Η συμφωνία των G7 για τη φορολόγηση των πολυεθνικών δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες

Η συμφωνία των G7 για τη φορολόγηση των πολυεθνικών δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες

Η συμφωνία των G7 για τη θέσπιση νέων αρχών για τη φορολόγηση των πολυεθνικών δεν είναι η «ρήξη» που πολύ ισχυρίζονται. Πιθανότατα δεν θα επιφέρει ούτε και ιδιαίτερες διαφορές ως προς τους φόρους που πληρώνουν οι περισσότερες εταιρίες. Και παρεμπιπτόντως, δεδομένης της ζημιάς που θα μπορούσε να γίνει, δεν νομίζει ότι αυτό είναι κάτι το αναγκαστικά κακό!

Για να ανακεφαλαιώσουμε, οι υπουργοί οικονομικών των G7 συμφώνησαν επί δύο προτάσεων.

Υπό τον “Πρώτο Πυλώνα”, οι “μεγαλύτερες και πλέον επικερδείς πολυεθνικές θα υποχρεωθούν να καταβάλλουν περισσότερους φόρους εκεί όπου όντως πραγματοποιούνται οι πωλήσεις τους και όχι εκεί όπου τυγχαίνει οι εταιρίες αυτές να έχουν τη βάση ή τα κεντρικά τους γραφεία. Αυτό θα ισχύει σε εταιρίες με περιθώριο κέρδους τουλάχιστον 10% με το 20% των κερδών που υπερβαίνουν αυτό το όριο να επανακατενέμονται στις χώρες όπου οι εταιρίες λειτουργούν (βάσει των πωλήσεών τους) και να φορολογούνται στη συνέχεια με τους εκεί συντελεστές.

Υπό τον “Δεύτερο Πυλώνα”, οι G7 συμφώνησαν στην αρχή ενός παγκόσμιου ελάχιστου εταιρικού φορολογικού συντελεστή. Αυτός θα οριστεί αρχικά στο 15%, μολονότι η κυβέρνηση Μπάιντεν αρχικά πρότεινε 21%.

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι επιμέρους χώρες θα υποχρεωθούν να αυξήσουν τους δικούς τους φορολογικού συντελεστές σε τουλάχιστον 15% ακόμη και για καθαρά εγχώριες επιχειρήσεις. Αν όμως δεν χρεώνουν τουλάχιστον 15% επί των κερδών μιας πολυεθνικής εταιρίας, τότε η χώρα όπου η εταιρία αυτή έχει την έδρα της θα επιβάλλει έναν επιπλέον φόρο για να φέρνει τον πραγματικό συντελεστή στο 15%. Θεωρητικά, αυτό θα αφαιρέσει από τις χώρες το κίνητρο να προσφέρουν χαμηλότερους συντελεστές για να προσελκύουν διεθνείς επιχειρήσεις.

Το πρώτο σημείο που πρέπει να υπογραμμιστεί είναι πως τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είναι κλεισμένο. Οι G7 δεν ορίζουν την παγκόσμια φορολογική πολιτική. Η συμφωνία θα χρειαστεί να συζητηθεί περαιτέρω στη συνάντηση των G20 τον Ιούλιο και με τις 139 χώρες που συμμετέχουν στις εργασίες του ΟΟΣΑ στο πεδίο αυτό αργότερα μέσα στο έτος.

Ακόμα κι έτσι, το σχέδιο αυτό πιθανότατα θα αντιμετωπίσει σημαντικές αντιδράσεις. Θα είναι δύσκολο να επιτευχθεί ομοφωνία στην ΕΕ, ιδίως από την Ιρλανδία ή από τις αναπτυσσόμενες χώρες πολλές από τις οποίες βασίζονται δυσανάλογα σε έσοδα από εταιρικούς φόρους τα οποία δεν θα θέλουν να μοιραστούν. Αυτό έρχεται να προστεθεί στην προφανή απουσία υποστήριξης από τα διεθνή χρηματοπιστωτικά κέντρα που ωφελούνται από την πλήρη απουσία εταιρικών φόρων.

