Ο Πάπας Φραγκίσκος και το Καθολικό Βασικό Εισόδημα

Ο Πάπας Φραγκίσκος και το Καθολικό Βασικό Εισόδημα

Του Philip Booth

Σε μια πρόσφατη επιστολή του, ο Πάπας Φραγκίσκος προτείνει να εξετάσουμε τη χορήγηση ενός “καθολικού βασικού μισθού”. Η επιστολή που δημοσιεύθηκε την Κυριακή του Πάσχα και απευθύνεται στους “Αδελφούς και τις αδελφές των λαϊκών κινημάτων και οργανώσεων”, ανάφερε:

“Πωλητές δρόμου, ανακυκλωτές, καλλιτέχνες του δρόμου, μικροκαλλιεργητές, εργάτες κατασκευών, μοδίστρες, οι διάφοροι επαγγελματίες φροντίδας: εσείς που είστε άτυποι εργαζόμενοι, αυτοαπασχολούμενοι ή στην από-κάτω-προς-τα-πάνω οικονομία, δεν έχετε σταθερό εισόδημα για να ανταπεξέλθετε τις τρέχουσες δυσκολίες… Τώρα μπορεί να είναι η ώρα να εξετάσουμε έναν καθολικό βασικό μισθό που θα αναγνωρίζει και να αποδίδει τιμή στα ευγενή και αναγκαία καθήκοντα που επιτελείτε”.

Η δήλωση αυτή προσέλκυσε μεγάλη προσοχή, κάτι που δεν εκπλήσσει δεδομένου του ότι το ζήτημα του Καθολικού Βασικού Εισοδήματος (Universal Basic Income - UBI) συζητιέται ευρέως στον μην εκκλησιαστικό κόσμο. Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι η διευθύντρια της Cafod, Christine Allen, πρότεινε επίσης αυτή την ιδέα γράφοντας στο The Tablet.

Το Καθολικό Βασικό Εισόδημα είναι ένα εισόδημα που δίνεται σε όλους τους πολίτες από το κράτος και χρηματοδοτείται από τη φορολογία. Είναι καθολικό καθώς δίνεται σε όλα τα άτομα ακόμη κι αν είναι μέλη εύπορων νοικοκυριών. Επίσης δίνεται χωρίς προϋποθέσεις. Η καταβολή του για παράδειγμα δεν συνδέεται με την υποχρέωση να είναι κανείς διαθέσιμος προς εργασία και δεν έχει ως προϋπόθεση κάποια άτυχη περίσταση όπως μια ασθένεια ή μία αναπηρία.

Συχνά υποστηρίζεται ότι η ιδέα αυτή εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο έργο του καθολικού αγίου Τόμας Μορ Ουτοπία, πράγμα που μπορεί να δίνει στους Καθολικούς ένα καλό σημείο αναφοράς. Συνήθως όμως υποστηρίζεται πως αυτό που στην πραγματικότητα πρότεινε είναι ένα συμπλήρωμα εισοδήματος για τα φτωχά νοικοκυριά. Από την άλλη μεριά, ένα Καθολικό Βασικό Εισόδημα, σημαίνει ότι το κράτος δίνει την πρώτη μερίδα εισοδήματος σε ανθρώπους ανεξάρτητα από το πόσο πλούσιοι ή φτωχοί είναι αυτοί. Στην πραγματικότητα, η απαρχή της ιδέας συνήθως εντοπίζεται στον Ροβεσπιέρο, τον Μοντεσκιέ, τον Τόμας Πέιν και τον Τόμας Σπενς, εκ των οποίων κανείς δεν ήταν ιδιαίτερα φίλος της οργανωμένης θρησκείας. Στη σύγχρονη εποχή, την ιδέα αυτή τη διέδωσε ο Μπέρναρντ Ράσελ. Συχνά αναφέρεται ότι η πρόταση έβρισκε υποστηρικτές και στους Μίλτον Φρίντμαν και Φρίντριχ Χάγιεκ, όμως πρόκειται για παρανάγνωση των απόξεών τους. Υπήρξαν παρ’ όλα αυτά άλλοι σύγχρονοι οικονομολόγοι που υποστήριξαν το Καθολικό Βασικό Εισόδημα με το επιχείρημα ότι θα απλοποιούσε το προνοιακό σύστημα.

