Πώς η Δύση μπορεί να εμποδίσει μια γεωπολιτική καταστροφή στην Ταϊβάν
Shutterstock
Shutterstock

Πώς η Δύση μπορεί να εμποδίσει μια γεωπολιτική καταστροφή στην Ταϊβάν

Η τρίτη θητεία του προέδρου Xi Jinping θα καθοριστεί από έναν και μόνο γεωπολιτικό στόχο: την επανένωση της Κίνας και της Ταϊβάν.

*Γράφει ο Leo Kay

Ο ίδιος το κατέστησε αυτό πολύ σαφές στην ομιλία του στο 20ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος, όπου είπε στους αντιπροσώπους ότι «οι τροχοί της ιστορίας κινούνται προς την επανένωση και την αναζωογόνηση του μεγάλου κινεζικού έθνους… δεν θα υποσχεθούμε ποτέ ότι θα αποκηρύξουμε τη χρήση βίας».

Τις τελευταίες πέντε δεκαετίες, οι Ηνωμένες Πολιτείες συνέβαλαν στην αποτροπή της σύγκρουσης για την Ταϊβάν μέσω της στρατηγικής ασάφειας. Βοηθώντας την Ταϊβάν «να διατηρήσει επαρκή ικανότητα αυτοάμυνας» χωρίς να τη διασφαλίζει ρητά έναντι της κινεζικής επιθετικότητας, η Ουάσιγκτον έχει αποτρέψει το Πεκίνο να καταλάβει τη νήσο και αποθάρρυνε την Ταϊπέι να κηρύξει ανεξαρτησία. Ωστόσο, οι αυξανόμενες στρατιωτικές δυνατότητες της Κίνας απειλούν να εκτροχιάσουν αυτή την προσέγγιση. Ο ναύαρχος Philip Davidson, Επικεφαλής της Διοίκησης Ινδο-Ειρηνικού των ΗΠΑ, σημείωσε πέρυσι ότι η στρατιωτική ισορροπία στην περιοχή έχει «γίνει πιο δυσμενής» για την Αμερική και θα μπορούσε να «ενθαρρύνει την Κίνα να αλλάξει μονομερώς το status quo προτού οι δυνάμεις μας μπορέσουν να επιτύχουν μια αποτελεσματική απάντηση». Το Πεκίνο αναμένεται να χτυπήσει μέχρι το 2027, το τελευταίο έτος της τρίτης προεδρικής θητείας του Σι και ημερομηνία ολοκλήρωσης του προγράμματος εκσυγχρονισμού του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (PLA), αν και ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Antony Blinken και ο Αρχηγός Ναυτικών Επιχειρήσεων ναύαρχος Mike Gilday υποστήριξαν πρόσφατα ότι η Κίνα θα μπορούσε να δράσει μέσα στα επόμενα δύο χρόνια.

Το Ηνωμένο Βασίλειο θα δυσκολευόταν να διατηρήσει απόσταση εάν ξεσπούσε μια τέτοια σύγκρουση. Το Λονδίνο έχει δεσμευτεί να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στην προώθηση της περιφερειακής ειρήνης και σταθερότητας ως μέρος της «κλίσης προς τον Ινδο-Ειρηνικό» που έχει επιχειρήσει και πολλοί από τους περιφερειακούς του συμμάχους έχουν ήδη δηλώσει ότι είναι έτοιμοι να συμπαρασταθούν στην Ταϊβάν εναντίον της Κίνας: Ο Πρόεδρος Μπάιντεν σε δηλώσεις του επεσήμανε ότι θα υπερασπιζόταν την Ταϊβάν με τις δυνάμεις των ΗΠΑ, ο εκλιπών Shinzo Abe περιέγραψε τη στρατηγική ασάφεια ως «μη βιώσιμη» και ο Αυστραλός υπουργός Άμυνας Peter Dutton υποστήριξε ότι θα ήταν «αδιανόητο» να μην υποστηρίξει η Καμπέρα την Ουάσιγκτον σε μια εκστρατεία υπεράσπισης της Ταϊβάν έναντι της Κίνας.

Επομένως, έχει ζωτική σημασία για το Ηνωμένο Βασίλειο και τους συμμάχους του να υιοθετήσουν μια πολιτική στρατηγικής σαφήνειας. Η καλύτερη ελπίδα μας να αποτρέψουμε το Πεκίνο έγκειται στην επίδειξη τόσο της βούλησης όσο και της ικανότητας αντίστασής μας έναντι της επιθετικότητας. Όσο η δέσμευσή μας για την ασφάλεια της Ταϊβάν παραμένει αβέβαιη, η Κίνα θα μπαίνει στον πειρασμό να κλιμακώσει προς τη σύγκρουση με την προσδοκία ότι θα υποχωρήσουμε.

