Μέχρι τώρα πολλοί αναρωτιούνταν αν η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από τους οίκους αξιολόγησης μπορεί να επηρεάσει την τσέπη μας.
Χρειάστηκε κόπος και χρόνος για να πειστεί μέρος της κοινής γνώμης ότι εκτιμάς περισσότερο αυτό που έχεις όταν το χάνεις.
Κάτι που σημαίνει ότι καταλάβαμε για τα καλά τι σημαίνει να ζεις χωρίς επενδυτική βαθμίδα από το 2010 και για τουλάχιστον μια 10ετία.
Πάμε τώρα στο ερώτημα του τίτλου: «Τρώγεται η παραγωγικότητα της εργασίας». Και πάλι η απάντηση είναι καταφατική. Ναι τρώγεται διότι συνδέεται άμεσα με το επίπεδο των μισθών. Και δυστυχώς πρέπει να λάβουμε πολύ σοβαρά υπόψη μας τις επισημάνσεις στην πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το πόσο χαμηλά εξακολουθεί να βρίσκεται η παραγωγικότητα της εργασίας συγκριτικά με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Η έκθεση της Κομισιόν για το 2025 δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες: η Ελλάδα εξακολουθεί να εμφανίζει τη χαμηλότερη παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας στην ΕΕ, μόλις στο 56,2% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Αυτό δεν είναι απλώς ένα στατιστικό στοιχείο.
Είναι η βάση πάνω στην οποία χτίζεται το επίπεδο των αμοιβών, η διαπραγματευτική ισχύς των εργαζομένων αλλά και οι δυνατότητες της χώρας να προσελκύσει επενδύσεις και να δημιουργήσει σταθερές θέσεις εργασίας.
Αν αυτό το νούμερο σας φαίνεται ανησυχητικό, να προσθέσουμε ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, σε όρους αγοραστικής δύναμης, ανέρχεται μόλις στο 70% του μέσου όρου της ΕΕ. Μια χώρα που βίωσε την επενδυτική «δίψα» και το brain drain, συνεχίζει να βασίζεται κυρίως σε τομείς με χαμηλή προστιθέμενη αξία — τουρισμός, εστίαση, στέγαση.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, η ελληνική οικονομία εξαρτάται υπέρμετρα από τομείς χαμηλής παραγωγικότητας, ενώ η απασχόληση στη βιομηχανία μέσης-υψηλής τεχνολογίας φτάνει μόλις στο 1,4% — σε σύγκριση με 6% στην ΕΕ.
Και επειδή τίποτα δεν είναι τυχαίο, ακόμη και εκεί που υπάρχει αύξηση της απασχόλησης, το πρόβλημα παραμένει: οι απολαβές δεν μπορούν να αυξηθούν αν δεν αυξάνεται η παραγωγικότητα. Όπως αναφέρεται ρητά στο κείμενο της Επιτροπής, η διαρθρωτικά χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας περιορίζει τα περιθώρια για περαιτέρω αύξηση των μισθών και τελικά υπονομεύει τη μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Η Ελλάδα, στην πράξη, έχει εξαντλήσει τα περιθώρια βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας μέσω της μείωσης του κόστους εργασίας, όπως έγινε την περίοδο 2010–2019. Αν δεν υπάρξει άλμα στην καινοτομία, στην τεχνολογική αναβάθμιση των επιχειρήσεων, στην αναβάθμιση δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού, τα μισθολογικά κέρδη θα είναι οριακά και σίγουρα ευάλωτα.
Η Κομισιόν το λέει κομψά: «Η εξάρτηση από περαιτέρω μειώσεις των μισθών ενδέχεται να καταστεί κοινωνικά μη βιώσιμη». Αλλά στην ουσία, μάς καλεί να δώσουμε απαντήσεις σε ένα κρίσιμο ερώτημα: Θέλουμε ανάπτυξη με όρους ποιότητας και βιωσιμότητας ή θα μείνουμε κολλημένοι σε ένα μοντέλο φθηνής, αλλά και φτωχής εργασίας;
Το στοίχημα είναι ξεκάθαρο. Και δεν θα κερδηθεί μόνο με το να ανέβει ο μικτός μισθός στα 1.500 ευρώ μέχρι το τέλος του 2027. Ο δρόμος θα είναι πολύ πιο μακρύς και δύσβατος...