Οι κακές ιδέες του Oxfam διαιωνίζουν τη φτώχεια, τις ασθένειες και την εξαθλίωση

Οι κακές ιδέες του Oxfam διαιωνίζουν τη φτώχεια, τις ασθένειες και την εξαθλίωση

Ήρθε πάλι αυτή η εποχή του χρόνου. Η τρίτη Δευτέρα του Ιανουαρίου, γνωστή και ως “Μπλε Δευτέρα”: η πιο καταθλιπτική ημέρα του χρόνου. Κάνει κρύο, η μέρα είναι μικρή, τα Χριστούγεννα είναι πια μια ανάμνηση, οι αποφάσεις της νέας χρονιάς καταρρέουν, και τα κίνητρα είναι αδύναμα.

Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα σε όλα αυτά. Η Μπλε Δευτέρα είναι μια απάτη του μάρκετινγκ που βασίζεται σε ψευδοεπιστήμη. Εφευρέθηκε από έναν πανεπιστημιακό μερικής απασχόλησης στον οποίο ανατέθηκε από μια ταξιδιωτική εταιρία και μια εταιρία δημοσίων σχέσεων να σχεδιάσει μια αυθαίρετη συνάρτηση. Ο εφευρέτης της έχει έκτοτε παραδεχτεί ότι δεν έχει κανένα απολύτως νόημα.

Στο ίδιο πνεύμα, το Oxfam επιστρέφει στα παλιά του κόλπα. Σε συνδυασμό με την πρώτη μέρα του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός, η βυθισμένη στα σκάνδαλα φιλανθρωπική αυτή οργάνωση για μια ακόμη φορά διατυπώνει ψευδοεπιστημονικούς ισχυρισμούς για την ανισότητα. Για μια ακόμη φορά εκφράζει μίσος προς τους πλούσιους, ενώ ταυτόχρονα υποστηρίζει πολιτικές που δεν θα κάνουν τίποτα για να ανακουφίσουν τα βάσανα των φτωχών του κόσμου.

Το Oxfam ισχυρίζεται ότι η “ανισότητα” ευθύνεται για “έναν θάνατο κάθε τέσσερα δευτερόλεπτα”. Η μελέτη που εξέδωσε με τίτλο “Η ανισότητα σκοτώνει” ισχυρίζεται επίσης ότι τα τελευταία δύο χρόνια, οι δέκα πλουσιότεροι άνθρωποι στον κόσμο διπλασίασαν τις περιουσίες τους, οι οποίες συνολικά ανέρχονται στο 1,5 τρις δολάρια, ενώ το 99% της ανθρωπότητας απώλεσε εισόδημα.

Αυτός ο ισχυρισμός όμως είναι εντελώς εσφαλμένος ως προς την αιτία και το αποτέλεσμα. Το γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι έγιναν πλουσιότεροι, δεν καθιστά υποχρεωτικά τον οποιονδήποτε άλλο φτωχότερο. Η ανισότητα, η διαφορά ανάμεσα σε όσους βρίσκονται στην κορυφή και στον πάτο ως προς τις περιουσίες ή τα εισοδήματά τους, δεν είναι το ίδιο πράγμα με τη φτώχεια, δηλαδή τον αριθμό των ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες εξαθλίωσης. Έτσι, οι φτωχοί μπορεί να βελτιώνουν σε απόλυτους όρους την κατάστασή τους ακόμη και ενώ το χάσμα μεταξύ των πλουσιότερων και των φτωχότερων διευρύνεται. Δείτε για παράδειγμα την Κίνα, όπου η ανισότητα αυξάνεται τις τελευταίες δεκαετίες παράλληλα με την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στην κατεύθυνση των αγορών - την ίδια ώρα, εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι έχουν γλιτώσει από τη φτώχεια.

Τα τελευταία χρόνια η κατάσταση άλλαξε. Πολλοί έχασαν το εισόδημά τους και η φτώχεια αυξήθηκε εξαιτίας μιας πανδημίας που κατά διαστήματα επέβαλε απαγορευτικά στην παγκόσμια οικονομία. Το δίδαγμα είναι σαφές: ο κρατικός παρεμβατισμός που εμποδίζει την οικονομική δραστηριότητα κάνει τους ανθρώπους φτωχότερους. Ανεξαρτήτως του αν το Oxfam συμφωνεί ότι τα απαγορευτικά ήταν αναγκαία για να περιοριστεί η διάδοση ενός θανατηφόρου ιού, φαίνεται σαφές ότι οι δισεκατομμυριούχοι έχουν λίγες έως και καθόλου ευθύνες για την αίτια που έκανε φτωχότερους αυτούς τους ανθρώπους.