Στη σύγχρονη πολιτική ζωή, η ιδέα αυτή έχει προταθεί από το Πράσινο Κόμμα και τον πρώην σκιώδη υπουργό οικονομικών των Εργατικών, John McDonnell. Και υπήρξαν επίσης κάποια σχετικά αποκαλούμενα πειράματα που αναφέρονται συχνά. Ένα από αυτά ήταν στη Φινλανδία. Τα πειράματα όμως αυτά στην πραγματικότητα δεν έριξαν καθόλου φως στο ζήτημα. Ένα άρθρο στον New Scientist για παράδειγμα, υποστήριξε ότι το πείραμα του Καθολικού Βασικού Εισοδήματος στη Φινλανδία ενίσχυσε την ευημερία των αποδεκτών του. Όμως οι καταβολές δεν ήταν ιδιαίτερα καθολικές. Το πείραμα αφορούσε μόλις το 0,5% του πληθυσμού που λάμβανε το εισόδημα και συνεπώς επρόκειτο για μια καθαρή μεταβίβαση από το υπόλοιπο 99.5% του πληθυσμού. Δεν εκπλήσσει συνεπώς το γεγονός ότι τέτοιες μεταβιβάσεις βελτίωσαν την ευημερία των παραληπτών τους.

Πώς θα μπορούσαμε να δούμε την ιδέα του Καθολικού Βασικού Εισοδήματος υπό το πρίσμα της κοινωνικής διδασκαλίας της Καθολικής Εκκλησίας;

Κατά την παράδοση της Καθολικής κοινωνικής διδασκαλίας, αντιμετωπίζουμε τα άτομα στο πλαίσιο της ζωής τους ενός των οικογενειών και των ευρύτερων κοινωνικών τους κύκλων. Η διανεμητική δικαιοσύνη, με την οποία τα αγαθά αυτού του κόσμου μοιράζονται σύμφωνα με κατάλληλα κριτήρια, συμβαίνει πρωτίστως εντός της οικογένειας. Αν υπάρχουν περισσότεροι από ένας ενήλικας σε μια οικογένεια (και σε πολλές κουλτούρες μπορεί να υπάρχουν πολλοί ενήλικες που ανήκουν σε διάφορες γενιές) ένας ή περισσότεροι μπορεί να εργάζονται σε αμειβόμενη εργασία ενώ άλλοι να εργάζονται από το σπίτι. Τα παιδιά και οι μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι μπορεί να μην μπορούν να εργαστούν καθόλου. Ενώ το κράτος έχει έναν ρόλο να διαδραματίσει στην αναδιανεμητική δικαιοσύνη, η αναδιανομή συμβαίνει πρώτα εντός της οικογένειας. Υπάρχουν φυσικά θλιβερές εξαιρέσεις, όπου άτομα εντός των νοικοκυριών αντιμετωπίζονται άδικα και όπου το κράτος πρέπει να παρέμβει. Το σημείο αφετηρίας όμως είναι ότι όσοι κερδίζουν χρήματα εντός του νοικοκυριού να μοιράζονται τους πόρους τους με τα μέλη της οικογένειας που δεν κερδίζουν χρήματα.

Γι’ αυτό και στα περισσότερα συστήματα πρόνοιας, η βοήθεια στους φτωχούς δίνεται στο επίπεδο της οικογένειας και μόνο αν αυτή χρειάζεται. Αυτή η προσέγγιση φαίνεται σύμφωνη με την καθολική κοινωνική διδασκαλία ως προς την κοινωνική φύση του ατόμου καθώς και με την αρχή της επικουρικότητας με την οποία το κράτος δεν πρέπει να παρεμβαίνει παρά μόνο αν υπάρχει πιεστική ανάγκη. Ένα Καθολικό Βασικό Εισόδημα παρεμβαίνει στην οικογένεια φορολογώντας κάποιες οικογένειες που μπορεί να μην είναι εύπορες για να παρασχήσει ένα εισόδημα σε άτομα που μπορεί να μη μην έχουν εισόδημα από την αγορά αλλά μπορεί να ζουν σε εύπορες οικογένειες.

