Η αντίληψη ότι είναι προτιμότερο να παρανομεί ο πολίτης με προσωπικό όφελος, παρά να καθίσταται αντικείμενο εκμετάλλευσης από ένα μεγαλύτερο, εγκληματικό σχήμα, απογυμνώνει την παραβατική πράξη από την αυτοτελή της βαρύτητα και την εντάσσει σε ένα σχήμα σχετικιστικής αποδοχής, όπου η κλίμακα της απάτης καθορίζει τον βαθμό της ανοχής μας, όχι η ουσία της πράξης.
Μέσα από αυτή τη λογική, η νομιμότητα μετατρέπεται σε πεδίο ταξικής διαπραγμάτευσης, ο «φτωχός αγρότης» που δηλώνει παραπάνω εισόδημα γίνεται περίπου αποδεκτός ως αναπόδραστο σύμπτωμα κοινωνικής ανάγκης. Μια τέτοια θέση, όμως, αγνοεί επιδεικτικά τον θεμελιώδη ρόλο της Πολιτείας να διαμορφώνει ένα περιβάλλον ακεραιότητας και καθολικής λογοδοσίας, ανεξαρτήτως κοινωνικής προέλευσης ή μεγέθους της ανομίας.
Δεν είναι δυνατόν να καταγγέλλουμε τη διαφθορά, ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζουμε στη μικροδιαφθορά το ηθικό προνόμιο του αδύναμου. Η ενοχοποίηση του ισχυρού δεν καθαγιάζει τον μικρό παραβάτη· ούτε είναι το καθήκον της πολιτικής να ιεραρχεί παραβάτες βάσει κοινωνικού προφίλ, αλλά να υπερασπίζεται την ενιαία, οικουμενική απαίτηση για δικαιοσύνη.
Η δημοκρατία δεν θεμελιώνεται σε εξαιρέσεις από τη νομιμότητα, ούτε στην ανακούφιση του πολίτη με ρητορικά άλλοθι. Η πολιτική οφείλει να κατευθύνει την κοινωνία προς το μέτρο και την ακεραιότητα, όχι να εξοικειώνει τους πολίτες με την ιδέα ότι η μικροπαραβατικότητα είναι θεμιτή, αρκεί να γίνεται από τους ίδιους.
Σε κάθε περίπτωση, καθίσταται πλέον σαφές πως στο ΠΑΣΟΚ επιβιώνει ακέραιο το παλαιό, προγονικό δόγμα ότι «δεν υπάρχει πρόβλημα να κάνεις κι ένα δωράκι στον εαυτό σου». Η αντίληψη αυτή, καθαγιασμένη μέσα από δεκαετίες μικροεξυπηρετήσεων και ανταποδοτικών νοοτροπιών παραμένει, θαρρείς, ανεπηρέαστη από τις κρίσεις του κόμματος. Αντιθέτως, επιβιώνει και επανέρχεται ντυμένη σήμερα με ρητορικά προσωπεία κοινωνικής ευαισθησίας ή «αντισυστημικής δικαιοφροσύνης».
Ο δε ισχυρισμός περί «εγκληματικής οργάνωσης», με αρχηγό τον Πρωθυπουργό, δεν αξίζει καν σοβαρής αξιολόγησης. Διότι όταν ο πολιτικός λόγος μετατρέπεται σε εύπεπτο λαϊκισμό, ο οποίος, αντί να αρθρώνει θεσμική κριτική, καταφεύγει σε αφοριστικές κατασκευές ποινικού τύπου, το αποτέλεσμα δεν είναι η αφύπνιση του πολίτη αλλά η γελοιοποίηση του ομιλούντος.
Και πράγματι, έχει κανείς την αίσθηση ότι η γελοιοποίηση δεν είναι τυχαία ή παρεμπίπτουσα, είναι απολύτως συμμετρική και συλλογική. Ο λόγος καταρρέει γιατί εκ προοιμίου αποδέχεται την κυνική λογική ενός πολιτικού ανταγωνισμού χωρίς όρια, χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς αξιοπρέπεια. Έτσι, δεν απομένει τίποτε άλλο παρά μία αγκαλιά, ολική, εγκάρδια και εξευτελιστικά αδιακρίτως, όλων με όλους. Ένας Πασοκικός συμπαντικός εναγκαλισμός της γελοιότητας, χωρίς εξαιρέσεις, χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς, εν τέλει, κανέναν πια μη γελοιοποιημένο.
*Η Μαίρη Αποστολίδη είναι νομικός.