Στην πραγματικότητα μάλιστα, συμβαίνει το αντίθετο. Οι δισεκατομμυριούχοι έγιναν πλουσιότεροι πλουτίζοντας με τη σειρά τους τις ζωές μας κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η Amazon του Τζεφ Μπέζος διασφάλισε ότι θα συνεχίσουμε να έχουμε πρόσβαση σε αγαθά πρώτης ανάγκης με παράδοση των επόμενη ημέρα. Το Meta του Μαρκ Ζούκεμπεργκ μας κράτησε συνδεδεμένους όταν ήμασταν εξαναγκασμένοι να κρατηθούμε σε φυσική απόσταση. Οι δημιουργοί των εμβολίων έγιναν δισεκατομμυριούχοι επειδή έσωσαν εκατομμύρια ζωές, όπως ο Τούρκος μετανάστης στη Γερμανία Ουγκούρ Σαχίν, συνιδρυτής της BioNTech, της εταιρίες που παρήγαγε το εμβόλιο της Pfizer.

Η φτώχεια σκοτώνει, όχι οι δισεκατομμυριούχοι. Αν το Oxfam πραγματικά νοιάζεται για τους φτωχούς, θα έπρεπε να επικεντρώνει τις εκστρατείες της στα καλύτερα εργαλεία για την καταπολέμηση της φτώχειας που γνωρίζει η ανθρωπότητα: τους φιλελεύθερους θεσμούς, το ελεύθερο εμπόριο και τις ελεύθερες αγορές.

Αντί γι’ αυτό, το Oxfam ζητά μόνιμους τιμωρητικούς φόρους πλούτου, παγκόσμια αναδιανομή, αυστηρότερους εργασιακούς νόμους και την κατάργηση των ευρεσιτεχνιών για τα εμβόλια εναντίον του κορονοϊού. Αυτές οι πολιτικές θα αποθάρρυναν την επιχειρηματικότητα και θα οδηγούσαν σε περισσότερη φτώχεια. Ο “εφάπαξ έκτακτος φόρος 99% επί του νέου πλούτου που αποκόμισαν οι δισεκατομμυριούχοι κατά την πανδημία” σε συνδυασμό με έναν “10% ετήσιο φόρο περιουσίας” θα υποχρέωνε τους δισεκατομμυριούχους να πουλήσουν μεγάλο μέρος των εταιριών τους, εξέλιξη που θα μείωνε σημαντικά τη δυνατότητα και τα κίνητρά τους να συνεχίσουν να τις λειτουργούν. Θα ήταν επίσης αδύνατο να συγκεντρώσει κανείς μεγάλο πλούτο στο μέλλον, πράγμα που θα σήμαινε ότι δεν θα βλέπαμε πλέον τα οφέλη του επιχειρηματικού πνεύματος αυτών των ανθρώπων. Το ίδιο περίπου ισχύει και με την πρόταση για κατάργηση των ευρεσιτεχνιών για τα εμβόλια εναντίον του κορονοϊού: οι επιστήμονες δεν θα ανταμείβονταν πλέον για τις προσπάθειές τους, εξέλιξη που θα σήμαινε λιγότερες επενδύσεις σε καινοτομίες που σώζουν ζωές στο μέλλον.

Τα προβληματικά στατιστικά δεδομένα δεν σταματούν εδώ. Το Oxfam ισχυρίζεται επίσης ότι οι δέκα πλουσιότεροι δισεκατομμυριούχοι κατέχουν μεγαλύτερη περιουσία από 3,1 δισεκατομμύρια ανθρώπους. Το Oxfam όμως χρησιμοποιεί εδώ την καθαρή περιουσία, που σημαίνει ότι ένας πρόσφατος απόφοιτος του Χάρβαρντ ή της Οξφόρδης, που επωμίζεται μεγάλο ποσό χρέους, βρίσκεται στο χαμηλότερο δεκατημόριο της παγκόσμιας περιουσίας, ενώ ένας σχετικά φτωχός αγρότης θεωρείται πολύ πλουσιότερος.

Για παράδειγμα, το Ηνωμένο Βασίλειο (1,3%) και οι Ηνωμένες Πολιτείες (6,2%) αποτελούν μεγαλύτερο μέρος του κατώτατου δεκατημορίου σε ό,τι αφορά την παγκόσμια καθαρή περιουσία απ’ ό,τι η Κίνα (0%) και η Γκάμπια (0%) που δεν έχουν ούτε έναν άνθρωποι στο φτωχότερο δεκατημόριο. Δεν πρόκειται για ένα ιδιαίτερα χρήσιμο μέτρο σύγκρισης.

Η ανισότητα δεν σκοτώνει. Αυτές που σκοτώνουν είναι οι αποδεδειγμένα εσφαλμένες ιδέες που υποστηρίζει το Oxfam και διαιωνίζουν τη φτώχεια, την ασθένεια και την εξαθλίωση.

* Ο Matthew Less είναι επικεφαλής δημόσιων πολιτικών στο Institute of Economic Affairs.

* Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 17 Ιανουαρίου 2022 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του 1828 και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.