Αυτή η προσέγγιση τονίζεται στο Rerum Novarum (14) όταν περιγράφονται οι περιορισμένες περιστάσεις στις οποίες το κράτος πρέπει να βοηθά οικογένειες: “Όντως αν μια οικογένεια βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη συνθήκη, αποστερημένη πλήρως από την αρωγή φίλων, και χωρίς προοπτική απεμπλοκης με δικές τις προσπάθειες, είναι σωστό η ακραία αυτή ανάγκη να καλυφθεί από δημόσια βοήθεια καθώς κάθε οικογένεια είναι μέρος της πολιτικής κοινότητας”.

Φυσικά, η καθολική κοινωνική διδασκαλία δεν παραμένει στατική. Ανταποκρίνεται στα σημάδια των καιρών. Τις τελευταίες δεκαετίες, αποδέχεται περισσότερο το κράτος πρόνοιας, έστω και με τη συμμετοχή ενός μεγάλου εύρους ομάδων της κοινωνίας των πολιτών και με επιφυλάξεις. Όμως η καθολική κοινωνική διδασκαλία ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι το κράτος πρέπει να υπερβεί τον ρόλο της παροχής της με προϋποθέσεις βοήθειας σε οικογένειες που βρίσκονται σε ανάγκη ή της υποστήριξη προνοιακών θεσμών στο πλαίσιο της κοινωνίας των πολιτών που κάνουν το ίδιο. Η έννοια ενός απροϋπόθετου εισοδήματος για κάθε άτομο σίγουρα θα αποτελούσε μια ριζική καινοτομία στην καθολική διδασκαλία χωρίς κάποιες προφανείς ρίζες.

Ο Καθολικός βουλευτής των Εργατικών Jon Cruddas συμμερίζεται αυτή την ανησυχία όταν περιγράφει αυτή την ιδέα ως “τον απόλυτο θρίαμβο του ατόμου που απελευθερώνεται πλήρως από κάθε κοινωνικό θεσμό”. Επισημαίνει ακόμη ότι το Καθολικό Βασικό Εισόδημα ρητά και απροϋπόθετα επιβραβεύει ανθρώπους που επιλέγουν να μην εργάζονται. Πράγματι, πολλοί υποστηρικτές αυτής της ιδέας το θεωρούν αυτό πλεονέκτημα. Είναι δύσκολο να συμβαδίσει αυτό με τη διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας σχετικά με τη σημασία της εργασίας.

Το πρόβλημα που επεσήμανε ο Πάπας Φραγκίσκος, ότι μεγάλοι αριθμοί εργαζομένων σε επισφαλείς θέσεις εργασίας λαμβάνουν ακανόνιστα εισοδήματα είναι πολύ σοβαρό. Στις χώρες όπου αυτό το πρόβλημα υπάρχει, είναι σε κάθε περίπτωση δύσκολο να φανταστούμε ότι θα υπήρχε η φορολογική υποδομή για την συγκέντρωση αρκετών πόρων από τη φορολόγηση για την παροχή ενός Καθολικού Βασικού Εισοδήματος. Θα πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας σε αυτό το πρόβλημα, όμως πιθανώς η λύση να βρίσκεται αλλού.

--

Ο Philip Booth είναι καθηγητής χρηματοπιστωτικών, δημόσιας πολιτικής και ηθικής στο St Mary’s University, Twickenham και μέλος του επιστημονικού συμβουλίου του Institute of Economic Affairs. 

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 18 Ιουνίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης. 

AP Photo/Riccardo De Luca