Εσείς οι πράσινοι, εμείς οι Βένετοι
Shutterstock
Shutterstock

Εσείς οι πράσινοι, εμείς οι Βένετοι

Ιστορικά, ο αθλητισμός δεν αποτέλεσε ποτέ ουδέτερη μορφή ψυχαγωγίας· αντιθέτως, λειτουργεί σταθερά ως μηχανισμός συγκρότησης συλλογικών ταυτοτήτων, αντιπαράθεσης και, συχνά, ως πεδίο κοινωνικών εντάσεων και, εκδήλωσης οργανωμένης ή αυθόρμητης βίας. 

Από τον Ιππόδρομο της βυζαντινής Κωνσταντινουπόλεως έως τα σύγχρονα ελληνικά γήπεδα, οι αθλητικές αναμετρήσεις αποκτούν διαστάσεις που υπερβαίνουν το αγωνιστικό γεγονός και εκβάλλουν στο πεδίο του κοινωνικού και του πολιτισμικού. 

Το πρόσφατο κλίμα οξείας αντιπαράθεσης που διαμορφώθηκε στους τελικούς της Basket League μεταξύ Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού, με φραστικές επιθέσεις υψηλόβαθμων παραγόντων και επεισόδια στις εξέδρες μεταξύ φιλάθλων, δεν συνιστά απλώς ένα ξέσπασμα αθλητικού πάθους. Τουναντίον, ανακινεί με ένταση ένα παλαιό, ιστορικά φορτισμένο ερώτημα, γιατί οι αθλητικές οργανώσεις μετατρέπονται συχνά σε μηχανισμούς βίας; Ποιες είναι οι συνέπειες των εν λόγω φαινομένων εντός του θεσμικού πλαισίου και του ευρύτερου κοινωνικού ιστού; Πώς εγγράφονται στη δομή των κοινωνικών σχέσεων και ποιες δυναμικές ενεργοποιούν στο πεδίο της κοινωνικής συνοχής ή της απορρύθμισης; 

Ο Ιππόδρομος της Κωνσταντινουπόλεως συνιστά εμβληματικό παράδειγμα μετάβασης από το αθλητικό στο πολιτικό. Οι Δήμοι, ιδίως οι Βένετοι και οι Πράσινοι,  δεν εκπροσωπούσαν απλώς φιλάθλους αρματοδρομιών· συνιστούσαν οργανωμένες κοινωνικοπολιτικές παρατάξεις με βαθιά διείσδυση τόσο στα κατώτερα όσο και στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα της βυζαντινής πρωτεύουσας. Η Στάση του Νίκα το 532 μ.Χ., η οποία άρχισε ως έκφραση δυσαρέσκειας έναντι της εξουσίας του Ιουστινιανού και κατέληξε σε αιματηρή σύγκρουση με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς, αναδεικνύει ότι η βία στον αθλητικό χώρο ενίοτε αποκτά ανεξέλεγκτες διαστάσεις.

Στο σύγχρονο ελληνικό πλαίσιο, τα αθλητικά γήπεδα, παρά την εμφανώς διαφοροποιημένη μορφή των θεσμών και της πολιτικής εξουσίας σε σχέση με το παρελθόν, εξακολουθούν να παρουσιάζουν ανησυχητικές δομικές αναλογίες με ιστορικά προηγούμενα μορφών συλλογικής ταύτισης και αντιπαράθεσης. Η οπαδική βία, είτε εκδηλώνεται σε προσχεδιασμένες συγκρούσεις μεταξύ οργανωμένων οπαδών, είτε σε ανεξέλεγκτες εκρήξεις εντός των σταδίων, συγκροτεί έναν οργανικό μηχανισμό ψυχοκοινωνικής εκτόνωσης, ιδίως σε περιβάλλοντα γενικευμένης απογοήτευσης. 

