Ξαναδιαβάζοντας τη Moody’s
Shutterstock
Shutterstock

Ξαναδιαβάζοντας τη Moody’s

Η Moody’s εξέδωσε τον «χρησμό» της σύμφωνα με τον οποίο διατήρησε το ελληνικό αξιόχρεο μία βαθμίδα κάτω από την Baa2 με σταθερές (όχι θετικές) προοπτικές.

Με αυτόν τον τρόπο έγινε ο μοναδικός οίκος από τους Fitch, S+P, DBRS και Scope που διατήρησε το Ελληνικό αξιόχρεο χαμηλότερα της επενδυτικής βαθμίδας.

Αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αρνητική έκπληξη διότι γενικά αναμενόταν ότι θα έδινε την επενδυτική βαθμίδα όπως έκαναν και οι άλλοι οίκοι.

Να σημειωθεί ότι οι υπόλοιποι οίκοι είχαν δώσει την επενδυτική βαθμίδα το Φθινόπωρο ενώ η Moody’s στην τελευταία της αξιολόγηση τον Σεπτέμβριο του 2023 είχε προχωρήσει σε μία διπλή αναβάθμιση στη βαθμίδα, (Ba1 με σταθερές προοπτικές), στην ίδια δηλαδή βαθμίδα που τη διατήρησε και σήμερα.

Συνεπώς, το ερώτημα που τίθεται, όσον αφορά την Moody’s, είναι εάν από τον Σεπτέμβριο μέχρι σήμερα παρατηρήθηκαν στην Ελληνική οικονομία μεταβολές που δικαιολογούσαν μία περαιτέρω βελτίωση του αξιόχρεου και μάλιστα με δεδομένο ότι η προηγούμενη αξιολόγηση ήταν αρκετά τολμηρή (δύο βαθμίδες).

Τους τελευταίους πέντε μήνες παρατηρούμε τρία γεγονότα:

α) Έχουν γίνει ορισμένες κινήσεις μεταρρυθμιστικού χαρακτήρα οι οποίες όμως δεν είχαν άμεσο οικονομικό χαρακτήρα. Ποιο σημαντικές είναι οι κινήσεις περιορισμού της σκιώδους οικονονομίας.

β) Έχει προχωρήσει το placement των τραπεζών στον ιδιωτικό τομέα. Παράλληλα η κερδοφορία τους μείωσε το βάρος της αναβαλλόμενης φορολογίας στα κέρδη τους, άρα βελτιώνεται η υγεία των ίδιων κεφαλαίων τους ενώ ταυτοχρόνως μειώθηκε περαιτέρω το βάρος των κόκκινων δανείων. Όμως οι εξελίξεις αυτές θα αποτυπωθούν στους ισολογισμούς αργότερα.

γ) Έχει αρχίσει να γίνεται αισθητή μία κοινωνική δυσφορία δεδομένου ότι οι αυξήσεις των αποδοχών δεν εμφανίζουν επαρκή δυναμισμό για να εξομαλύνουν το πληθωριστικό σοκ του 2022 και κατά συνέπεια το επίπεδο διαβίωσης παραμένει ακριβό με αποτέλεσμα να εντοπίζονται αρνητικές επιδράσεις στην κατανάλωση και την αποταμίευση και κατ’ επέκταση στον ρυθμό ανάπτυξης που έγινε αισθητό το τελευταίο τρίμηνο του 2023.

Ως τελικό αποτέλεσμα η Ελληνική οικονομία υπεραποδίδει σε σύγκριση με την Ευρωπαϊκή οικονομία αλλά, όπως αναμέναμε, σε χαμηλή πτήση ανάπτυξης. Παράλληλα θετικά εμφανίζονται οι εξελίξεις στο δημοσιονομικό και εξωτερικό ισοζύγιο πληρωμών χωρίς όμως ούτε ο ρυθμός ανάπτυξης ούτε οι δημοσιονομικές και εξωτερικές οικονομικές εξελίξεις να σηματοδοτούν κάποια θετικά σημεία καμπής στην οικονομική ανάπτυξη. Αντιθέτως, δημιουργούνται προϋποθέσεις πολιτικών πιέσεων.