Δεν είναι καν βέβαιο ότι το αμερικανικό Κογκρέσο θα εγκρίνει το σχέδιο των G7 (και ιδίως τον “πρώτο Πυλώνα”) καθώς αυτό θα σημαίνει ότι κάποιες μεγάλες αμερικανικές εταιρίες θα πληρώνουν περισσότερους φόρους στο εξωτερικό και λιγότερες στις ΗΠΑ.

Τέλος, υπάρχουν ακόμη υπερβολικά πολλές λεπτομέρειες που πρέπει να αποσαφηνιστούν, όπως το πώς θα ορίζεται ο ελάχιστος συντελεστής (οι πραγματικοί συντελεστές μπορεί να διαφέρουν πολύ από τους ονομαστικούς) και πώς η “τυπική αναλογικότητα βάσει των πωλήσεων” θα λειτουργήσει στην πράξη. Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει έναν γραφειοκρατικό εφιάλτη.

Υπάρχουν επίσης κάποια πιο θεμελιώδη προβλήματα με το πώς παρουσιάζεται συμφωνία. Κατ’ αρχάς, είναι παραπλανητικό να υποστηρίζεται ότι θα αποφέρει τεράστια ποσά νέων πόρων για να χρηματοδοτηθούν δημόσιες υπηρεσίες ή οτιδήποτε άλλο.

Αυτό δεν αφορά μόνο τις λεπτομέρειες των προτάσεων που έχουν διατυπωθεί (μολονότι θα φτάσω και σ’ αυτές). Το θέμα είναι ότι οι εταιρίες δεν είναι ανεξάρτητες πηγές εισοδήματος που μπορεί να αφαιρείται κατά βούληση και χωρίς συνέπειες για την υπόλοιπη οικονομία.

Στην πραγματικότητα, οι εταιρίες είναι μόνο νομικές οντότητες και δεν μπορούν να επωμίζονται το οικονομικό βάρος της φορολογίας οι ίδιες. Το βάρος αυτό πάντα πέφτει σε πραγματικούς ανθρώπους όπως στους πελάτες με τη μορφή υψηλότερων τιμών και λιγότερων επιλογών, και στους εργαζόμενους με τη μορφή χαμηλότερων μισθών.

Φυσικά, ένα μέρος του λογαριασμού θα το πληρώσουν οι μέτοχοι που μπορεί να είναι σχετικά εύποροι. Δεν είναι όμως όλοι οι μέτοχοι δισεκατομμυριούχοι.

Το αφήγημα ότι οι υψηλότεροι φορολογικοί λογαριασμοί για τις “εταιρίες” σημαίνουν ότι λιγότερα χρήματα χρειάζεται να εισπραχθούν από τους “ανθρώπους” είναι συνεπώς θεμελιωδώς εσφαλμένο.

Θα μπορούσα να συνεχίσω. Οι εταιρίες κερδίζουν τα χρήματά τους παρέχοντας αγαθά και υπηρεσίες που οι άνθρωποι θέλουν να αγοράσουν. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας επενδύουν και δημιουργούν θέσεις εργασίας. Αυτή είναι η συμβολή τους στην κοινωνία, και όχι οι φόροι που απαιτείται να πληρώνουν (ή υποτίθεται ότι πληρώνουν).

Υπάρχουν επίσης εύλογες ανησυχίες για την απώλεια εθνικής κυριαρχίας. Δεν υπάρχει τίποτα το εγγενώς κακό με το να συμφωνούνται κοινοί κανόνες φορολόγησης (όπως το Ηνωμένο Βασίλειο ήδη κάνει για τους εμπορικούς δασμούς μέσω του ΠΟΕ) ή με το μοίρασμα των εσόδων. Οι χώρες θα μπορούσαν να διατηρήσουν το δικαίωμα να ορίσουν τον φορολογικό συντελεστή της αρεσκείας τους, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις τοπικές επιχειρήσεις. Όμως το σχέδιο των G7 θα μειώσει τον υγιή ανταγωνισμό να μειωθεί το βάρος ενός φόρου που οι περισσότεροι οικονομολόγοι συμφωνούν πως είναι ιδιαιτέρως βλαπτικός.

