Επίσκεψη Πούτιν στην Αθήνα με χαμηλές προσδοκίες

Επίσκεψη Πούτιν στην Αθήνα με χαμηλές προσδοκίες

Επίσκεψη επικεντρωμένη στο Άγιο Όρος με ένα «πέρασμα» από την Αθήνα ήθελε το Κρεμλίνο, αλλά κατόπιν εκκλήσεων από την κυβέρνηση και από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, συμφωνήθηκε τελικά η πραγματοποίηση και επίσημων συναντήσεων του Ρώσου Προέδρου Β. Πούτιν στην Αθήνα.

Η Αθήνα επέμεινε ότι ενδεχόμενο περιορισμού της επίσκεψης μόνο στο Άγιο Όρος για τον εορτασμό της χιλιετούς ρωσικής παρουσίας στην μοναστική πολιτεία θα έπληττε σοβαρά τις ελληνορωσικές σχέσεις και θα ακύρωνε ουσιαστικά όλο το πλαίσιο εκδηλώσεων για το έτος Ρωσίας και Ελλάδας.

Η παντελής απουσία σοβαρής ατζέντας των επαφών που θα έχει στην Αθήνα ο Πρόεδρος Πούτιν είναι αποκαλυπτική της νέας φάσης στην οποία έχουν εισέλθει οι ελληνορωσικές σχέσεις, από τον «έρωτα» και τις φαντασιώσεις της πρώιμης κυβερνητικής περιόδου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, περί σωτηρίας από την Μόσχα, μέχρι την προσγείωση στην αγκαλιά της Ουάσιγκτον και του ΝΑΤΟ.

Η επίσκεψη Πούτιν γίνεται σε μια περίοδο που η ελληνική κυβέρνηση και προσωπικά ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας φαίνεται ότι έχουν κάνει μια στρατηγική επιλογή της πλήρους και απόλυτης πρόσδεσης στην απερχόμενη κυβέρνηση  Ομπάμα ελπίζοντας ότι το αντάλλαγμα θα είναι η πίεση προς την Ευρωζώνη για την μείωση του χρέους.

Η Μόσχα από πέρυσι την Άνοιξη όταν πραγματοποίησε την πρώτη επίσκεψη του ως πρωθυπουργός ο Αλέξης Τσίπρας παρακολουθεί στενά την πορεία και τις επιλογές της ελληνικής κυβέρνησης. Οι εντυπώσεις που άφησε η ελληνική κυβέρνηση η οποία με τις ιδεοληψίες του  Π. Λαφαζάνη, τις οποίες είχαν υιοθετήσει πλήρως τόσο ο κ. Τσίπρας αλλά και κορυφαίοι υπουργοί του όπως  ο Ι. Δραγασάκης, ήταν απολύτως αρνητικές. Οι διαρροές ότι ο κ. Πούτιν υποτίθεται υποσχέθηκε να δώσει «δώρο» 5 δισ. δολάρια έναντι των εσόδων που θα εισέπραττε η Ελλάδα για τον αγωγό Turkish Stream (που φυσικά ουδέποτε έγινε) έπληξαν σοβαρά την αξιοπιστία και την σοβαρότητα της νέας ελληνικής κυβέρνησης.

Οι  λεκτικοί παλικαρισμοί που ακολούθησαν περί ελληνικού βέτο στις αποφάσεις της Ε.Ε. για κυρώσεις εις βάρος της Ρωσίας κλπ, ακυρώνονταν με την ψήφιση των σχετικών ευρωπαϊκών αποφάσεων και από την Ελλάδα, πλήττοντας ακόμη περισσότερο την όποια αξιοπιστία είχε απομείνει στην ελληνική πλευρά. Είναι ενδεικτικό ότι ο κύκλος εργασιών μεταξύ Ρωσίας και Ελλάδας για το 2014 μειώθηκε κατά 40%, ενώ για το 2015 κατά 34%.

Η εκτίμηση η οποία διαμορφώθηκε στην Μόσχα ήταν ότι η κυβέρνηση  αφού επεχείρησε να αποσπάσει με «αέρα» οικονομικά ανταλλάγματα από την Ρωσία, κάτι  που όσοι στοιχειωδώς ασχολούνται με τα ρωσικά ζητήματα γνωρίζουν ότι δεν συμβαίνει πλέον μετά την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, χρησιμοποίησε το «φόβητρο» της ελληνορωσικής σχέσης, νομίζοντας ότι θα εκβιάσει τους δανειστές στην Ευρωζώνη και στην Ουάσινγκτον.

Η επιλογή μόλις δέκα ήμερες πριν από την άφιξη του Β. Πούτιν στην Ελλάδα να πραγματοποιηθεί με υπερβολική μάλιστα επισημότητα η τελετή εγκαινίων της έναρξης των εργασιών του αγωγού ΤΑΡ, δεν έγινε τυχαία από το κονσόρτσιουμ που κατασκευάζει τον αγωγό, που αποτελεί ευθέως ανταγωνιστικό έργο στα σχεδία της Ρωσίας για ανάπτυξη νότιου διαδρόμου για μεταφορά ρωσικού φυσικού αερίου μέσω της Μαύρης Θάλασσας προς  Νοτιοανατολική Ευρώπη και την Ιταλία.

