Είναι ανταγωνιστική η πράσινη ενέργεια χωρίς κρατική υποστήριξη;

Είναι ανταγωνιστική η πράσινη ενέργεια χωρίς κρατική υποστήριξη;

Του Peter Van Doren

Η μείωση των τιμών των ηλιακών συλλεκτών και η ευρεία υιοθέτηση των συλλεκτών οροφής στην Καλιφόρνια προκάλεσε πολλές καθημερινές συζητήσεις με θέμα την ανταγωνιστικότητα της πράσινης ενέργειας. Ενώ με την πρώτη ματιά μπορεί να φαίνεται ότι η ηλιακή ενέργεια και άλλες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μπορούν να ανταγωνιστούν τους συμβατικούς πόρους, μια στενότερη εξέταση των χαρακτηριστικών και του κόστους των συστημάτων ηλεκτροδότησης καταδεικνύει πως οι σημερινές τεχνολογίες ανανεώσιμων δεν είναι οικονομικώς ανταγωνιστικές.

Τα σταθερά κόστη των συστημάτων ηλεκτροδότησης, τα κεφαλαιακά κόστη των συστημάτων μεταφοράς και διανομής είναι μεγάλα. Τα υφιστάμενα τέλη ηλεκτρισμού συνήθως δεν καλύπτουν τα σταθερά κόστη με τρόπο ρητό και διακριτό από τη χρήση της ηλεκτρικής ενέργειας. Αντί γι' αυτό, τα καλύπτουν μέσω των χρεώσεων για την χρήση ανά κιλοβατώρα. Αν η τιμολόγηση της ηλεκτρικής ενέργειας ήταν αποδοτικότεροι, οι καταναλωτές θα πλήρωναν ένα μεγάλο τέλος για τη χρήση των συστημάτων μεταφοράς και διανομής αποκομμένο από το ποσό της ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιούν και θα χρεώνονταν ένα διακριτό μεταβλητό τέλος βάσει της πραγματικής κατανάλωσης.

(Για μια πιο διεξοδική εξέταση της τιμολόγησης του ηλεκτρικού ρεύματος, δείτε αυτό το άρθρο των Ahmad Faruqui και Mariko Geronimo Aydin στο τεύχος του Φθινοπώρου του 2017 του επιστημονικού περιοδικού Regulation). Έτσι, οι σημερινοί λογαριασμοί δεν πληροφορούν τους καταναλωτές ως προς το πραγματικό ύψος του σταθερού κόστους του συστήματος.

Η κατανόηση της σημασίας και της κάλυψης του σταθερού κόστους είναι σημαντική λόγω του τρόπου με τον οποίο οι καταναλωτές με ηλιακούς συλλέκτες στις στέγες του αποζημιώνονται για την ενέργεια που παράγουν. Η ηλιακή παραγωγή ενέργειας σε πολλές πολιτείες, και ιδίως στην Καλιφόρνια, αποζημιώνεται σε πλήρεις τιμές λιανικής. Όταν όμως ένα νοικοκυριό παράγει ηλιακή ενέργεια και μειώνει τη χρήση της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από το σύστημα, τότε το τελευταίο εξοικονομεί μόνο το οριακό κόστος της ενέργεια που δεν χρειάστηκε να παραγάγει, το οποίο είναι συνήθως πολύ μικρότερο από τις τιμές λιανικής. Καμία εξοικονόμηση δεν συμβαίνει ως προς τα μεγάλα σταθερά κόστη.

Στην Καλιφόρνια, λόγω της κλιμακωτής δομής των τιμών λιανικής, η διαφορά μεταξύ των τιμών λιανικής και του ποσού εξοικονόμησης στο σύστημα λόγω της παραγωγής ενέργειας μέσω ηλιακών συλλεκτών οροφής είναι μεγάλη. Το οριακό κόστος παραγωγής ενέργειας είναι περίπου 6-10 σεντ ανά κιλοβατώρα, όμως οι καταναλωτές αποζημιώνονται σε πλήρεις τιμές λιανικής (πολλοί με περισσότερα από 30 σεντ ανά κιλοβατώρα) αντί στα μικρότερα οριακά κόστη της παραγωγής από το σύστημα. Η αποζημίωση σε πλήρεις τιμές λιανικής μετακινεί τα σταθερά κόστη του συστήματος ηλεκτροδότησης από τα νοικοκυριά με ηλιακούς συλλέκτες σε άλλους χρήστες. Χωρίς τις υπερβολικές αυτές αποζημιώσεις, η αποκεντρωμένη παραγωγή ηλιακής ενέργειας δεν θα ήταν ανταγωνιστική.

