Ο «γόρδιος δεσμός» του Νίκου Ανδρουλάκη

Ο «γόρδιος δεσμός» του Νίκου Ανδρουλάκη

Το ερώτημα προς τον Νίκο Ανδρουλάκη μπορεί να είναι άκαιρο, αλλά δεν είναι άκυρο. Θα το συναντά αυτός και τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ κάθε ημέρα, σε κάθε συνέντευξη ή συμμετοχή σε πάνελ: Τι θα κάνουν εάν δεν σχηματίζεται κυβέρνηση στις δεύτερες εκλογές;

Μπορεί να είναι άδικο για έναν αρχηγό που μόλις ανέλαβε τα ηνία και πρωταρχικός του στόχος είναι να αναβαθμίσει το κόμμα του, αλλά η πολιτική, όπως και η ζωή, δεν σε ρωτάνε, ούτε σε περιμένουν να βρεθείς σε «εύκρατες» συνθήκες για να αποφασίσεις. Προβάλλουν και επιβάλλουν τις δικές τους απαιτήσεις.

Έτσι δεν θα του είναι εύκολο το στρίβειν δια της ευφάνταστης προοπτικής, ότι το κόμμα του θα αντικαταστήσει την κυβέρνηση της ΝΔ με μια σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση. Τίποτα στη ζωή δεν είναι απίθανο μακροπρόθεσμα, μέχρι και ο ΣΥΡΙΖΑ του 4% έγινε κυβέρνηση, αλλά στον ορατό χρόνο μέχρι τις επόμενες εκλογές, έστω και σε ενάμισι χρόνο, το τοπίο είναι δεδομένο (ακόμα και… ο Αντρέας χρειάστηκε εφτά χρόνια για να γίνει κυβέρνηση). Πρώτο κόμμα θα είναι η ΝΔ.

Επί των υπαρκτών λοιπόν δεδομένων θα κληθεί να απαντήσει. Ναι είναι άδικο για τον νέο αρχηγό. Αλλά δεν τον υποχρεώνει ουδείς άλλος πέραν της ίδιας της πραγματικότητας. Γιατί μπορεί να λέει ότι ο Μητσοτάκης έχει κάψει από τώρα την απλή αναλογική και προαναγγέλλει δεύτερες και τρίτες εκλογές, αλλά η πραγματικότητα λέει ότι με δεδομένες τις δεύτερες εκλογές, εάν ένα κόμμα σύρει τη χώρα σε τρίτες, ο λαός κουρασμένος θα αναζητήσει κυβερνητική σταθερότητα.

Και είναι δεδομένο ότι αυτή θα την αναζητήσει στο πρώτο κόμμα, ενώ το μικρό της άρνησης θα καταποντιστεί. Άλλωστε το παρελθόν διδάσκει: «Καλύτερα παπάκι παρά τον Μητσοτάκη» φώναζαν με ενθουσιασμό κάποιοι κάποτε, αλλά ούτε ο «καλπονοθευτικός» νόμος του Μένιου δεν απέτρεψε τελικά τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη να γίνει Πρωθυπουργός, έστω και στην τρίτη εκλογή.

Πιστεύουμε όσο πιο σύντομα απαντήσει επί αυτού ο νέος αρχηγός, τόσο πιο εύκολα θα λυθεί ο γόρδιος δεσμός που έχει ενώπιόν του, και θα μπορέσει να αναπτύξει το κόμμα του. Διαφορετικά θα το βρίσκει μπροστά του. Και η μη απάντηση στο ερώτημα θα σκιάζει τις ενδιαφέρουσες - για την τολμηρότητά τους - απόψεις που εκφράζει.

Γιατί ήταν τολμηρή θέση του - για τα ελληνικά δεδομένα που οι πολιτικοί χαϊδεύουν αυτιά - για υποχρεωτικό εμβολιασμό των υπαλλήλων που έρχονται σε επαφή με το κοινό, εν αντιθέσει με την αστεία προαιρετική υποχρεωτικότητα του ΣΥΡΙΖΑ. Επίσης ακούγεται λογικό να ζητάει δωρεάν test στις αδύναμες κοινωνικές ομάδες και όχι... χύμα στο κύμα, «δωρεάν για όλους», όπως λέει ο ΣΥΡΙΖΑ (όπως είπε ο ίδιος «όλα δωρεάν δεν υπάρχει πουθενά πλην της Δανίας»).

Αξιοπρόσεκτη ήταν και η θέση του για τον κατώτατο μισθό. Ναι μεν κράτησε αποστάσεις σκοπιμότητας από ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η γνώμη του δεν ήταν… του πεταματού. Κατηγόρησε τη ΝΔ ότι δημιουργεί πολιτικούς ομήρους με τη «γενικόλογη» εξαγγελία περί δεύτερης αύξησης μέσα στο 2022, αλλά και της «απ' όλα έχει ο μπαξές» άνετης απαιτητικότητας του ΣΥΡΙΖΑ για αύξηση στα 800 ευρώ (που δεν έκανε ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ όταν μας… απελευθέρωσε από τα μνημόνια).

Πρότεινε άμεση αύξηση του κατώτατου μισθού, αλλά να γίνει με ρήτρες που θα αφορούν μόνο τον κατώτατο μισθό, ώστε να μη δημιουργηθεί αντανακλαστική κλιμάκωση και επιβαρυνθεί γενικώς το μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων.

Ας μη βιαστούν οι «εύκολοι» επικριτές. Δεν εκθειάζουμε τον Ανδρουλάκη. Επικεντρώνουμε στις θέσεις που ακόμη και από λόγους σκοπιμότητας να εκφράζει προκειμένου να κρατήσει αποστάσεις από τα δύο μεγάλα κόμματα, δεν παύουν να είναι συζητήσιμες, και σίγουρα απέχουν από την καταιγιστική αρνητικότητα των εκάστοτε αντιπολιτεύσεων.

Βέβαια αυτές οι θέσεις δεν δημιουργούν πρωτοσέλιδα, δεν εντυπωσιάζουν στα πάνελ στα «τηλεπαραθύρια», ούτε και πιστεύουμε ότι θα προσελκύσουν εκείνο το τμήμα της αφιονισμένης πασοκικής μάζας που ακολούθησε τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ωστόσο κάποιον κόσμο θα προσελκύσουν. Το πρόβλημα για τον Ανδρουλάκη είναι όμως αυτό που προτάξαμε. Ο γόρδιος δεσμός των συνεργασιών. Εάν απαντήσει πειστικά, ο δρόμος του θα ανοίξει. Όχι βέβαια για… σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, αλλά για ένα ποσοστό που θα τον καθιστά καθοριστικό παίκτη της πολιτικής σκηνής, και όχι «τσόντα» η οποία θα υποστεί τις κατηγορίες πως αφήνει τη χώρα ακυβέρνητη.