Λος Άντζελες το νέο πεδίο της αμερικανικής διχοτόμησης

Η Αμερική βρίσκεται για άλλη μια φορά μπροστά σε έναν καθρέφτη που δεν κολακεύει κανέναν. Οι ταραχές στο Λος Άντζελες, πυροδοτημένες από τις εφόδους της ICE και την έντονη αντίδραση τοπικών κοινοτήτων, αποκάλυψαν όχι μόνο μια κρίση νόμου και τάξης, αλλά και μια βαθιά πολιτισμική ρήξη. Από τη μία, η προοδευτική Αμερική, με τις «πόλεις καταφύγια μεταναστών» και μια πολιτική που δίνει έμφαση στην προστασία των μεταναστών, νόμιμων ή μη. Από την άλλη, η Αμερική του κινήματος MAGA, με την επιμονή για αυστηρή εφαρμογή του δόγματος νόμος και τάξη, με την εκπεφρασμένη πρόθεση να ανατρέψει όσα θεωρεί ως συνέπειες της παρακμής του κατεστημένου.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να καλέσει την Εθνοφρουρά δεν ήταν απλώς επιχειρησιακή. Ήταν πολιτική. Από τη δική του σκοπιά, το κράτος έχει υποχρέωση να προστατεύσει ομοσπονδιακή ιδιοκτησία, να εγγυηθεί την ασφάλεια και να εφαρμόσει τον νόμο ακόμη και όταν τοπικές αρχές επιλέγουν να διαφοροποιηθούν. Οι επιχειρήσεις απέλασης, πυλώνας της προεκλογικής του ατζέντας, αποτελούν γι’ αυτόν ζήτημα αξιοπιστίας και κυριαρχίας. Αν δεν μπορέσει να τις υλοποιήσει, όχι μόνο θα έχει ηττηθεί πολιτικά, αλλά θα έχει επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό των αντιπάλων του ότι οι υποσχέσεις του δεν έχουν αντίκρισμα στην πράξη. Αν δε, κάνει πίσω στην Καλιφόρνια, οι πιθανότητες να υλοποιήσει τις προεκλογικές του δεσμεύσεις σε άλλες πολιτείες σχεδόν εκμηδενίζεται.

Από την άλλη πλευρά, ο κυβερνήτης Γκάβιν Νιούσομ βλέπει το θέμα εντελώς διαφορετικά. Για εκείνον, η ανάπτυξη της Εθνοφρουράς δεν είναι θεσμική παρέμβαση, αλλά υπέρβαση εξουσίας. Η πολιτεία της Καλιφόρνιας, με μια κοινωνία ποικιλόμορφη και ιστορικά πιο φιλική προς τους μετανάστες, αντιμετωπίζει τις μαζικές επιχειρήσεις απέλασης ως απειλή για τη συνοχή και την ηθική της ταυτότητα. Η απροθυμία του Νιούσομ να συνεργαστεί με τις ομοσπονδιακές αρχές δεν πηγάζει από απλή αντίδραση, αλλά από μια σταθερή πολιτική άποψη ότι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια προηγείται της θεσμικής πειθαρχίας. Αυτή η στάση, όμως, εκ των πραγμάτων, δοκιμάζει τα όρια της ομοσπονδιακής συνοχής.

Όμως, η μεταξύ τους σύγκρουση δεν είναι μόνο θεσμική. Είναι και συμβολική. Δύο πολιτικά πρόσωπα με ισχυρές βάσεις σε αντίθετες πλευρές του εκλογικού χάρτη, δρουν συνεπώς όχι μόνο με γνώμονα το παρόν, αλλά και το 2028. Η Αμερική του MAGA χρειάζεται να δείξει στους ψηφοφόρους ότι μπορεί να “πάρει πίσω τον έλεγχο” από την αθρόα λαθρομετανάστευση που έλαβε χώρα κατά τη θητεία Μπάιντεν. Ο Νιούσομ, από τα φαβορί για το χρίσμα των δημοκρατικών για την προεδρία, χρειάζεται να αποδείξει στο δικό του ακροατήριο ότι η Καλιφόρνια δεν υποχωρεί μπροστά σε αυτό που περιγράφει ως αυθαίρετη καταστολή.

Το αποτέλεσμα είναι μια Αμερική διχασμένη όχι μόνο ιδεολογικά, αλλά και πολιτισμικά. Η μία πλευρά βλέπει την επιβολή του νόμου ως προϋπόθεση για την κοινωνική τάξη και την εθνική κυριαρχία. Η άλλη θεωρεί ότι χωρίς ανθρωπιά και ανεκτικότητα, η νομιμότητα μετατρέπεται σε καταναγκασμό. Δεν πρόκειται απλώς για κομματικές διαφορές. Πρόκειται για δύο κοσμοθεωρίες που συγκρούονται στον δημόσιο χώρο, για δύο διαφορετικά αξιακά συστήματα που αδυνατούν πια να μοιραστούν την ίδια πολιτική γλώσσα.

Ακριβώς γι’ αυτό, τα γεγονότα στο Λος Άντζελες σηματοδοτούν κάτι ευρύτερο: την εξέλιξη αυτής της διπλής Αμερικής από πολιτική διαφωνία σε πολιτισμική σύγκρουση. Αν καμία πλευρά δεν επιδείξει αυτοσυγκράτηση, όλα παραμένουν ανοιχτά. Όμως η αμερικανική δημοκρατία έχει δοκιμαστεί ξανά, και μάλιστα σκληρότερα. Η σύγκρουση – όσο επώδυνη κι αν είναι – αποτελεί τον τρόπο με τον οποίο η Αμερική επαναπροσδιορίζει τον εαυτό της. Και κάθε φορά, καταφέρνει να βγει πιο σταθερή, πιο συνεκτική, πιο συνειδητή για το τι σημαίνει πραγματικά να είσαι ενωμένος μέσα στη διαφορά.