Καρολίνα Μέρμηγκα: Υπάρχουν χίλιοι τρόποι να διηγηθείς την πιο γνωστή ιστορία του κόσμου και λέγονται λογοτεχνία

Καρολίνα Μέρμηγκα: Υπάρχουν χίλιοι τρόποι να διηγηθείς την πιο γνωστή ιστορία του κόσμου και λέγονται λογοτεχνία

«Εμμονή μου (αλλά ίσως και κάθε μυθιστοριογραφίας), το μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης. Η φρικτή τυχαιότητα της ζωής, η κοινοτοπία όσων μας βασανίζουν αλλά και το μεγαλείο τους. Τελευταία συνειδητοποιώ ότι χρειάζομαι ένα είδος έρωτα για το αντικείμενό μου, αλλιώς δεν θα προχωρήσει. Και ο έρωτας είναι, όπως γνωρίζουμε, εμμονή. Ως προς την “τεχνική”, πιστεύω ότι το υλικό της ιστορίας που θέλεις να πεις καθορίζει και τον τρόπο που θα την πεις (μ’ αυτό δεν συμφωνούν όλοι). Γι’ αυτό εξ άλλου είναι κάποιες φορές τόσο δύσκολο να βρω αυτόν τον τρόπο, έτσι ώστε η ιστορία μου να ηχεί, τουλάχιστον σ’ εμένα, σωστά. Δηλαδή αληθινά.»

Η Καρολίνα Μέρμηγκα με τα εξής βιβλία στο λογοτεχνικό της παρελθόν, «Ερωτευμένες», Εστία 2005, «Σήμερα δεν θα πεθάνω», Μελάνι 2010, «Συγγενής», Μελάνι 2013, «Ο Έλληνας γιατρός», Μελάνι 2016, «Κάτι κρυφό μυστήριο» Μελάνι 2019 και «Δέκατος χρόνος» Αλεξάνδρεια 2021 και πολλές μεταφραστικές δουλειές ["Το "Επαχθες" Χρέος της Ελλάδας" του J. Manolopoulos, Μελάνι 2012, "Η δεύτερη ευκαιρία του Χένρυ Τζέημς", Μελάνι 2014, "Η μικρή κομμουνίστρια που δεν χαμογελούσε ποτέ", Μελάνι 2019], αναφέρεται στις εμμονές της μιλώντας μας στο Liberal.gr και μας ανοίγει το λογοτεχνικό της εργαστήρι.

«Ανήκω στη γενιά που διάβαζε πολύ γιατί δεν υπήρχε τίποτα άλλο να κάνουμε», μας εκμυστηρεύεται. «Οι αναμνήσεις μου όλες είναι μουσκεμένες μέσα στις σελίδες κάποιου βιβλίου, και γι’ αυτό δεν μπορώ να πω ποιο με εντυπωσίασε πιο πολύ. Και τότε διαβάζαμε λογοτεχνία, δεν υπήρχε δηλαδή διαχωρισμός «εφηβικό», νεανικό κλπ. Επίσης τότε τα παραμύθια μας ήταν τα κλασικά, δηλαδή πάρα πολύ βίαια, απειλητικά, τρομακτικά. Θυμάμαι βιβλία που με γέμιζαν με αγωνία και ανασφάλεια (όπως λ.χ. το «Χωρίς Οικογένεια» του Εκτόρ Μαλό, που έκανε πολλούς από εμάς να πιστεύουμε ότι είμαστε υιοθετημένοι, όσο κι αν ορκίζονταν οι γονείς μας για το αντίθετο). Διάβαζα ό,τι έβρισκα στη βιβλιοθήκη του σπιτιού μου, από Πηνελόπη Δέλτα μέχρι τον «Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι», για έρωτα, πόλεμο, σεξ, κακία, αθλιότητα, αδικία. Άλλα μ’ άρεσαν κι άλλα όχι, όμως ακόμα κι αν δεν το καταλάβαινα τότε, ήσαν σχεδόν όλα γραμμένα υπέροχα. Άρα μπορώ σήμερα να πω ότι τη ζωή μου την άλλαξε η μαγεία της καλής γραφής. Και ξαναγυρνάω σε πάρα πολλά από αυτά τα βιβλία, τα διαβάζω ξανά και ξανά για να βρω ασφάλεια και παρηγοριά –και τις εννοώ αυτές τις λέξεις».

Κυρία Μέρμηγκα, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Τελετουργία γραφής δεν έχω. Ούτε ωράριο (δυστυχώς) ούτε συγκεκριμένο μέρος. Υπάρχει ένα τραπέζι μ’ ένα βουνό από τα βιβλία αναφοράς που χρειάζομαι και που με κοιτάνε παραπονεμένα καθώς τα στριφογυρίζω και τα αποφεύγω γιατί με κουράζουν, με βαραίνουν. Θα ήθελα να χρειάζομαι μόνο τη σκέψη μου και τα πλήκτρα του υπολογιστή μου.

Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Τα τελευταία χρόνια γράφω για ιστορίες «γνωστές». Αισθάνομαι ότι είναι τόσο ευφάνταστα και συναρπαστικά πολλά που έχουν γίνει στην πραγματικότητα, που δεν χρειάζεται να επινοήσω τίποτα. Είναι εκεί, δεξαμενές όπου μ’ αρέσει να βυθίζομαι και να τις αφηγούμαι ξανά, με το δικό μου τρόπο. Επομένως υπ’ αυτή την έννοια ναι, έχω και εικόνες και φράσεις, και υπάρχει ένα δεδομένο πλαίσιο. Αλλά η αρχή και το τέλος μιας αφήγησης (και όλα τα ενδιάμεσα) εξαρτώνται από τον αφηγητή: υπάρχουν χίλιοι τρόποι να διηγηθείς την πιο γνωστή ιστορία του κόσμου, και λέγονται λογοτεχνία.

Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Παλιά, όταν τα παιδιά μου ήταν μικρά κι εγώ δούλευα πολλές ώρες μέσα στη μέρα, έγραφα τα βράδια στην κουζίνα –μπορεί να υπήρχε και κάποια κατσαρόλα στη φωτιά. Αργότερα έγραψα ένα βιβλίο για τον παππού μου1 που δεν επρόκειτο να είναι για τον παππού μου, δεν το παραδεχόμουν και το φοβόμουν, αλλά βέβαια όπως όλα τα βιβλία αυτό ακολούθησε το δικό του δρόμο. Καθημερινά λοιπόν για περίπου τρία χρόνια έριχνα ανήσυχες ματιές στο πορτρέτο του στον τοίχο για να τσεκάρω αν είχε αλλάξει η έκφρασή του, αν έμοιαζε εξοργισμένος με εμένα -όπως πίστευα ότι μου άξιζε να είναι.

Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Εμμονή μου (αλλά ίσως και κάθε μυθιστοριογραφίας), το μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης. Η φρικτή τυχαιότητα της ζωής, η κοινοτοπία όσων μας βασανίζουν αλλά και το μεγαλείο τους. Τελευταία συνειδητοποιώ ότι χρειάζομαι ένα είδος έρωτα για το αντικείμενό μου, αλλιώς δεν θα προχωρήσει. Και ο έρωτας είναι, όπως γνωρίζουμε, εμμονή. Ως προς την «τεχνική», πιστεύω ότι το υλικό της ιστορίας που θέλεις να πεις καθορίζει και τον τρόπο που θα την πεις (μ’ αυτό δεν συμφωνούν όλοι). Γι’ αυτό εξ άλλου είναι κάποιες φορές τόσο δύσκολο να βρω αυτόν τον τρόπο, έτσι ώστε η ιστορία μου να ηχεί, τουλάχιστον σ’ εμένα, σωστά. Δηλαδή αληθινά.

Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Ένα «κουκούτσι». Κάτι που φαίνεται αλλά δεν λέγεται, κάποιο σκουληκάκι μέσα στο ωραίο κατακόκκινο μήλο ή αντίθετα μια ομορφιά που κρύβεται μέσα σε ένα πληγωμένο, πονεμένο τοπίο. Κάτι που υπάρχει από κάτω και δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα εξηγηθεί. Τα τελευταία χρόνια επίσης με απασχόλησε (δηλαδή με γοήτευσε) η ιδέα του ήρωα, που είναι σύνθετη και δεν σημαίνει μόνον «ηρωισμό»: ο ήρωας, από τα βάθη του χρόνου ως σήμερα, κουβαλάει μέσα του βαθιές και κρυμμένες αντιφάσεις και μυστήρια, η πορεία του μοιάζει προκαθορισμένη (αυτό που λέμε «μοιραία») και είναι, σχεδόν πάντα, και αυτοκαταστροφικός. Η νοητή μου «ηρωική τριλογία» ολοκληρώθηκε, ίσως, με το τελευταίο μου βιβλίο.2 Πιστεύω όμως ότι πάντα, σε ό,τι κι αν γράψω, θα υπάρχει κάτι από αυτό το στοιχείο.

Και κάτι ακόμα: οι ιστορίες που γράφω είναι ιστορίες που θα ήθελα να μου τις έχουν διηγηθεί άλλοι, να τις είχα διαβάσει δηλαδή γραμμένες από κάποιον άλλο. Αλλά με τον τρόπο που θα τις ήθελα εγώ, που πιστεύω ότι τους «πρέπει». Για τον Καποδίστρια3, π.χ., ήθελα για χρόνια να διαβάσω ένα μυθιστόρημα που θα μου τον «έδινε», και δεν το έβρισκα. Ε, η συνέχεια γνωστή...

Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας…;

Πρέπει να τους ερωτευθώ. Από πριν, προτού καν καταπιαστώ μαζί τους. Ακούγεται παιδαριώδες, το ξέρω, αλλά δεν υπάρχει άλλος τρόπος να το περιγράψω, γιατί έτσι πάει: κάθε μέρα να ανυπομονώ να ξαναβρεθώ μαζί τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι αξιαγάπητοι, υπέροχοι, σπουδαίοι, ούτε καν ότι τους αγαπώ. Αλλά τους θέλω· θέλω να είμαι μαζί τους. Γι’ αυτό και συνήθως μετά την ολοκλήρωση της συγγραφής έρχεται η γνωστή μελαγχολία του αποχωρισμού.

Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;

Ο Αχιλλέας. Τον ήξερα όπως όλοι μας από τα σχολικά χρόνια, βούιζαν περίεργες άγνωστες λέξεις ολόγυρά του, είχε μια προβληματική φτέρνα, ήταν «φουσκωτός» και βίαιος, ήταν ο τελευταίος που φανταζόμουν ποτέ ότι θα με απασχολούσε. Και μετά, μεγάλη, ξαναδιάβασα την Ιλιάδα, δηλαδή τη διάβασα πραγματικά· και με άρπαξε από το λαιμό ο πόνος του (άχος σημαίνει οδύνη), η θλίψη του, ο θυμός του, η αγάπη του, η απελπισία, τα σπαρακτικά ανθρώπινα λόγια του. Μ’ έναν αλλόκοτο τρόπο αυτός ο «macho» ήρωας για 12χρονα αγοράκια όπως νόμιζα ότι ήταν ξεπήδησε ευαίσθητος κι ευάλωτος μέσα από τις λέξεις. Τραγικός. Δεν ήταν τρωτή η φτέρνα του αλλά εκείνος ολόκληρος, τρωτός και καταδικασμένος.

Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε; / Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;

Ανήκω στη γενιά που διάβαζε πολύ γιατί δεν υπήρχε τίποτα άλλο να κάνουμε. Οι αναμνήσεις μου όλες είναι μουσκεμένες μέσα στις σελίδες κάποιου βιβλίου, και γι’ αυτό δεν μπορώ να πω ποιο με εντυπωσίασε πιο πολύ. Και τότε διαβάζαμε λογοτεχνία, δεν υπήρχε δηλαδή διαχωρισμός «εφηβικό», νεανικό κλπ. Επίσης τότε τα παραμύθια μας ήταν τα κλασικά, δηλαδή πάρα πολύ βίαια, απειλητικά, τρομακτικά. Θυμάμαι βιβλία που με γέμιζαν με αγωνία και ανασφάλεια (όπως λ.χ. το «Χωρίς Οικογένεια» του Εκτόρ Μαλό, που έκανε πολλούς από εμάς να πιστεύουμε ότι είμαστε υιοθετημένοι, όσο κι αν ορκίζονταν οι γονείς μας για το αντίθετο). Διάβαζα ό,τι έβρισκα στη βιβλιοθήκη του σπιτιού μου, από Πηνελόπη Δέλτα μέχρι τον «Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι», για έρωτα, πόλεμο, σεξ, κακία, αθλιότητα, αδικία. Άλλα μ’ άρεσαν κι άλλα όχι, όμως ακόμα κι αν δεν το καταλάβαινα τότε, ήσαν σχεδόν όλα γραμμένα υπέροχα. Άρα μπορώ σήμερα να πω ότι τη ζωή μου την άλλαξε η μαγεία της καλής γραφής. Και ξαναγυρνάω σε πάρα πολλά από αυτά τα βιβλία, τα διαβάζω ξανά και ξανά για να βρω ασφάλεια και παρηγοριά –και τις εννοώ αυτές τις λέξεις.

Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;

Είναι πάρα, πάρα πολλοί. Όχι τόσο οι Έλληνες όμως –ο Τσίρκας με γοητεύει, και ο Διονύσιος Σολωμός με συγκινεί μέχρι το μεδούλι.

Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;

Είμαι σκληραγωγημένη να γράφω ενώ δίπλα μου γίνεται χαμός. Επίσης, σχεδόν πάντα υπάρχει μια γάτα που σκίζει κάτι που δεν θέλω να σκίσει. Ιδανικά βέβαια μ’ αρέσει η ησυχία.

Ναι, ξαναδιαβάζω βιβλία που αγαπώ για να κρατάω τον πυρήνα μου γερό, να μην ξεχνάω τι χρειάζομαι. Το πιο δύσκολο κομμάτι της γραφής είναι, για μένα, να μην χάσω αυτό που προσπαθώ να κάνω. Να αναμετριέμαι με τους καλύτερους, κι ας ξέρω ότι δεν τους φτάνω ποτέ, κι ας είναι ένας αγώνας χαμένος. Είναι τόσο εύκολο να αφεθούμε στην άνεση της αυτο-επιβράβευσης, και τόσο ολέθριο.

Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;

Όλες οι παραπάνω απαντήσεις μου ίσως εξηγούν (αν και δεν με καθησυχάζουν) γιατί, σήμερα, είμαι εγκλωβισμένη ανάμεσα σε ήρωες και ιστορίες που πασχίζω να καταλάβω αν τις θέλω και με θέλουν. Αν δηλαδή αξίζει να ειπωθούν. Κι αν εγώ μπορώ να τις πω. Άρα, περιμένω να έρθει ο έρωτας.

1. Ο Έλληνας Γιατρός, εκδ. Μελάνι, 2016.

2. Δέκατος Χρόνος, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2021.

3. Κάτι Κρυφό Μυστήριο, εκδ. Μελάνι, 2019.