Διαμάχη για ένα πουκάμισο αδειανό

Διαμάχη για ένα πουκάμισο αδειανό

Ένα θέατρο παραλόγου που διαδραματίζεται σε δύο επεισόδια, έχει στηθεί από τους δύο μεγάλους γύρω από το ΠΑΣΟΚ, αλλά και από το ίδιο το ΠΑΣΟΚ. Το ένα αφορά την επισύνδεση του Νίκου Ανδρουλάκη. Το δεύτερο την ενδεχόμενη συνεργασία του με τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ και το ΜεΡΑ 25, για να συγκροτήσουν την «προοδευτική διακυβέρνηση».

Ο πρωθυπουργός στη συνέντευξη της ΔΕΘ χαρακτήρισε ως «πολιτική τερατογένεση» ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ο ΣΥΡΙΖΑ, και δια στόματος Σκουρλέτη χθες, απάντησε ότι είναι «αναγκαίο για τη χώρα». Και η ΝΔ με ανακοίνωσή της ανταπάντησε ρωτώντας το ΠΑΣΟΚ: «Αναμένουμε με ενδιαφέρον την τοποθέτηση του κ. Ανδρουλάκη για το κατά πόσο θεωρεί αναγκαία τη συγκυβέρνηση με τον κ. Τσίπρα και τον Βαρουφάκη.

Αυτή η διαμάχη είναι κατανοητή ως μέσο πίεσης του ΠΑΣΟΚ και από τις δύο πλευρές στο πλαίσιο του πολιτικού παιγνιδιού, αφού αποσκοπούν να του αφαιρέσουν την αυθύπαρκτη παρουσία, αναγνωρίζοντάς το μόνο ως συνεργάτη του ενός ή του άλλου. Επί της ουσίας όμως, με τα τωρινά τουλάχιστον δεδομένα, είναι διαμάχη για ένα «πουκάμισο αδειανό». Η «προοδευτική διακυβέρνηση» δεν είναι ένα ενδεχόμενο που προβάλει στον ορίζοντα.

Οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΜέΡΑ 25 (αν μπει στη Βουλή στις δεύτερες εκλογές) δεν αρκούν για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Και το ΚΚΕ δεν δείχνει διατεθειμένο να συμμετάσχει και να τους παράσχει άλλοθι αριστεροσύνης. Το κόμμα του Περισσού συνεχίζει τη μοναχική - και ασάλευτη στον χρόνο - πορεία του, και δεν έχει κανένα λόγο να συμπράξει με κόμματα στα οποία αντιτίθεται ολοσχερώς σε κομβικά θέματα προσανατολισμού της χώρας (ΝΑΤΟ, ΕΕ, κ.α.).

Από την πλευρά του, ο Νίκος Ανδρουλάκης με την αποκάλυψη της παρακολούθησης από την ΕΥΠ, μπλέχτηκε σε πολιτικό λαβύρινθο που τον αποπροσανατόλισε πλήρως από αυτό που ανέμεναν οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ: Να παρουσιάσει μια ευρωπαϊκή εκδοχή της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας.

Ενώ το κόμμα του είχε αναθέσει σε σοβαρούς επιστήμονες, με την πρωτοκαθεδρία του Νίκου Χριστοδουλάκη, να συντάξει ένα σοβαρό κυβερνητικό πρόγραμμα, αυτό πλέον έρχεται σε δεύτερη μοίρα, καθώς ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ αποπροσανατολίστηκε και αυτοθυματοποιήθηκε. Έως και στην ευρωβουλή έφτασε προχθές, να παρομοιάζει τον Έλληνα πρωθυπουργό ως αντίγραφο του Πούτιν ή του Ερντογάν. Δεν ήταν μείωση του Μητσοτάκη. Ήταν μείωση της χώρας αν έχει τέτοιο πρωθυπουργό - που όπως και να το κάνουμε, δεν έχει.

Ο Ανδρουλάκης αυτές τις μέρες αποκάλυψε και άλλη φαντασίωσή του η οποία έχει ήδη εντοπιστεί εδώ. Σε ερώτηση για τη – λογική – ένσταση των δύο μεγάλων, με ποια λογική θα αποφασίσει αυτός ως τρίτος, ποιος θα είναι πρωθυπουργός, απάντησε:

«Τι σημαίνει πρώτος; Πρώτος σημαίνει αν έχει πάρει ένα ποσοστό ανοδικό διότι ο λαός σε τιμά (…) Το ίδιο είναι να πηγαίνεις από το 8% στο 15% και το ίδιο να πηγαίνεις από το 40% στο 28% ή από το 31% στο 24%;». Δηλαδή για τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ η εγκατάσταση στον πρωθυπουργικό θώκο δεν απορρέει από την καταγραφή της λαϊκής ψήφου που δίνει την πρωτιά στις εκλογές, αλλά από την σύγκριση ενός κόμματος… με τον εαυτό του. Από την σύγκριση με τα ποσοστά που είχε λάβει στις προηγούμενες εκλογές, έστω και αν υπολείπεται σε εκλογικό ποσοστό των δύο άλλων!

Και το αποθέωσε φωτογραφίζοντας εαυτόν λέγοντας: «Η χώρα θα έχει πολύ καλύτερη τύχη με έναν πρωθυπουργό που έχει ευρωπαϊκή εμπειρία. Που σέβεται τους θεσμούς, που είναι βαθιά δημοκράτης και δεν έχει παίξει με την εγχώρια ολιγαρχία. Για αυτό διεκδίκησα την ηγεσία της παράταξης. Όχι για να γίνω δεκανίκι του Τσίπρα ή του Μητσοτάκη».

Από αυτές τις σελίδες είχαμε επισημάνει την πορεία αυτονομίας του ΠΑΣΟΚ εν αντιθέσει με απόψεις που είτε τον χάρισαν στον ΣΥΡΙΖΑ είτε τον ήθελαν «δεκανίκι» του Μητσοτάκη. Και επιμένουμε. Ωστόσο, δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι η αυτονομία ήταν όχημα για πρωθυπουργική φιλοδοξία του νέου αρχηγού του ΠΑΣΟΚ!

Σήμερα και αύριο θα βρίσκεται στο προεκλογικό μπαλκόνι της Θεσσαλονίκης (όπως από δεκαετίες έχει καταντήσει η ΔΕΘ). Θα ήταν ευκαιρία γι’ αυτόν να προβάλει το κυβερνητικό του πρόγραμμα για να δείξει στον κόσμο ότι έχει - αν όντως έχει- μια διαφορετική κυβερνητική πρόταση, η οποία θα τον καταστήσει διακριτό από τα δύο μεγάλα κόμματα, και το κόμμα του ελπιδοφόρο. Αν αναλωθεί πάλι στη θυματοποίηση για την επισύνδεση, θα χάσει την ευκαιρία.