Ο ρόλος της Εθνικής Στρατηγικής για την Περιφερειακή και Τοπική Ανάπτυξη στη συγκράτηση και προσέλκυση του πληθυσμού στην ελληνική περιφέρεια βρέθηκε στο επίκεντρο της συζήτησης που είχε με δημοσιογράφους ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ, Θανάσης Κοντογεώργης, στο πλαίσιο του συνεδρίου του in.gr υπό τον τίτλο, "Brain Retain & Regain".
Σύμφωνα με σχετικό δελτίο Τύπου της Προεδρίας της Κυβέρνησης, κατά την εισαγωγική του τοποθέτηση ο Θ. Κοντογεώργης αναφέρθηκε στη σημασία που αποδίδει η κυβέρνηση στην κοινωνική κινητικότητα και τις πολιτικές που την υποστηρίζουν ως απόλυτη προτεραιότητα για μια δικαιότερη κοινωνία.
Όπως σημείωσε χαρακτηριστικά, «ενισχύουμε πολιτικές που βελτιώνουν τα εισοδήματα, την πρόσβαση περισσότερων πολιτών σε ποιοτικότερες υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης, βγάζουμε από το περιθώριο και εντάσσουμε δυναμικά στην παραγωγική διαδικασία κοινωνικές ομάδες, όπως οι γυναίκες, νέοι, ΑΜΕΑ. Συνεχίζουμε την προσπάθεια για μια κοινωνία ίσων ευκαιριών, που σπάει στεγανά και δεσμά και δημιουργεί κοινωνικούς ιμάντες για την εξέλιξη κάθε πολίτη».
Σε ό,τι αφορά στην ενδυνάμωση της ελληνικής περιφέρειας, ο Θ. Κοντογεώργης ανέφερε ότι δεν μπορεί να υπάρξει η Ελλάδα χωρίς ισχυρή ελληνική περιφέρεια. «Η κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται για ανάκαμψη των αριθμών, ως μέσων όρων. Δουλεύουμε εντατικά για ισόρροπη ανάπτυξη κάθε τόπου, για άρση των ανισοτήτων μεταξύ πρωτεύουσας και Περιφέρειας, ώστε κάθε πολίτης να μπορεί, εφόσον το επιθυμεί, να παραμείνει και να δημιουργήσει στον τόπο που γεννήθηκε, να μπορεί να επιλέξει όποια γωνιά της Ελλάδας επιθυμεί για να ζήσει και να δημιουργήσει».
Στη συνέχεια, σημείωσε ότι, και εντός της χώρας, πολλές περιφερειακές ενότητες υφίστανται την εγκατάλειψη μικρότερων πόλεων και χωριών από τους νέους, οι οποίοι μετοικούν οριστικά είτε στην πρωτεύουσα του νομού, είτε σε άλλη πόλη ή στο εξωτερικό.
Οι 11 πιο μαστιζόμενες Περιφερειακές Ενότητες έχουν χάσει από 10% έως +16% του πληθυσμού τους μεταξύ των δύο τελευταίων απογραφών και σε επίπεδο Δήμων οι πρώτοι 10 κυμαίνονται από -22% έως -32%. «Ο τρόπος που βιώνεται η μετανάστευση στην Περιφέρεια είναι εντονότερος και πολύ πιο καταλυτικός για τις τοπικές κοινωνίες», επεσήμανε.
Στο πλαίσιο της Εθνικής Στρατηγικής για την Περιφερειακή και Τοπική Ανάπτυξη, η κυβέρνηση συνεργάζεται στενά από τον Οκτώβριο του 2024 με τις περιφέρειες, τους δήμους και τους φορείς της οικονομίας και της κοινωνίας, προκειμένου να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα και την ελκυστικότητα κάθε τόπου σύμφωνα με τις δυνατότητες και τις επιδιώξεις των ανθρώπων που κατοικούν εκεί.
«Ταυτόχρονα, ολοκληρώνουμε τις πολιτικές που επηρεάζουν την περιφερειακή ανάπτυξη, όπως ο συντονισμός των χρηματοδοτικών εργαλείων, η διαχείριση του νερού, ο πρωτογενής τομέας, τα περιφερειακά πανεπιστήμια, ο χωρικός σχεδιασμός, ειδικές πολιτικές για ορεινές και νησιωτικές περιοχές, οι επενδύσεις και η αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας κ.α. Το σύνολο της Εθνικής Στρατηγικής για την Περιφερειακή και Τοπική Ανάπτυξη θα παρουσιαστεί εντός του 2025», επανέλαβε ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ.
Ερωτηθείς αν θα έπρεπε να ξεχωρίσει μία πολιτική ως πιο καθοριστική για το brain drain αναγνώρισε ότι οι παράμετροι που επηρεάζουν την παραμονή ή την επιστροφή στην Ελλάδα περιλαμβάνουν πέραν της εργασίας και της οικονομίας, τη συνολική καθημερινότητα και την ποιότητα ζωής που μπορεί ο πολίτης να διεκδικήσει: στέγη, υπηρεσίες, υγεία, εκπαίδευση, δημόσιοι χώροι.
Όπως ανέφερε, αρκετές πολιτικές βρίσκονται στην καθημερινή ατζέντα της κυβέρνησης και έχουν ήδη επιφέρει βελτίωση σε πλειάδα ζητημάτων, χωρίς να εξαιρεί τα ζητήματα αξιοκρατίας και λειτουργίας των θεσμών που έχουν τη δική τους θέση στο αφήγημα της μετανάστευσης. «Αν επέλεγα, όμως μία, αυτή θα ήταν η ίδια η πολιτική και πώς με το παράδειγμά της, δίνει το μήνυμα ότι δημιουργούμε μια χώρα που στηρίζεται σε αξίες και σε ένα συλλογικό όραμα.
Όπου έννοιες, όπως η εμπιστοσύνη, η ηθική, η ανοχή, ο διάλογος και η κατανόηση, η συνεργασία και η αλληλοβοήθεια, η αξιοκρατία και η αλήθεια, αποκτούν περιεχόμενο στην καθημερινή κυβερνητική πράξη αλλά και στο πώς λειτουργεί το πολιτικό σύστημα, πώς αλλάζουμε το τρέχον υπόδειγμα πολιτικής λειτουργίας και αναδεικνύουμε όσα μας ενώνουν και όσα δίνουν ρεαλιστική ελπίδα και προοπτική. Χωρίς αλαζονεία, ούτε με απογοήτευση αλλά με αυτοπεποίθηση», κατέληξε.