Κατά τη γνώμη μου συνεπώς, δεν είναι στην πραγματικότητα κακό που οι προτάσεις των G7 δεν είναι ιδιαίτερα πιθανό να αλλάξουν τους κανόνες του παιχνιδιού. Ο προτεινόμενος νέος παγκόσμιος ελάχιστος φορολογικός συντελεστής του 15% (σύμφωνα με τον “Δεύτερο Πυλώνα”) είναι πολύ χαμηλός για να επιφέρει σημαντικές διαφορές. Εντός του ΟΟΣΑ, μόνο η Ιρλανδία (12,5%), η Χιλή (10%) και η Ουγγαρία (9%) έχουν σήμερα χαμηλότερο συντελεστή.

Είναι συνεπώς κατανοητό το ότι οι υποστηρικτές του σχεδίου δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στον «Πρώτο Πυλώνα». Αυτός όμως αφορά μόνο ένα μικρό μέρος των κεδρών, και μάλιστα μόνο όσα υπερβαίνουν το όριο του 10%.

Αυτό το όριο θα το πιάνουν κάποιοι “τεχνολογικοί γίγαντες” όπως το Facebook, που όντως αποκομίζουν μεγάλα κέρδη. Πολλοι άνθρωποι όμως (όχι εγώ!) μπορεί να απογοητευθούν αν αυτό το νέο σύστημα δεν καταφέρει να αυξήσει του φόρους που θα καταβάλλει μια εταιρία διαδικτυακών λιανικών πωλήσεων, όπως η Amazon, που έχει πολύ χαμηλότερα περιθώρια κέρδους.

Οι πρώτοι υπολογισμοί μάλιστα της δεξαμενής σκέψης Tax Watch δείχνουν ότι η Facebook, η Google, η eBay και η Amazon, μπορεί να καταβάλλουν λιγότερους φόρους στο Ηνωμένο Βασίλειο υπό το νέο σύστημα, ιδίως αν ο υφιστάμενος Φόρος Ψηφιακών Υπηρεσιών του Ηνωμένου Βασιλείου καταργηθεί στο πλαίσιο αυτού του πακέτου.

Υπάρχει μια συζήτηση για κάποιου είδους συμπληρωματικό κανόνα που θα διασφαλίζει ότι η Amazon όντως θα καταλήξει να πληρώνει περισσότερα - στοχεύοντας ίσως το πολύ επικερδές τμήμα του υπολογιστικού νέφους. Πρόκειται για μια γλιστερή πλαγιά. Τα φορολογικά συστήματα δεν θα πρέπει να σχεδιάζονται για να στοχεύουν συγκεκριμένες εταιρίες χωρίς να υπάρχει καλός λόγος γι’ αυτό

Συσκοτίζοντας την εικόνα ακόμη περισσότερο, o Υπουργός Οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου φαίνεται να πιέζει ώστε οι μεγάλες παγκόσμιες εταιρίες χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών να εξαιρεθούν από το νέο σχήμα. Αυτό μπορεί να έχει νόημα πάντως, καθώς οι τράπεζες συνήθως χρειάζεται να έχουν μεγάλα ποσά κεφαλαίου στις αγορές όπου λειτουργούν, και ήδη υφίστανται έντονη τοπική ρύθμιση και φορολογία.

Το παράδειγμα όμως του Σίτυ του Λονδίνου αποκαλύπτει ακόμη ένα λάθος στο σχέδιο των G7: οι εταιρίες που έχουν την έδρα τους στο Ηνωμένο Βασίλειο αλλά πωλούν σε άλλες αγορές μπορεί να φτάσουν να πληρώνουν λιγότερα χρήματα στη βρετανική εφορία απ’ ό,τι σήμερα. Με άλλα λόγια, αυτό το σχέδιο μπορεί απλά να ανακατανείμει τα έσοδα από την εταιρική φορολογία μεταξύ των χωρών - και όχι αναγκαστικά προς όφελος του Ηνωμένου Βασιλείου - αντί να τα αυξήσει συνολικά.

Εν κατακλείδι, αυτή η συμφωνία θεσπίζει τουλάχιστον ένα βασικό πλαίσιο που μπορεί να αναπτυχθεί περισσότερο στη συνέχεια - καλώς ή κακώς. Προς το παρόν όμως πρόκειται κυρίως για παιχνίδι εντυπώσεων.

* Ο Julian Jessop είναι οικονομολόγος στο Institute of Economic Affairs

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 9 Ιουνίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.