Δικαιολογείται ποτέ η «κερδοσκοπία»;

Δικαιολογείται ποτέ η «κερδοσκοπία»;

Του Julian Jesso

 Δεδομένου του ότι το «κέρδος» φαίνεται να είναι σήμερα μια κακή λέξη, δεν αποτελεί έκπληξη πως το κατηγορηθεί κανείς για «κερδοσκοπία» κατά τη διάρκεια μιας κρίσης είναι ό,τι χειρότερο. Υπάρχουν όμως κάποιες περιστάσεις όπου η αύξηση των τιμών ως αποτέλεσμα μιας εξαιρετικά υψηλής ζήτησης μπορεί και να είναι κάτι καλό.

Εξ ορισμού, η «κερδοσκοπία» δύσκολα δικαιολογείται καθώς ο όρος αναφέρεται συγκεκριμένα στην αποκόμιση κέρδους με τρόπους που οι περισσότεροι άνθρωποι θα θεωρούσαν ανήθικους. Αυτό συνήθως περιλαμβάνει την αύξηση των τιμών για την εκμετάλλευση ελλείψεων σε αγαθά και υπηρεσίες πρώτης ανάγκης σε περιόδους πολέμου ή επιδημίας. Υπό αυτό τον ορισμό, δυσκολεύομαι κι εγώ να βρω κάτι θετικό να πω.

Παρ' όλα αυτά, η ευελιξία των τιμών και το κίνητρο του κέρδους επιτελούν και κοινωνικώς επωφελείς ρόλους. Πρώτα απ΄όλα, η αύξηση των τιμών ως αντίδραση στην αύξηση της ζήτησης στέλνει ένα σαφές μήνυμα στην αγορά - στους παραγωγούς, τους καταναλωτές και στο κράτος - ότι κάτι είναι αντιμετωπίζει ελλείψεις. Αυτό συχνά μπορεί ήδη να είναι προφανές, καθώς μπορούμε να δούμε τα άδεια ράφια. Άλλες φορές όμως μπορεί να μην είναι.

Η προοπτική ενός μεγαλύτερου κέρδους με υψηλότερες τιμές παρέχει επίσης κι ένα επιπλέον κίνητρο στους παραγωγούς και τους λιανοπωλητές να αυξήσουν την προσφορά. Σε κάποιες περιπτώσεις, μπορεί να είναι και απαραίτητο να αυξηθούν οι τιμές απλώς και μόνο για να καλυφθούν τα επιπλέον κόστη της γρήγορης αύξησης της παραγωγής, ή για να καλυφθούν, μέσω την συγκεκριμένων αγαθών και υπηρεσιών, οι ζημιές στα έσοδα από άλλα προϊόντα που, για τον οποιονδήποτε λόγο, ένα κατάστημα δεν μπορεί πλέον να πουλά. Ούτως ή άλλως, οι υψηλότερες τιμές μπορεί να είναι κυριολεκτικά το τίμημα που πρέπει να καταβληθεί προκειμένου να διασφαλιστεί ότι θα καλυφθεί η έκτακτη ζήτηση.

Στο μεταξύ, οι υψηλότερες τιμές είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος για την κατανομή προϊόντων και υπηρεσιών που βρίσκονται σε έλλειψη. Ομολογουμένως, αυτό θα ωφελήσει περισσότερο εκείνους τους καταναλωτές που είναι τόσο πρόθυμοι, όσο και ικανοί να πληρώσουν τις υψηλότερες τιμές. Μπορεί να είναι κοινωνικώς επιθυμητό να τεθούν όρια στις ποσότητες αγοράς (για παράδειγμα, όχι πάνω από τρία πακέτα ζυμαρικών ανά καταναλωτή), ή να ελεγχθεί η πρόσβαση με κάποιον άλλο τρόπο (ειδικά ωράρια εξυπηρέτησης των ηλικιωμένων ή του ιατρικού και νοσηλευτικου προσωπικού). Όμως και ο έλεγχος της κατανομής μέσω τιμών μπορεί να είναι κοινωνικώς επωφελής, ιδίως για είδη όχι πρώτης ανάγκης, αλλά και καθιστώντας απαγορευτικά ακριβό το να αγοράσει κανείς υπερβολικές ποσότητες λόγω πανικού. (Έχω γράψει περισσότερα για τις αγορές πανικού εδώ).

Κάποια όχι εντελώς υποθετικά παραδείγματα από τον «πραγματικό κόσμο» μπορεί να βοηθήσουν στη διασάφηση αυτών των σημείων.