Ας μην ξεχνάμε ότι αυτές οι αξιολογήσεις έχουν έναν ορίζοντα δεκαετίας που καλύπτει την περίοδο μέχρι και μετά το 2032 το οποίο αποτελεί έτος μεταβολής στη διοίκηση των δημόσιων οικονομικών (περίοδος χάριτος).

Για τον μακροπρόθεσμο ορίζοντα επισημαίνονται οι αδυναμίες της πληθυσμιακής εξέλιξης και του μονοδιάσταστου (τουρισμός - ναυτιλία) μοντέλου ανάπτυξης. Η επίκληση όμως του υψηλού δημόσιου χρέους ως αρνητικό παράγοντα «ξεχνάει» τη ρύθμισή του που έχει ως αποτέλεσμα (δέκα χρόνια) μόνο ένα πολύ μικρό μέρος να διακινείται στις διεθνείς αγορές.

Συμπερασματικά, ο συνδυασμός της καθυστερημένης γενναίας αναβάθμισης από την Moody’s της Ελληνικής οικονομίας τον Σεπτέμβριο του 2023 σε συνδυασμό με τη θετική αλλά χαμηλή πτήση ανάπτυξης της Ελληνικής οικονομίας για τα αμέσως επόμενα χρόνια αποδυνάμωσαν τις προϋποθέσεις αναβάθμισης.

Το γεγονός έχει αρνητικές αλλά και ασθενείς θετικές επιπτώσεις.

Θετικές διότι η Ελληνική οικονομία διατηρεί ορισμένα στοιχεία αναδυόμενης αγοράς, γεγονός που προσελκύει και κεφάλαια με διαφορετικό προορισμό από τις ανεπτυγμένες αγορές τα οποία είναι αρκετά κοντά σε διεθνείς ανταγωνιστικές Ελληνικές επιχειρηματικές δραστηριότητες (π.χ. τράπεζες). Έτσι η αναβάθμιση θα έφερνε στην Ελλάδα κάποια δις (που προσανατολίζονται στις ώριμες αγορές) αλλά ταυτοχρόνως θα στερούνταν κάποια από αυτά που δραστηριοποιούνται στις μη ώριμες οικονομίες.

Αρνητικές διότι δίνει ένα σήμα ότι στην Ελληνική οικονομία, παραμένουν αξιόλογα οικονομικά προβλήματα προς επίλυση.

Συνεπώς, διαμορφώνεται η ανάγκη αναδιοργάνωσης των πολιτικών προτεραιοτήτων προς την κατεύθυνση της οργάνωσης μίας καλύτερης από την προβλεπόμενη, υπό κανονικές συνθήκες, οικονομικής πορείας. Αυτό θα πρέπει να συμβεί αμέσως μετά τις Ευρωεκλογές και θα πρέπει να πάρει τη μορφή ουσιαστικών οικονομικών μεταρρυθμιστικών όπως αλλαγών στο δικαστικό σύστημα, στη δημοσιονομική ενδυνάμωση και στη βελτίωση της τραπεζικής λειτουργίας.

Και οι τρεις αυτοί παράγοντες θα μπορούσαν να λειτουργήσουν βελτιωτικά τον Σεπτέμβριο του 2024 (νέα αξιολόγηση Moody’s) αφού ήδη βρίσκονται (δικαστικό, παραοικονομία, τράπεζες) σε κίνηση, ενώ η γεωστρατηγική επιδείνωση αρνητικά.

Ας το κατανοήσουμε όλοι, η Ελληνική οικονομία έχει μπροστά της ένα μαραθώνιο δρόμο βελτίωσης και όχι έναν αγώνα ταχύτητας.

* Ο Παναγιώτης Πετράκης είναι Ομ. Καθηγητής στο ΕΚΠΑ.