Το σημαντικότερο είναι πως η Ταϊβάν πρέπει να λάβει μια σαφή και πολυμερή εγγύηση ασφάλειας. Το ΗΒ πρέπει να δεσμευτεί να απαντήσει στρατιωτικά σε κάθε προσπάθεια χρήσης βίας κατά της Ταϊβάν, είτε πρόκειται για αποκλεισμό είτε για αμφίβια εισβολή. Το Λονδίνο πρέπει επίσης να συνεργαστεί στενά με τους περιφερειακούς συμμάχους για να παρουσιάσει ένα ενιαίο μέτωπο. Θα μπορούσε να ξεκινήσει με την ενίσχυση ήδη υφιστάμενων συνεργασιών ασφάλειας όπως η AUKUS. Ο Ben Wallace έχει ήδη προσφερθεί να στείλει υποβρύχια του Βασιλικού Ναυτικού στον Ινδο-Ειρηνικό για να καλύψουν το χάσμα ικανότητας μεταξύ της απόσυρσης του τρέχοντος και της ανάπτυξης του νέου υποβρυχιακού στόλου της Αυστραλίας: το επόμενο λογικό βήμα θα ήταν το Λονδίνο, η Καμπέρα και η Ουάσιγκτον να υπογράψουν μια τριμερή συμφωνία να υπερασπιστούν την Ταϊβάν έναντι της κινεζικής επιθετικότητας.

Η ενίσχυση της ικανότητας της Ταϊπέι να αντισταθεί στο Πεκίνο είναι εξίσου σημαντική. Το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε να ξεκινήσει με τα στρατιωτικά πλεονεκτήματα της Ταϊβάν: όπως έδειξε ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι ασύμμετρες άμυνες, όπως οι πύραυλοι κατά πλοίων, οι νάρκες και οι πύραυλοι εδάφους-αέρος μπορούν να αποδειχθούν εξαιρετικά αποτελεσματικές στην παρεμπόδιση ή ακόμη και την καταστροφή μιας εισβολής μεγάλης κλίμακας. Προς το παρόν, το Ηνωμένο Βασίλειο συνεισφέρει περιορισμένα στην ασφάλεια της Ταϊβάν μέσω των πωλήσεων όπλων. Θα κάναμε καλά να μιμηθούμε τα πιο ολοκληρωμένα μέτρα που περιλαμβάνονται στο νομοσχέδιο της Γερουσίας των ΗΠΑ για τις σχέσεις με την Ταϊβάν 2022-3, συμπεριλαμβανομένης της άμεσης χρηματοδότησης για την ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας της Ταϊβάν, και την κοινή εκπαίδευση, σχεδιασμό και μεταφορές όπλων.

Επιπλέον, οι ένοπλες δυνάμεις του Ηνωμένου Βασιλείου θα μπορούσαν να συμβάλουν σημαντικά στην αποτροπή. Οι επαναλαμβανόμενες επισκέψεις και η από κοινού, γνωστή και ως “παλμική” (pulsing), ανάπτυξη δυνάμεων με τους περιφερειακούς συμμάχους, θα επέτρεπαν στις μονάδες του Ηνωμένου Βασιλείου να έχουν πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στην περιφερειακή ισορροπία δυνάμεων, ειδικά στις κρίσιμες κατηγορίες των πυρηνοκίνητων υποβρυχίων και των φρεγατών τύπου 26. Το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε επίσης να ασκήσει πίεση στην Κίνα πέρα ​​από τον Ινδο-Ειρηνικό απειλώντας την πρόσβασή της σε θαλάσσιους δρόμους όπως τα Στενά της Μαλάκκα, από τους οποίους εξαρτάται το Πεκίνο για τις αποστολές υδρογονανθράκων, εμπορευματοκιβωτίων και φορτίου.

Η στρατηγική σαφήνεια δεν έρχεται χωρίς κινδύνους. Είναι πάντα πιθανό ότι το Πεκίνο θα την αντιλαμβανόταν ως πρόκληση για προληπτική δράση. Αυτό καθιστά ζωτικής σημασίας την αποφυγή της οποιασδήποτε υπόνοιας για ανεξαρτησία της Ταϊβάν: το ΗΒ και οι σύμμαχοί του δεν θα πρέπει να λάβουν θέση σχετικά με την ακριβή μορφή επίλυσης των διαφορών μεταξύ των δύο οντοτήτων και απλώς να συνεχίσουν να επιμένουν ότι οποιαδήποτε τέτοια επίλυση θα πρέπει να επιτευχθεί ειρηνικά.

Ο αμέτρητα μεγαλύτερος κίνδυνος, ωστόσο, έγκειται στην αποτυχία να αποτραπεί η κινεζική επιθετικότητα. Μια κινεζική επίθεση στην Ταϊβάν θα αποδεικνυόταν γεωπολιτικά καταστροφική, προκαλώντας δυνητικά την εξαφάνιση μιας δημοκρατίας, την οιονεί μονοπώληση της παγκόσμιας ικανότητας κατασκευής μικροτσίπ και έναν πόλεμο χωρίς εγγυημένο θετικό αποτέλεσμα για μας. Ο Πρόεδρος Σι βρίσκεται στο χείλος ενός γκρεμού. Δεν είναι πολύ αργά να τον πείσουμε να κάνει ένα βήμα πίσω.


-

*Ο Leo Keay είναι Βρετανός κοινοβουλευτικός ερευνητής.

**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 25 Οκτωβρίου 2022 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του μπλογκ Capx.co και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.