Οι πανηγυρικές ομιλίες  στο πλαίσιο των εκδηλώσεων αυτών περί απεξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο και για συμβολή στην ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης αποτελούν ευθείες βολές εναντίον της Μόσχας.

Τα ευχολόγια για ενεργειακή συνεργασία Ελλάδας - Ρωσίας δεν θα λείψουν, όμως είναι σαφές ότι με τα σημερινά δεδομένα δεν υπάρχει προοπτική κατασκευής αγωγού που θα φέρνει φυσικό αέριο στην Ελλάδα, καθώς ούτε η Βουλγαρία ούτε η Τουρκία είναι έτοιμες να συμπράξουν σε ένα τέτοιο έργο.

Ένα ακόμη μείζον θέμα  έχει προκύψει σε ότι αφορά το ΝΑΤΟ. Η Ρωσία και ο Β. Πούτιν πάντοτε έδειχναν κατανόηση για τις υποχρεώσεις που έχει η Ελλάδα ως μέλος της Ατλαντικής  Συμμαχίας, όμως η τελευταία εξέλιξη που με πρόσχημα το μεταναστευτικό η Τουρκία και η Γερμάνια με την στήριξη των ΗΠΑ, έπεισαν την Ελλάδα να καλέσει το ΝΑΤΟ στο Αιγαίο, αποτελεί σοβαρό πλήγμα στην ρωσική πολιτική. Η δήλωση του αμερικανού υπουργού εξωτερικών Τζον Κέρι στην Σύνοδο Υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ (εκεί που ο κ. Κοτζιάς συμφώνησε για τα προβλήματα που δημιουργεί στο ΝΑΤΟ η Ρωσία) ότι και οι ΗΠΑ θα στείλουν ένα πολεμικό σκάφος στο Αιγαίο για να συνδράμει τα υπόλοιπα πλοία της Νατοϊκής Δύναμης, είναι προφανές ότι μόνο ενόχληση προκαλεί στην Μόσχα.

Η Ρωσία η οποία θεωρεί ότι κινήσεις όπως η νατοϊκή αντιπυραυλική ασπίδα που αναπτύσσεται με τις βασικές εγκαταστάσεις στην Ρουμανία, η ανάπτυξη αμερικανικών δυνάμεων στην Ανατολική Ευρώπη, η ενίσχυση της νατοϊκής παρουσίας στην Μαύρη Θάλασσα, η εχθρική στάση της Τουρκίας στην διέλευση ρωσικών ναυτικών  μονάδων από τον Βόσπορο και τα Στενά, δημιουργούν ψυχροπολεμικές συνθήκες, αντιμετωπίζει ως εχθρικές τις κινήσεις μετατροπής  του Αιγαίου  που είναι ζωτικό για την ανάπτυξη του ρωσικού στόλου, σε «νατοϊκή θάλασσα».

Όμως και ο τρόπος με τον οποίο η Ελληνική κυβέρνηση υπέκυψε στις αξιώσεις του Τ. Ερντογάν, που χρησιμοποίησε το μεταναστευτικό για να εκβιάσει τις Βρυξέλλες και την Αθήνα, δημιουργεί προβληματισμό στην Μόσχα. Γιατί ο εκβιασμός του Ερντογάν έχει οδηγήσει την Α. Μέρκελ, τον Αλ. Τσίπρα και την Κομισιόν να έχουν επιδοθεί σε έναν αγώνα ξεπλύματος του Ερντογαν, που αποτελεί  πλέον προσωπικό εχθρό του Β. Πούτιν.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος ο ρώσος υπουργός εξωτερικών Σ. Λάβροφ έσπευσε να προβάλλει δημοσίως την επιθετική πολιτική της Τουρκίας και τις συνεχείς και μαζικές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, εκθέτοντας έτσι την ίδια την ελληνική κυβέρνηση, με τον πρωθυπουργό που βρέθηκε στην Σμύρνη να μοιράζει τριαντάφυλλα με τον κ. Νταβούτογλου και τον κ. Κοτζιά να συναντάται με τον τούρκο ομόλογο του Μ. Τσαβούσογλου μετά από ένα διάστημα μαζικών παραβιάσεων στο Αιγαίο και αμφισβήτησης ελληνικής κυριαρχίας και να δηλώνεται από το ΥΠΕΞ ότι «Οι δύο Υπουργοί, κατά τη διάρκεια της συνάντησης η οποία διεξήχθη σε εποικοδομητικό κλίμα, συμφώνησαν ως προς την ανάγκη διατήρησης στενής συνεργασίας των δύο πλευρών, με στόχο τη μείωση των εντάσεων και προς αποφυγή πρόκλησης αναίτιας όξυνσης στις διμερείς σχέσεις».