Φέτος το καλοκαίρι, κατά τη διάρκεια των διακοπών μου, παρατήρησα κάτι επαναλαμβανόμενο -και εξοργιστικό. Κάθε φορά που προσπαθούσα να αφήσω φιλοδώρημα μέσω POS, οι εργαζόμενοι το αρνούνταν. Ευγενικά μεν, κατηγορηματικά δε. Κάποιοι χαμογελούσαν αμήχανα. Άλλοι ψιθύριζαν ότι «δεν θα το πάρουν ποτέ». Στην αρχή το θεώρησα σύμπτωση. Μετά το συνειδητοποίησα: το φιλοδώρημα έχει περάσει στα χέρια της εφορίας.
Η νέα ρύθμιση της κυβέρνησης ορίζει ότι τα φιλοδωρήματα μέσω POS είναι αφορολόγητα μέχρι τα 300 ευρώ μηνιαίως και απαλλάσσονται από ασφαλιστικές εισφορές. Όλα δείχνουν νοικοκυρεμένα. Όμως στην πράξη, το μόνο που κατάφεραν είναι να στραγγαλίσουν μια αυθόρμητη πράξη ανθρώπινης ανταπόδοσης.
Το φιλοδώρημα δεν είναι εισόδημα. Δεν είναι μισθός. Είναι ένας τρόπος να πεις «μπράβο» σε κάποιον που έκανε το κάτι παραπάνω. Μια πράξη αναγνώρισης, όχι μια τυπική συναλλαγή. Και ακριβώς γι’ αυτό έχει αξία: επειδή δεν προϋπολογίζεται, δεν συμψηφίζεται, δεν καταγράφεται.
Με τη νέα ρύθμιση, το POS παρεμβάλλεται ανάμεσα στον πελάτη και τον εργαζόμενο -και μαζί του παρεμβαίνει και το κράτος. Στην πράξη, τα φιλοδωρήματα μέσω POS περνούν πρώτα από την επιχείρηση. Καταγράφονται ως «έσοδα», απαιτούν επιμερισμό, προκαλούν επιπλέον λογιστικές υποχρεώσεις, και δημιουργούν αβεβαιότητα. Ο υπάλληλος δεν γνωρίζει αν, πότε και πόσα από αυτά τα χρήματα θα φτάσουν τελικά στην τσέπη του.
Και μόλις ξεπεράσει τα 300 € τον μήνα, αρχίζει και η φορολόγηση. Το «ευχαριστώ» φορολογείται. Το «μπράβο» παρακρατείται. Και κάπου εκεί, η αποδοχή του φιλοδωρήματος μετατρέπεται σε γραφειοκρατικό ρίσκο.
Γι’ αυτό οι περισσότεροι υπάλληλοι προτιμούν να το αρνηθούν. Όχι, επειδή δεν το θέλουν. Αλλά επειδή το σύστημα τους αποθαρρύνει. Αντί για ανταμοιβή, το φιλοδώρημα γίνεται λογιστική ταλαιπωρία. Αντί για αναγνώριση, γίνεται φόρμα και έλεγχος.
Αυτό το παράδειγμα είναι ενδεικτικό ενός μεγαλύτερου προβλήματος: το κράτος αντιμετωπίζει κάθε ανθρώπινη πράξη ως εν δυνάμει φορολογικό αντικείμενο. Δεν εμπιστεύεται τους πολίτες ούτε στις πιο μικρές τους συναλλαγές. Θέλει να ελέγχει τα πάντα. Να καταγράφει τα πάντα. Να φορολογεί τα πάντα.
Όμως το φιλοδώρημα δεν είναι φορολογική ύλη. Είναι αυθόρμητη ανταμοιβή. Είναι αυτό που ο Bastiat θα αποκαλούσε «ο αθέατος δεσμός» ανάμεσα σε προσφορά και αναγνώριση. Μια κοινωνική πράξη που λειτουργεί έξω από τη λογική των νόμων και των συντελεστών.
Όσο το κράτος προσπαθεί να θεσμοποιήσει το φιλοδώρημα, τόσο περισσότερο το σκοτώνει. Και όσο πιο πολύ φορολογεί τη γενναιοδωρία, τόσο περισσότερο ενισχύει την καχυποψία. Οι εργαζόμενοι αποθαρρύνονται. Οι πελάτες απογοητεύονται. Και η αγορά χάνει ένα από τα λίγα αυθεντικά της αντανακλαστικά.
Αν το κράτος θέλει να περιορίσει τη φοροδιαφυγή, ας ξεκινήσει από τα μεγάλα. Όχι, από τα δύο ευρώ του καφέ. Το να κυνηγάς φιλοδωρήματα δεν είναι δημοσιονομική στρατηγική. Είναι πολιτισμική ένδεια.
Διότι η ελευθερία, όπως και η γενναιοδωρία, δεν μπαίνει σε POS.