«Ερωτελεστία» στο χαρτί

«Ερωτελεστία» στο χαρτί

Στους Ποδολάτρες (εκδ. Πατάκη) ο Σπύρος Μαντζαβίνος κατεβάζει το βλέμμα εκεί όπου συνήθως δε σταματά: στο φευγαλέο, το αθέατο. Κι από αυτή τη χαμηλή μικροκλίμακα, διαμορφώνει έναν κόσμο δικό του, όπου το φετίχ αναβαπτίζεται σε τελετουργία. Με ήσυχη προσήλωση, ο «γραφιάς» – με τη διττή ιδιότητα του συγγραφέα και χαράκτη – μοιράζεται το καλοκαίρι ένα λοξό, παιγνιώδες πεζογράφημα για την εμμονή και τον πόθο, έναν ύμνο στα γυναικεία πόδια.

Στη συνομιλία που ακολουθεί, ο γεννημένος το 1995 συγγραφέας και βραβευμένος σκηνοθέτης, που με τη συλλογή «Μνηστηροφονία και άλλες ιστορίες» (εκδ. Καστανιώτη, 2018) ήταν υποψήφιος για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού Κλεψύδρα, μιλά για την παρατήρηση ως πράξη αντίστασης και για την τέχνη ως μέσο που διευρύνει την ευαισθησία. Γιατί, όπως λέει, «η λατρεία του χαμηλού δεν είναι χυδαία· είναι ένας τρόπος να αναγνωρίσεις το ιερό μέσα στο κοινότοπο».

Η σεξουαλικότητα όπως την προσεγγίζεις δεν κραυγάζει, αλλά μοιάζει περισσότερο με παρατήρηση. Είναι αυτή η παρατήρηση μια μορφή αντίστασης στη φλυαρία του σώματος σήμερα;

Όντως κεντρικό ρόλο στους «ποδολάτρες» μου παίζει η ίδια η παρατήρηση∙ σε σημεία μπορώ να πω πως το βιβλίο μοιάζει με συρραφή χαϊ-κου που θεωρώ την τέχνη του βλέμματος, το σκύψιμο πάνω από το φαινομενικά «μικρό», στην ανατίμηση του «προφανούς». Η παρατήρηση ενέχει αφοσίωση, ιερότητα και συγκέντρωση, οπότε ναι, θα μπορούσαμε να πούμε πως εμπεριέχει και μια αντίσταση στη φλυαρία του σώματος, στην οποιαδήποτε φλυαρία της εικόνας που φλερτάρει με την κατανάλωση δίχως να αφήνει να βιωθούν η ουσία και το βάθος. 

Όταν μιλάς για φετίχ, στην ουσία μιλάς για απώλεια; Για μια μορφή απόλυτου έρωτα που ποτέ δεν σου επετράπη να βιώσεις αλλιώς;

Αυτή ακριβώς είναι η ψυχαναλυτική ερμηνεία του φετίχ. Αντίθετα, στους «ποδολάτρες» αποφεύγω αυτήν την ανάλυση και αντίστροφα προσπαθώ να βρω το «απόλυτο» στο «μερικό», το «υψηλό» στο «χαμηλό», το «ποιητικό» στο χαμερπές. Με ενδιαφέρει αυτή ακριβώς η αντιστροφή των πόλων με σκοπό μια νέα, πιο ρηξικέλευθη, ανατρεπτική οπτική. 

Στους «Ποδολάτρες» υπάρχει και μια πλευρά της λαϊκής ευσέβειας που κοιτάζει τα πόδια με ιερότητα. Είναι αυτή η συνάφεια που κάνει το φετίχ να μοιάζει με λειτουργία;

Αυτό που λες είναι υπέροχο και με τιμά πολύ. Ίσως, δεν είναι τυχαίο που για το βιβλίο επινόησα τη λέξη «ερωτελεστία»∙ ένας ύμνος στη γυναικεία ομορφιά δε θα μπορούσε παρά να την προσεγγίζει με ιερότητα και δέος. Αρνούμαι να δω αυτού του είδους τη λατρεία στους «ποδολάτρες» ως χυδαία, αντίθετα επιδιώκω να πετάξω τη χυδαιότητα έξω από αυτό το σύμπαν της λατρείας∙ και μόνο η λέξη «λατρεία» άλλωστε αγγίζει αυτήν τη θεία λειτουργία. Εν προκειμένω, ο ύμνος στο γυναικείο πέλμα μοιάζει με την ευσέβεια και τα δοξαστικά κείμενα των πιστών, και στο δικό μου κείμενο προσπαθώ να βρω τις κατάλληλες λέξεις για να εκφράσω αυτή την ιερότητα και το δέος, να υμνήσω και να δοξάσω.

