ο Μαρξ όμως έκανε λάθος

Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει καλύτερο σύστημα. Και δεν υπάρχει επίγειος παράδεισος. Ο καπιταλισμός όμως, αν τον κατανοήσουμε σωστά, είναι κάτι που αξίζει τον ενθουσιασμό, τον  σεβασμό και την προστασία μας. Για να φτάσουμε σ' αυτή την ορθή κατανόηση, το πρώτο βήμα είναι να εξηγήσουμε προσεκτικά το πώς ο καπιταλισμός φτάνει στην ουσία του συστήματος της ελεύθερης επιχειρηματικότητας.

Ο καπιταλισμός, αν τον κατανοήσουμε σωστά, αναφέρεται σε ένα κοινωνικό σύστημα - το μόνο που χρησιμοποιεί «κεφάλαιο». Για να κατανοήσει κανείς τον καπιταλισμό, πρέπει να κατανοήσει το φαινόμενο του κεφαλαίου. Ευτυχώς, η σημασία της λέξης κεφάλαιο στις καθημερινές συζητήσεις βοηθά πολύ.

Θα πρέπει να αντιλαμβανόμαστε το κεφάλαιο ως μέτρο της αξίας, όπως στην περίπτωση του χρηματικού ποσού που κάποιος τοποθετεί ή δανείζεται προκειμένου να ξεκινήσει μια επιχείρηση. Λέμε ότι για να ξεκινήσει μια επιχείρηση είναι αναγκαίο να υπάρχει κεφάλαιο. Γενικότερα όμως, το κεφάλαιο είναι ένα μέτρο της αξίας κάθε παραγωγικού σχεδίου, ανά πάσα στιγμή, και αυτό αναφέρεται τις περισσότερες φορές ως η αξία μιας επιχείρησης.  

Η αξία της οποιασδήποτε επιχείρησης, η κεφαλαιακής της αξίας, είναι η προεξοφλημένη αξία του συνόλου των αναμενόμενων εσόδων της μείον τα αναμενόμενα κόστη της κατά την οικονομικώς σχετική διάρκεια ζωής της. Το κεφάλαιο είναι ένα λογιστικό εργαλείο που χρησιμοποιεί χρηματοπιστωτικές συμβάσεις για να εκτιμήσει την αξία συνδυασμών της χρήσης παραγωγικών περιουσιακών στοιχείων, τόσο υλικών όσο και άυλων.

Οι οικονομολόγοι δεν ξεκαθάρισαν τα πράγματα - τουλάχιστον οι περισσότεροι.

Δυστυχώς, η εκπαίδευση ως προς τα βασικά οικονομικά δεν βοήθησε ιδιαίτερα σ' αυτή την κατεύθυνση. Από τα πρώτα μαθήματα οικονομικών, το κεφάλαιο αφορά σε έναν υλικό «συντελεστή παραγωγής» παρόμοιο της σωματικής εργασίας, όπως τα εργαλεία, οι μηχανές, τα κτήρια και μερικές φορές η γη. Αυτό είναι ιδιαίτερα παραπλανητικό. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κάποια κατηγορική διαφορά ανάμεσα στις παραγωγικές υπηρεσίες των εργατών και τις παραγωγικές υπηρεσίες των φυσικών πόρων.

Και οι δύο έχουν οικονομική αξία λόγω, και μόνο, της αξίας τους στην παραγωγή πραγμάτων στα οποία οι καταναλωτές αποδίδουν αξία - σε κάποιο σημείο της αλυσίδας της προσφοράς. Μολονότι οι υλικοί πόροι συχνά αναφέρονται ως «κεφαλαιακά αγαθά», δεν είναι κεφάλαιο. Το κεφάλαιο δεν είναι ένα υλικό αντικείμενο - είναι μια κατασκευή αξίας. Είναι το αποτέλεσμα της εκτίμησης και του υπολογισμού κάποιου ανθρώπου.

Διάφοροι (αιρετικοί) οικονομολόγοι το επεσήμαναν αυτό, αλλά κανείς τους με μεγαλύτερη σαφήνεια απ' ό,τι ο Λούντβιχ φον Μίζες στην κριτική του έναντι του σοσιαλισμού στις αρχές του 20ου αιών αιώνα. Ο Μίζες διευκρίνισε ότι η ουσία της επιτυχίας του καπιταλισμού, και των αποτυχιών του σοσιαλισμού είναι η ικανότητα των ανθρώπων να υπολογίζουν τη χρήση αξιών που σχετίζονται με τα μέσα παραγωγής.

Οι ιδιώτες επιχειρηματίες, καθώς αναζητούν το κέρδος σε ένα κοινωνικό σύστημα ιδιωτικής ιδιοκτησίας, μπορούν να χρησιμοποιούν τις τιμές της αγοράς που αφορούν σε παραγωγικούς πόρους και καταναλωτικά αγαθά για να διατυπώνουν χρήσιμες σ' αυτούς εκτιμήσεις σε όρους χρημάτων που ενισχύουν τις προσπάθειές τους να παρέχουν πολύτιμα αγαθά και υπηρεσίες στους καταναλωτές και έτσι, αν πετύχουν, να αποκομίσουν κέρδος.

Χωρίς αυτή την ικανότητα της εκτίμησης και του υπολογισμού, δεν θα υπήρχε τρόπος να κάνουν κερδοσκοπικές μαντεψιές, που λειτουργούν ως κίνητρα στις επιχειρηματικές δράσεις που αποτελούν την ουσία της γνώριμης σε όλους μας διαδικασίας δοκιμής και λάθους της αγοράς.

Στον σοσιαλισμό, όπου ισχύει ο κεντρικό σχεδιασμός της παραγωγής και σε μεγάλο βαθμό απουσιάζει η ιδιωτική ιδιοκτησία, υπάρχουν «κεφαλαιακά αγαθά», αλλά δεν υπάρχει κεφάλαιο. Στον σοσιαλισμό δεν υπάρχει καπιταλισμός, καθώς δεν υπάρχει τρόπος να εκτιμηθεί η αξία αγοράς των παραγωγικών πόρων όταν δεν υπάρχουν αγορές γι' αυτά.

Για να αποκαταστήσουμε τη λέξη «καπιταλισμός», πρέπει να ξεφύγουμε από τις νεφελώδεις μαρξιστικές συμπαραδηλώσεις και να τον κατανοήσουμε ως το σύστημα που μας επιτρέπει να χρησιμοποιούμε το κεφάλαιο και να επωφελούμαστε απ' αυτό. Αυτή η κατανόηση του κεφαλαίου είναι θεμέλιο και μοχλός για την κίνηση της παραγωγικής μας προσπάθειας προς τις χρήσεις με τη μεγαλύτερη αξία.

--

O Peter Lewin είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών και Διοίκησης στο UT Dallas και μέλος του δικτύου στελεχών του FEE.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 26 Σεπτεμβρίου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ «Μάρκος Δραγούμης».