Τα πρόσφατα επεισόδια μεταξύ των ιδιοκτητών των δύο κορυφαίων μπασκετικών συλλόγων, Αγγελόπουλου και Γιαννακόπουλου, και η δηλητηριώδης δημόσια ρητορική τους, υπερβαίνουν τα στενά όρια της αντιπαράθεσης και αναδεικνύουν την απορρύθμιση του θεσμικού πεδίου του επαγγελματικού αθλητισμού. 

Οι εν λόγω παράγοντες, ενίοτε εμφανιζόμενοι περισσότερο ως φεουδάρχες παρά ως αστοί επιχειρηματίες, τροφοδοτούν ενεργά ένα κλίμα διχασμού και εχθρότητας, το οποίο διαχέεται στις οπαδικές βάσεις ως μίσος και αντιπαλότητα. Η τοξική αυτή «φεουδαρχία του πάθους» δεν αντλεί την ισχύ της απλώς από την προσδοκία οικονομικού οφέλους, αλλά κυρίως από την επιθυμία κυριαρχίας σ' ένα κοινωνικοσυμβολικό πεδίο όπου η ηγεμονία δεν επιτυγχάνεται μέσω πειθούς, αλλά μέσω συναισθηματικής στρατολόγησης. 

Ωστόσο, η βία αυτή δεν παράγεται εν κενώ. Οι οργανωμένοι σύνδεσμοι φιλάθλων συγκροτούν συχνά ημι-θεσμικές δομές, με προσβάσεις σε δίκτυα προστασίας, με συνδιαλλαγές και με θεσμική ανοχή από τις ίδιες τις διοικήσεις των συλλόγων. Όπως οι Δήμοι του Βυζαντίου ασκούσαν έμμεση κοινωνική επιρροή και απολάμβαναν έναν τύπο εκπροσώπησης στον δημόσιο βίο, έτσι και οι σύγχρονες θύρες των οργανωμένων δρούν ως ταυτοτικές κοινότητες, επιβάλλοντας ιεραρχίες, διαμορφώνοντας συλλογικές συνειδήσεις και χαράσσοντας αυστηρές διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο "εμείς και οι άλλοι". 

Το ζητούμενο, επομένως, δεν μπορεί να είναι η αφελής απαίτηση εξάλειψης της βίας ως φαινομένου αποκομμένου από τις γενεσιουργές του συνθήκες. Αντιθέτως, απαιτείται η αποδόμηση των δομών που την καθιστούν εφικτή και ελκυστική, η ανασυγκρότηση της αθλητικής παιδείας με έμφαση στον δημοκρατικό και παιδευτικό χαρακτήρα του αθλητισμού, η απεξάρτηση των συλλόγων από παραγοντικές πατρωνίες, και, κυρίως, η εγκαθίδρυση ενός νέου αξιακού παραδείγματος που θα αποκαθιστά τον αθλητισμό ως κοινό αγαθό, αποσπασμένο από τη λογική της ιδεολογικής στράτευσης. 

Στο πλαίσιο αυτό, δεν απαιτείται η απλή πειθάρχηση των συμπτωμάτων, αλλά η υπέρβαση της χειραγώγησης μέσω της καλλιέργειας της αυτοσυνείδητης συμμετοχής και της δημοκρατικής εγρήγορσης. 

Άν ο Ιππόδρομος της βυζαντινής εποχής αποτέλεσε τον παραστατικό χώρο εντός του οποίου οι λαϊκές μάζες διεκδικούσαν, υπό το πρόσχημα της αθλητικής ταύτισης, συμβολική παρουσία στον δημόσιο βίο, τότε τα σύγχρονα γήπεδα οφείλουν να μην εκφυλιστούν σε χώρους αιματοχυσίας. 

Αντιθέτως, μπορούν και πρέπει να ανασχεδιαστούν ως τόποι συλλογικής αξιοπρέπειας, ως θεσμικά ενταγμένα πεδία έκφρασης και, ευγενούς άμιλλας.