Η γοητεία του ΣΥΡΙΖΑ Αμερικής

Η νίκη του Ζόραν Μαμντανί στις δημοτικές εκλογές της Νέας Υόρκης πανηγυρίστηκε στην Ελλάδα σχεδόν με ανακούφιση. Σύσσωμη η αριστερή και προοδευτική ελίτ έσπευσε να επικροτήσει το αποτέλεσμα. Όχι γιατί τους αφορά η Νέα Υόρκη – δεν πήγαν ποτέ και ούτε πρόκειται. Αλλά γιατί η νίκη του Μαμντανί επιτρέπει στους εγχώριους φίλους του ΣΥΡΙΖΑ και της πολιτικής ορθότητας να νιώσουν λίγο από τη «λάμψη» ενός νεο - σοσιαλιστικού αφηγήματος, ενώ ταυτόχρονα κάνουν το αγαπημένο τους σπορ: virtue signalling κατά του Τραμπ.

Η χαρά τους είναι απολύτως εξηγήσιμη. Οι Δημοκρατικοί στις ΗΠΑ δεν είναι πια το κόμμα του Μπιλ Κλίντον ή του Τζο Λίμπερμαν. Έχουν εξελιχθεί στον ΣΥΡΙΖΑ της Αμερικής – και μάλιστα χωρίς την ελληνική αμηχανία για τις λέξεις «σοσιαλισμός» και «κρατισμός». Το ότι ο Κουόμο, τον οποίο κέρδισε ο Μαμντανί, ήταν επίσης Δημοκρατικός, δεν φαίνεται να απασχολεί κανέναν. Σημασία έχει το αφήγημα: περισσότερη προοδευτικότητα, περισσότερη ιδεολογία, περισσότερη σύγκρουση με την πραγματικότητα.

Το πρόβλημα, φυσικά, δεν είναι το να μην εφαρμόσει ο Μαμντανί τη ριζοσπαστική του ατζέντα. Το πρόβλημα, για τους πολίτες της Νέας Υόρκης, είναι το να καταφέρει να τις εφαρμόσει. Το έχουμε ξαναδεί αυτό το έργο. Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ του 2015 άρχισε να εφαρμόζει – έστω για λίγο – το πρόγραμμά του, οι επιπτώσεις ήταν καταστροφικές. Το ίδιο θα συμβεί στη Νέα Υόρκη αν ο Μαμντανί καταφέρει να υλοποιήσει όσα υπόσχεται. Μετά την καταστροφική θητεία του Ντε Μπλάζιο, η πόλη έχει ήδη χάσει πάνω από 1 τρισεκατομμύριο δολάρια σε επιχειρηματικό κεφάλαιο που μετακόμισε κυρίως στη Φλόριντα και σε άλλες πολιτείες με φιλικότερο επιχειρηματικό περιβάλλον. Το ρεπορτάζ από τη Νέα Υόρκη δείχνει ότι αυτή τη φορά η φυγή μπορεί και να είναι μεγαλύτερη.  

Ας δούμε επίσης και την υπόσχεση Μαμντανί για πάγωμα των ενοικίων σε μια πόλη όπου ήδη εφαρμόζεται καθεστώς ελεγχόμενων ενοικίων. Η πρότασή του είναι εγγυημένη συνταγή γκετοποίησης. Όταν ο ιδιοκτήτης ξέρει ότι δεν μπορεί να αυξήσει το ενοίκιο ούτε καν με τον πληθωρισμό, σταματά να επενδύει. Οι πολυκατοικίες υποβαθμίζονται, οι γειτονιές φθίνουν, και η Νέα Υόρκη θα κινδυνεύει να επιστρέψει στις σκοτεινές δεκαετίες του ’70 και του ’80. Δεν χρειάζεται φαντασία. Ιστορική μνήμη χρειάζεται, όμως αυτή σπανίζει στους κύκλους των σοσιαλιστών. 

Το ενδιαφέρον όμως των εκλογών της Τρίτης μπορεί να επικεντρώθηκε στον Μαμντανί, όμως τα σημαντικά εκλογικά νέα των ΗΠΑ ήρθαν από αλλού: Νιου Τζέρσι και Βιρτζίνια. Πολιτείες που τα τελευταία χρόνια μεν γέρνουν προς τους Δημοκρατικούς, αλλά παραμένουν αμφίρροπες. Εκεί, οι μετριοπαθείς Δημοκρατικοί υποψήφιοι κέρδισαν με άνεση. Όχι γιατί φώναξαν για «κατάργηση της αστυνομίας» ή «φεμινισμό για το κλίμα», αλλά γιατί μίλησαν για τα προβλήματα που καίνε τον μέσο πολίτη: ασφάλεια, ακρίβεια, υγειονομική περίθαλψη. Και φυσικά, κατά του Τραμπ – αλλά χωρίς να μοιάζουν με καρικατούρες.

Το πρόβλημα με τους σημερινούς Δημοκρατικούς δεν είναι ότι έχουν πολιτικούς σαν τον Μαμντανί. Το πρόβλημα είναι ότι ακούν μόνο αυτούς. Ο Σάντερς, η Οκάσιο Κορτέζ, τώρα ο Μαμντανί, είναι όλοι σύμβολα ενός πολιτικού χώρου που γοητεύει τους απογοητευμένους και τους φοβισμένους αλλά όταν αναλαμβάνει την εξουσία αποτυγχάνει. Και όταν αποτυγχάνει, πάντα φταίνε οι άλλοι: ο Τραμπ, τα μέσα ενημέρωσης (όχι τα δικά τους), η «άγνοια» του λαού ή η Μέρκελ, το ΔΝΤ, και ο νεοφιλελευθερισμός.

Μετά τις αντιδράσεις των Δημοκρατικών στο άκουσμα της νίκης Μαμντάνι, οποιοσδήποτε Ρεπουμπλικανός ελπίζει να διατηρήσει το κόμμα του την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων του χρόνου και την προεδρία σε 3 χρόνια, σίγουρα τρίβει τα χέρια του.