Αν είχες την ευκαιρία να επιμεληθείς μια ανθολογία φετιχιστικών στιγμών της ελληνικής λογοτεχνίας, ποιοι θα είχαν θέση μέσα της;

Αποφεύγω την έννοια του «φετίχ» γιατί αισθάνομαι πως προσδίδει μία κλινική διάσταση στο ζήτημα και ταυτόχρονα γεννά ψευδοψυχαναλυτικές ερμηνείες που εγκλείουν το ζήτημα σε στεγανά. Για μένα το φετίχ αφορά στο «μικρό», το «χαμερπές» εκείνο που δεν παρατηρεί το αμύητο και αναίσθητο μάτι, που απαιτεί ευαίσθητες κεραίες για να το ανατιμήσεις και να το λατρέψεις. Υπό αυτό το πρίσμα πιστεύω πως ο μεγάλος Κωστής Παπαγιώργης  ασχολήθηκε με αυτό όπως του άρμοζε. Έγραψε για τα «μεγάλα» αλλά και τα «μικρά», για όλα εκείνα που «κανονικά δεν πρέπει να γράφουμε», όλα αυτά τα υποτίθεται «ανάξια λόγου». Για τη μέθη, για τα τραύματά του, για το γέλιο, τον ξυλοδαρμό. Όλα αυτά τα οποία οι ηθικολόγοι, οι πουριτανοί και οι αμύητοι φοβούνται να αντικρίσουν. 

Πιστεύεις πως οι «Ποδολάτρες» σου είναι ερωτική εξομολόγηση ή μια λίστα με αποχαιρετισμούς;

Μου αρέσει πολύ αυτή σου η ερμηνεία: όντως, στο βιβλίο πρωταγωνιστεί η θεματική της ανωνυμίας, της ανώνυμης περαστικής που διαβαίνει και σφηνώνεται στον νου, χωρίς η ίδια να το διανοείται. Το βλέμμα που διαρρηγνύει αυτή την ανωνυμία η οποία συνηθίζει να συνδέεται με την αδιαφορία, είναι εν τέλει στον πυρήνα της θεματικής των «ποδολατρών». Οι συνδέσεις της συμπάθειας και της έλξης που γεννά ένα πυρφόρο βλέμμα.

Η λατρεία για το γυναικείο πέλμα που αποτελεί και το αφηγηματικό όχημα του βιβλίου μου, είναι μια δική μου ερωτική εξομολόγηση. Πιστεύω ότι στην τέχνη τίποτε δεν αποβαίνει πιο οικουμενικό από την ενασχόληση με το πλέον «προσωπικό». Και εμένα μου είναι αδύνατον να γράψω οτιδήποτε που δε με αφορά, δεν είναι δικό μου∙ γράφω μόνο αυτοβιογραφικά και χωρίς στ’ αλήθεια να το επιδιώκω, μου είναι αδύνατον να αυτολογοκριθώ. Έτσι γεννήθηκαν οι «ποδολάτρες», προσπαθώντας κατ’ ουσίαν για άλλη μια φορά να μιλήσω για τον εαυτό μου και τις δικές μου εμμονές. Πιστεύω πως αυτή η εξομολόγηση εκτός από εμένα απελευθερώνει και τον αναγνώστη∙ απενεχοποιεί, σαρκάζει, αναλύει και κάνει «ποίηση» οτιδήποτε έχουμε μάθει να μην εκστομίζουμε, να κρύβουμε και να μας κάνει να ντρεπόμαστε. Κάθε καλλιτεχνική εξομολόγηση που καταφέρνει να μας κάνει να αγκαλιάσουμε μεγαλύτερο χώρο με το βλέμμα μας, είναι αναζωογονητική.

Η τέχνη κατά τη γνώμη μου έχει σκοπό να διευρύνει τα όρια της ευαισθησίας μας∙ η μεγαλύτερη της δύναμη είναι να μας μαθαίνει ότι το οτιδήποτε δύναται να βιωθεί ως «ωραίο», ότι δεν υπάρχει κάτι που να αδυνατεί να αποτελέσει καλλιτεχνικό υλικό. Έτσι και με αφορμή το γυναικείο πόδι, θα ήταν τιμή μου αν οι «ποδολάτρες» μου απεδείκνυαν κάτι τέτοιο.

Μια σελίδα από το βιβλίο

…«ακόμη και ο μεγαλύτερος λάτρης του χειμώνος, του χιονιού, της βροχής και του ψύχους – ο ρομαντικός αυτός φίλος που ηδονίζεται να διαβάζει τους ποιητές και συγγραφείς της αρεσκείας του πίνοντας ζεστό ελληνικό καφέ, φορώντας μια παλιά μάλλινη ρόμπα και κοιτώντας από το παράθυρό του τα αντικρινά δυσοίωνα δένδρα να χτυπιούνται από το φυσομάνι και τις καταιγίδες – εφόσον η λατρεία του αυτή για το σκοτεινό και το μυστηριώδες συνδυάζεται με τη λατρεία του πέλματος, δεν έχει άλλη επιλογή από το να λατρεύει μαζί και το καλοκαίρι. Και όλες του οι αμφιβολίες για το θέρος, το μίσος του για τον καύσωνα και τον καυτό ήλιο, η σιχαμάρα με την οποία αντιμετωπίζει τις καλοκαιρινές καταστάσεις των διακοπών και της ατελείωτης αποβλάκωσης των σούρτα φέρτα σε παραλίες, νησιά, φεριμπότ και σκηνές παραμερίζουν μπροστά στα καλοκαιρινά αυτά λαχταριστά εποχιακά φρούτα, που μόλις τότε αναφύονται σαν να φυτρώνουν μέσα απ’ την καυτή άσφαλτο. Γιατί τα ποδαράκια είναι μικρές Περσεφόνες που εμφανίζονται για λίγο κατά τους θερινούς μονάχα μήνες κι ύστερα κρύβονται ξανά στον τάφο των παπουτσιών»…