Στο ένα άκρο, είναι δύσκολο να δει κανείς με συμπάθεια κάποιον που αγοράζει υπερβολικές ποσότητες απολυμαντικών χεριών, τα αποθηκεύει σπίτι του και στη συνέχεια πάει να τα πουλήσει σε φουσκωμένες τιμές στο Amazon. Στην πράξη αυτό δεν προσθέτει τίποτα στην παροχή των απολυμαντικών και απλώς επιτρέπει σε κάποιον να αποκομίσει υπερβολικά κέρδη εις βάρος άλλων. Το ίδιο θα ίσχυε και σε ένα μπακάλικο που θα ξεπουλούσε το στοκ του σε χαρτί τουαλέτας σε τιμές 10 λιρών το κομμάτι. 

Ένα δυσκολότερο παράδειγμα θα ήταν ένα κατάστημα ειδών άθλησης που χρεώνει υψηλότερες από τις συνήθεις τιμές για αθλητικό εξοπλισμό, όπως σχοινάκια, χαλάκια για γιόγκα και στατικά ποδήλατα. Αυτή η συμπεριφορά φαίνεται ευκολότερο να υποστηριχθεί, τουλάχιστον σε μένα. Μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό οι άνθρωποι που πλέον υποχρεώνονται να μείνουν σπίτι να έχουν πρόσβαση στα μέσα που θα τους κρατήσουν γυμνασμένους. Αυτά τα αγαθά όμως συνήθως δεν θεωρούνται πρώτης ανάγκης. Ακόμη και αυτή την εβδομάδα, το 88% των απαντησάντων σε μια έρευνα του YouGov δήλωσαν ότι δεν θεωρούν την πώληση αθλητικών ειδών μια υπηρεσία πρώτης ανάγκης, έναντι ενός μόλις 5% που έχει αντίθετη άποψη.

Ακόμη, η αύξηση των τιμών μπορεί να συμβάλλει και στην ενθάρρυνση της αύξησης της προσφοράς, και να διασφαλίσει έτσι ότι περισσότεροι άνθρωποι όντως μπορούν να αποκτήσουν αυτά τα οφέλη για την υγεία τους. Μπορεί να είναι επίσης εύλογο ένας πωλητής να αυξήσει τις τιμές σε κάποια είδη για να αντισταθμίσει τη χαμηλότερη ζήτηση για κάποια άλλα, και να παραμείνει έτσι ανοιχτός, προστατεύοντας θέσεις εργασίας και εισοδήματα.

Μπορεί επίσης να υπάρχουν και κάποιες πολύτιμες σταθμίσεις ακόμη και για τα πιο απαραίτητα αγαθά. Ας φανταστούμε ότι μια αύξηση 10% στις τιμές λιανικής πώλησης των ζυμαρικών και των χαρτιών υγείας θα επαρκούσε για να διασφαλίσει αρκετή προσφορά αυτών των αγαθών για όλους κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσης, με τα φτωχότερα νοικοκυριά να λαμβάνουν έκτακτη οικονομική υποστήριξη για να καλύψουν το κοστος. Θα ήταν άραγε εύλογο να αντιταχθεί κανείς σ? αυτή την προοπτική, μόνο και μόνο επειδή μπορεί να συνεπάγεται υψηλότερα κέρδη για κάποιες επιχειρήσεις;

Εν κατακλείδι, υποστηρίζω εδώ μια σχετικά πραγματιστική προοπτική. Αν μια πράξη φαίνεται εντελώς απαράδεκτη - όπως το να χρεώνεται ένα ρολό χαρτί υγείας 10 λίρες - τότε πιθανότατα είναι όντως. Σε πολλές όμως άλλες περιπτώσεις, οι αυξήσεις των τιμών και η αναζήτηση του κέρδους μπορεί να είναι μέρος της λύσης του προβλήματος των ελλείψεων, καθώς και μια λογική επιχειρηματική αντίδραση σ? αυτό.

Σήμερα, όπως και πάντα, οι συνήθειες μηχανισμοί της ελεύθερης αγοράς, μπορούν να μας βοηθήσουν να παράγουμε επιθυμητά αποτελέσματα. Η αγορά σίγουρα μας δίνει πολύ λίγα, ή και καθόλου παραδείγματα, όπου μια σοσιαλιστική, σχεδιασμένη οικονομία πέτυχε καλύτερες επιδόσεις.

Ο Julian Jessop είναι οικονομολόγος και στέλεχος του ΙΕΑ.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 11 Ιουνίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.