Μόνος αντίπαλος της κυβέρνησης η ακρίβεια
Shutterstock
Shutterstock

Μόνος αντίπαλος της κυβέρνησης η ακρίβεια

Κάθε δημοσκοπικό εύρημα έχει δύο αναγνώσεις. Έτσι και οι πρώτες δημοσκοπήσεις, που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, αποτυπώνουν μία εικόνα, από την οποία, ο καθένας μπορεί να παραβλέψει κάποια στοιχεία της.

Όσο κι αν οι μετρήσεις δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας για τη δημοσκοπική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ και τη στασιμότητα του ΠΑΣΟΚ -ανοίγοντας μία μεγάλη συζήτηση για την αντιπολίτευση στη χώρα- πίσω από τα ποσοστά υπάρχουν μηνύματα και για την κυβέρνηση.

Χωρίς αμφιβολία, η Νέα Δημοκρατία διατηρεί τον κύριο όγκο των δυνάμεών της και ταυτόχρονα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπερέχει κατά πολύ των υπολοίπων αρχηγών της αντιπολίτευσης, στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία, έχοντας μία διαφορά που ξεπερνά τις 30 ποσοστιαίες μονάδες. Αυτό είναι το πρώτο δεδομένο.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ίσως να περνά σε δεύτερο πλάνο ότι και η Νέα Δημοκρατία καταγράφει μία μικρή πτώση, σε σχέση με τα εκλογικά αποτελέσματα του Ιουνίου, της τάξεως των 4-5 ποσοστιαίων μονάδων.

Μία πτώση, που αξιολογείται ως αναμενόμενη μετά από το δύσκολο καλοκαίρι και την επιστροφή σε μια δύσκολη καθημερινότητα από τον Σεπτέμβριο, για τους πολίτες, εξαιτίας, κυρίως του πληθωρισμού. Αυτές, ακριβώς, οι συνθήκες είναι που δημιουργούν, όμως, και τον πραγματικό αντίπαλο για την κυβέρνηση το επόμενο διάστημα. 

Στη δημοσκόπηση της GPO, περισσότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες, σε ποσοστό 55,5%, απάντησαν ότι η ακρίβεια είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα, αφήνοντας την οικονομία στη δεύτερη θέση με 21,6%. Ταυτόχρονα, το 54,4% των ερωτηθέντων έκρινε αρνητικά την πορεία της κυβέρνησης μετά τις εκλογές και το 43,8% θετικά.

Τι έχει συμβεί από τις εκλογές έως σήμερα; Οι καταστροφικές πυρκαγιές και πλημμύρες, οι αυτοδιοικητικές εκλογές, η ανακοίνωση επερχόμενων μέτρων στήριξης για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και κάποιων για την πάταξη της αισχροκέρδειας, ενώ την κοινοβουλευτική οδό έχουν πάρει κάποια από τα νομοσχέδια, που στην κυβέρνηση εκτιμούν ότι ανταποκρίνονται στο μεταρρυθμιστικό πρόσημο, που θέλει να βάλει στο πρόγραμμά της, όπως η αλλαγή στις διοικήσεις των δημοσίων φορέων και οι αλλαγές στο εργασιακό.

Το μήνυμα, που προκύπτει από τις πρώτες δημοσκοπήσεις είναι ότι οι πολίτες ζητούν περισσότερα και θέτουν μετ’ επιτάσεως το ζήτημα της ακρίβειας στις προτεραιότητες, που πρέπει να διαχειριστεί η κυβέρνηση άμεσα.

Ακόμη κι αν το κυβερνητικό επιτελείο δηλώνει, ότι οι πιέσεις στις τιμές των προϊόντων έχουν αφετηρία την αισχροκέρδεια και τη διεθνή συγκυρία, εκφράζοντας την ετοιμότητα να προχωρήσει στη λήψη πρόσθετων μέτρων αν οι διεθνείς εξελίξεις επιβαρύνουν περεταίρω τις τιμές, για την πλειοψηφία των πολιτών είναι σαφές ότι η ακρίβεια θα αποτελέσει και μέτρο σύγκρισης για την αποτελεσματικότητα, που ζητούν από την κυβέρνηση. 

Αυτό το κομμάτι αναμένεται να βρεθεί στο επίκεντρο του κυβερνητικού σχεδιασμού το επόμενο διάστημα, αναγνωρίζοντας ότι πρόκειται για ένα ζήτημα, που δε μπορεί να μείνει μετέωρο.

Για το λόγο αυτό, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στην τελευταία του συνέντευξη, εμφανίστηκε με σκληρή γλώσσα απέναντι στις πολυεθνικές εταιρείες, χρησιμοποιώντας τη φράση «η Ελλάδα δεν είναι μπανανία» και προανήγγειλε πρόστιμα σε όσους πιαστούν να αισχροκερδούν, εφαρμόζοντας διαφορετική τιμολογιακή πολιτική σε σχέση με τις άλλες χώρες, ενώ ήδη δρομολογείται η ανακοίνωση μέτρων στήριξης για όσους χρησιμοποιούν ηλεκτρικό ρεύμα για τη θέρμανση των νοικοκυριών τους. 

Στο κυβερνητικό επιτελείο εκτιμούν ότι οι πληθωριστικές πιέσεις θα αρχίσουν να αποκλιμακώνονται και εστιάζουν την προσοχή τους στα τρόφιμα, όπου οι ανατιμήσεις επιμένουν και σε μια ενδεχόμενη άνοδο στις τιμές του πετρελαίου, που μπορεί να πυροδοτήσουν οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή.

Το μήνυμα, που εκπέμπεται είναι ότι αφενός αυτή τη στιγμή, η πορεία των εσόδων επιτρέπει αν παραστεί ανάγκη να χρηματοδοτηθούν και επιπλέον στοχευμένα μέτρα στήριξης, χωρίς να τεθεί εν αμφιβόλω η προσήλωση της χώρας στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, αφετέρου επισημαίνουν ότι οι επικείμενες αυξήσεις από την αρχή του νέου έτους στους μισθούς του δημόσιου τομέα και τις συντάξεις και εν συνεχεία η αύξηση του κατώτατου μισθού, στον Απρίλιο, θα ενισχύσουν, σε κάθε περίπτωση, τα εισοδήματα.

Αν και η πολιτική των «pass» δεν προκρίνεται πλέον ως επιλογή, στην κυβέρνηση σημειώνουν ότι η θετική πορεία της ελληνικής οικονομίας, όπως αποτυπώνεται στους ρυθμούς ανάπτυξης, την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, τις εξαγωγές, τις επενδύσεις, τις συμφωνίες στον τραπεζικό τομέα, ενδυναμώνουν πλέον τη χώρα, όπως φάνηκε χαρακτηριστικά και από τις αναφορές της Κριστίν Λαγκάρντ κατά την παρουσία της στην Αθήνα.