Και άλλες ανανεώσιμες πηγές παραγωγής ενέργειας φαίνονται σε πρώτη ανάγνωση να είναι ανταγωνιστικές ως προς την παραγωγή από φυσικό αέριο. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του συνολικού κόστους για διάφορες τεχνολογίες παραγωγής ενέργειας κατά τη διάρκεια ζωής της λειτουργίας τους, η μεγάλης κλίμακας συγκεντρωτική παραγωγή από ηλιακούς συλλέκτες στις ερήμους των νοτιοδυτικών ΗΠΑ και η μεγάλης κλίμακας χερσαία αιολική παραγωγή έχουν κόστη που είναι ανταγωνιστικά προς την νέα παραγωγή από φυσικό αέριο. (Η παράκτια αιολική παραγωγή είναι πολύ πιο δαπανηρή. Δείτε το μπλογκ μου σχετικά με το Cape Wind, ένα αποτυχημένο σχέδιο για την κατασκευή μιας αιολικής φάρμας έξω από τις ακτές της Μασσαχουσέτης).

Ακόμη όμως και αν τα μέση κόστη της αιολικής και ηλιακής παραγωγής ενέργειας για όλη τη διάρκεια ζωής της λειτουργίας των εγκαταστάσεων ήταν τα ίδια με τον άνθρακα ή το φυσικό αέριο, η ισοδυναμία αυτή θα πρέπει να αποσαφηνιστεί περαιτέρω. Διαφορετικές τεχνολογίες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας είναι πολύ ατελή αντικατάστατα μεταξύ τους. Η οριακή αξία της ηλεκτρικής ενέργειας ποικίλει στον χρόνο καθώς η ζήτηση κυμαίνεται ανάλογα με την ώρα της ημέρας και την περιοχή εξαιτίας των περιορισμών της μεταφοράς ενέργειας.

Για παράδειγμα, η παροχή αιολικής ενέργειας είναι μεγαλύτερη τις νύχτες του χειμώνα, όταν η ζήτηση είναι χαμηλή, και χαμηλότερη το καλοκαίρι, όταν η ζήτηση είναι ψηλότερη. Ο άνεμος είναι επίσης πιο άφθονος μακριά από περιοχές όπου ζουν και καταναλώνουν ηλεκτρική ενέργεια οι άνθρωποι, πράγμα που συνεπάγεται πρόσθετα κόστη μεταφοράς του ηλεκτρισμού στους καταναλωτές. Τουλάχιστον, η παραγωγή ηλιακής ενέργειας είναι μεγάλη κατά τις περιόδους κορύφωσης της ζήτησης τα απογεύματα του καλοκαιριού. Τόσο όμως η ηλιακή, όσο και η αιολική ενέργεια δεν είναι μεταφερόμενες, δηλαδή η παραγωγή τους δεν μπορεί να μεταβληθεί κατά βούληση προς τα πάνω ή προς τα κάτω.

Μέχρι να καταστεί διαθέσιμη η μεταφερόμενη πράσινη ενέργεια που θα είναι ανταγωνιστική ως προς το κόστος της, οι ανανεώσιμες πηγές παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας απαιτούν υποστηρικτική συμβατική παραγωγή. Καθώς ο ήλιος κάποτε δύει και ο άνεμος κοπάζει, η παραγωγή ενέργειας από φυσικό αέριο που μπορεί να κυμανθεί κατά βούληση (συχνά σε σύντομο χρονικό διάστημα) πρέπει να είναι διαθέσιμη ως εναλλακτική. Τα σταθερά και κυμαινόμενα κόστη της εναλλακτικής αυτής θα πρέπει να καταβάλλονται από κάποιον. Αυτά τα κρυφά κόστη πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον οποιονδήποτε υπολογισμό της «ανταγωνιστικότητας κόστους».

Οι μελλοντικές τεχνολογικές καινοτομίες, όπως οι αποδοτικότερες μπαταρίες για την αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας και οι αποδοτικότερες πηγές μεταφερόμενης ηλιακής ενέργειας, μπορεί να κάνουν την πράσινη ενέργεια μια καλύτερη εναλλακτική των συμβατικών γεννητριών. Προς το παρόν όμως, χωρίς την παρέμβαση των κυβερνήσεων, η πράσινη ενέργεια δεν είναι ανταγωνιστική.

--

Ο Peter Van Doren είναι υπεύθυνος έκδοσης του τριμηνιαίου επιστημονικού περιοδικού Regulation και ειδικός στα ρυθμιστικά πλαίσια για τις οικίες, τη γη, την ενέργεια, το περιβάλλον, τις μεταφορές και την εργασία.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 26 Ιουλίου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ «Μάρκος Δραγούμης».