«Η αμυντική συνεργασία ανάμεσα στις δύο χώρες είναι υψίστης σημασίας για την Ελλάδα». Η φράση αυτή, που ο Κυριάκος Μητσοτάκης χρησιμοποίησε στις δηλώσεις του κατά την επίσκεψή του στην Ιερουσαλήμ στις 30 Μαρτίου, αποτελούν, κατά κάποιο τρόπο, την «επικεφαλίδα» των ελληνοϊσραηλινών σχέσεων, που καλούνται πάντα να εξελίσσονται εν μέσω της γεωπολιτικής αναταραχής στη Μέση Ανατολή.
Η κίνηση του Μπενιαμίν Νετανιάχου να συμπεριλάβει τον Έλληνα πρωθυπουργό στη λίστα των λίγων ηγετών με τους οποίους επέλεξε να επικοινωνήσει με την έναρξη της στρατιωτικής σύγκρουσης με το Ιράν, δεν περνά απαρατήρητη. Παρά το γεγονός ότι η Αθήνα, στηρίζοντας το δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα, λαμβάνει όλο το τελευταίο διάστημα σαφή θέση υπέρ της εκεχειρίας στη Γάζα, της ανάγκης απρόσκοπτης παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας και άρσης του αποκλεισμού, ταυτόχρονα με την ανάγκη απελευθέρωσης των ομήρων, η στρατηγική εταιρική σχέση μεταξύ των δύο χωρών παραμένει αδιαμφισβήτητη.
Πρόκειται, άλλωστε, για μια σχέση με σημαντικό βάθος και βασικό στόχο την αντιμετώπιση προκλήσεων στον τομέα της ασφάλειας, με προεκτάσεις σε οικονομικό επίπεδο και αιχμή την αμυντική συνεργασία, που πλέον στόχος της είναι να ακολουθήσει και την κατεύθυνση αξιοποίησης ευκαιριών σύμπραξης και συμπαραγωγής, με έμφαση στην τεχνολογική καινοτομία, την έρευνα και την απόκτηση στρατηγικών δυνατοτήτων. Ταυτόχρονα, για την Αθήνα, η σημασία της συνδεσιμότητας και των ενεργειακών έργων κοινού ενδιαφέροντος, με την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας, Κύπρου. Ισραήλ στην προμετωπίδα, αποτελεί σημείο αναφοράς.
Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στο ρόλο του καλωδίου GSI, το οποίο τέθηκε στην πρόσφατη συνάντηση Μητσοτάκη-Νετανιάχου, με την Αθήνα να έχει ξεκαθαρίσει ότι η έρευνα και η πόντιση του καλωδίου ηλεκτρικής διασύνδεσης θα γίνει σύμφωνα με τις ανάγκες του έργου και τον προγραμματισμό της εταιρείας. Σε όσα προσμετρώνται στις σχέσεις των δύο χωρών, δεν πρέπει να παραβλέπεται ο προνομιακός δίαυλος του Τελ Αβίβ με την αμερικανική κυβέρνηση Τραμπ, κυρίως όταν ζητούμενο είναι η αναθέρμανση του σχήματος συνεργασίας 3+1 μεταξύ Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ και ΗΠΑ, στον απόηχο του ενδιαφέροντος του αμερικανικού ενεργειακού κολοσσού Chevron για έρευνα σε δύο ακόμα ελληνικά θαλάσσια οικόπεδα, με την ελληνική κυβέρνηση να έχει προσδώσει στις εξελίξεις αυτές τη διάσταση και της προάσπισης των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Βασική στόχευση της ελληνικής κυβέρνησης, είναι η Ελλάδα να διατηρήσει τον ρόλο του «πυλώνα σταθερότητας» εν μέσω μιας νέας γεωπολιτικής αναταραχής, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε γενικευμένη ανάφλεξη, λαμβάνοντας ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Και το τηλεφώνημα του Ισραηλινού πρωθυπουργού στον Κυριάκο Μητσοτάκη, εκτιμούν κυβερνητικά στελέχη, επί της ουσίας ενισχύει τη δυναμική, που η χώρα επιδιώκει, έχοντας, μάλιστα, το πλεονέκτημα να διατηρεί διαύλους επικοινωνίας και με τον αραβικό κόσμο. Η δε συμμετοχή της Ελλάδας ως μη μόνιμο μέλος στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, προσδίδει μια ακόμη δυνατότητα να συμμετέχει στις διπλωματικές διεργασίες, τονίζουν χαρακτηριστικά, σημειώνοντας ότι στόχος είναι η αξιοποίηση στο έπακρο αυτών των δυνατοτήτων.
Η δραματική τροπή που λαμβάνει η σύγκρουση Ισραήλ-Ιράν προκαλεί έντονη ανησυχία στην Αθήνα, την οποία μάλιστα, ομολογεί δημοσίως η ελληνική κυβέρνηση. Η κινητοποίηση είναι άμεση από την πρώτη στιγμή, με το υπουργείο Εξωτερικών να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για τους Έλληνες πολίτες, οι οποίοι βρίσκονται στις δύο χώρες, τον Γιώργο Γεραπετρίτη να επικοινωνεί τηλεφωνικά με ομολόγους του από την ευρύτερη περιοχή, το ΚΥΣΕΑ να έχει ήδη συνεδριάσει και προφανώς στο μικροσκόπιο να μπαίνει και η στάση, που τηρούν άλλες χώρες, όπως η Τουρκία.
Στην τηλεφωνική του επικοινωνία με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό, ο κ. Μητσοτάκης επισήμανε την ανάγκη να υπάρξει αποκλιμάκωση, αναγνωρίζοντας ότι το Ιράν δεν πρέπει να αποκτήσει πυρηνικό οπλοστάσιο και υπογραμμίζοντας, ωστόσο, ότι η λύση βρίσκεται στη διπλωματία, επαναλαμβάνοντας ότι το τελευταίο που χρειάζεται η περιοχή είναι μια γενικευμένη ανάφλεξη. Ο πρωθυπουργός μιλά για αύξηση των πιθανοτήτων περαιτέρω κλιμάκωσης, με σοβαρές συνέπειες για την ασφάλεια και τη σταθερότητα, τόσο σε περιφερειακό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως υπογραμμίζει, συστήνοντας αυτοσυγκράτηση και ψυχραιμία και στέλνοντας το σαφές «διπλωματικό» στίγμα της Αθήνας, ό,τι θα συνεχίσει να εργάζεται «με εταίρους και συμμάχους προς όφελος της ειρήνης, της ασφάλειας και της σταθερότητας».