Ουκρανία και ξηρασία στέλνουν τις τιμές των τροφίμων ακόμα πιο ψηλά

Ουκρανία και ξηρασία στέλνουν τις τιμές των τροφίμων ακόμα πιο ψηλά

Έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, με τις αγορές μετοχών και ομολόγων να ταλαιπωρούνται, το επενδυτικό ενδιαφέρον στρέφεται όλο και περισσότερο προς τις αγορές εμπορευμάτων. Οι επιπτώσεις της ουκρανικής κρίσης σχεδόν μονοπωλούν τις συζητήσεις, όμως την ίδια στιγμή έχουμε πολύ σημαντικές εξελίξεις και σε άλλα μέρη του κόσμου, με σοβαρές συνέπειες στην παγκόσμια αγορά τροφίμων. Οι καιρικές συνθήκες στη Νότιο Αμερική, ειδικότερα στη Βραζιλία και την Αργεντινή, έχουν καταφέρει σημαντικό πλήγμα στη σοδειά των φασολιών σόγιας οδηγώντας την τιμή της σόγιας σε όλο και υψηλότερα επίπεδα. Η άνοδος της τιμής της σόγιας, παρασύρει και το καλαμπόκι, το οποίο επηρεάζεται και από τις εξελίξεις στην Ουκρανία, όπως βέβαια και το σιτάρι. Όλα αυτά προκαλούν μεγάλο πονοκέφαλο σε πάρα πολλές κυβερνήσεις ανά τον κόσμο, σε μεγάλες και μικρές επιχειρήσεις και βέβαια στους πολίτες πάρα πολλών χωρών.

Τα φασόλια σόγιας είναι ένα από τα σημαντικότερα αγροτικά προϊόντα, πολύτιμο και απόλυτα απαραίτητο σε πολλές ασιατικές χώρες. Όμως, το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας παραγωγής είναι συγκεντρωμένο στη Βόρειο και τη Νότιο Αμερική, δηλαδή στις ΗΠΑ, τη Βραζιλία και την Αργεντινή, που μαζί παράγουν περίπου το 80% της παγκόσμιας σοδειάς. Όταν λοιπόν η σοδειά των δύο από αυτές τις χώρες αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, λόγω της ξηρασίας που έχει πλήξει μεγάλες περιοχές των δύο χωρών, είναι δύσκολο να μην επηρεαστεί η τιμή των φασολιών. Σύμφωνα με εκτιμήσεις ειδικών, η σοδειά στη Βραζιλία θα είναι η χαμηλότερη της τελευταίας πενταετίας, καθώς μόνο τον Φεβρουάριο είναι κατά 20% χαμηλότερη της περσινής. Στην Αργεντινή, υπάρχει φόβος να επαναληφθεί η καταστροφική σοδειά του 2018.

Η κακή νοτιοαμερικανική σοδειά έχει φοβίσει τους εισαγωγείς σόγιας, με πρώτη απ’ όλες την Κίνα, η οποία τελικά δεν μειώνει σημαντικά τις παραγγελίες της από τις ΗΠΑ, αντίθετα με ότι διαμήνυε νωρίτερα στις αγορές. Απ’ ότι φαίνεται, η Κίνα δεν θέλει να ρισκάρει να μείνει χωρίς τα απαραίτητα αποθέματα σόγιας, η οποία χρησιμοποιείται και σαν ζωοτροφή, ως σογιάλευρο, και ως βρώσιμο λάδι για ανθρώπινη κατανάλωση. Αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων είναι η συνεχής άνοδος της χρηματιστηριακής τιμής των φασολιών σόγιας. Μέσα στην εβδομάδα που διανύουμε έφθασε το υψηλό του περασμένου Μαΐου, ανεβαίνοντας πάνω από τα 16,60 δολάρια/μπούσελ, ανεβασμένη κατά 35% από τα χαμηλά που σημείωσε τον Νοέμβριο που μας πέρασε. Αν τα νέα για τη νοτιοαμερικανική σοδειά δεν καλυτερέψουν, η υπέρβαση των σημερινών επιπέδων δεν θα αργήσει και θα ανοίξει ο δρόμος προς τα ιστορικά υψηλά των 17,70 δολαρίων/μπούσελ.

Η συνεχής άνοδος των φασολιών σόγιας ήταν αδύνατον να μην επηρεάσει και το καλαμπόκι, παρά το γεγονός πως δεν εμφανίστηκαν προβλήματα στην προηγούμενη συγκομιδή και τα παγκόσμια αποθέματα βρίσκονται σε αρκετά υψηλά επίπεδα. Αυτό όμως δεν είναι παράλογο, καθώς και οι δύο καρποί χρησιμοποιούνται για ζωοτροφές και όταν η μία από τις δύο ακριβαίνει, κάποιοι εισαγωγείς στρέφονται στην άλλη ενώ ορισμένοι καλλιεργητές αλλάζουν από τη μία στην άλλη προσπαθώντας να πετύχουν μεγαλύτερα κέρδη. Οι επενδυτές λοιπόν ανεβάζουν τις τιμές υποθέτοντας πως η ακριβή τιμή των φασολιών σόγιας θα αυξήσει τη ζήτηση για καλαμπόκι. Έτσι, η τιμή του ανεβαίνει σταθερά από τον προηγούμενο Σεπτέμβριο, όταν βρισκόταν κοντά στα 5 δολάρια/μπούσελ, και αυτές τις μέρες έχει φθάσει στα 6,8 δολάρια/μπούσελ, πλησιάζοντας σταδιακά τα υψηλά του περασμένου Μαΐου, όταν είχε αγγίξει τα 7,75 δολάρια. Και εδώ, όπως στα φασόλια σόγιας, φαίνεται πως η Κίνα έχει έντονη δραστηριότητα παραγγέλλοντας μεγάλες ποσότητες καλαμποκιού.

Παρατηρητές της αγοράς, σύμφωνα με το Reuters, υποθέτουν πως η Κίνα φοβάται πως ορισμένοι καλλιεργητές καλαμποκιού θα σπείρουν τα χωράφια τους με σόγια προκειμένου να εκμεταλλευθούν τις νοτιοαμερικανικές δυσκολίες, μειώνοντας το ύψος της επόμενης συγκομιδής. Τις τελευταίες εβδομάδες, η αγορά καλαμποκιού έχει αρχίσει να επηρεάζεται και από την ουκρανική κρίση, αφού η Ουκρανία κατέχει σημαντικό μερίδιο στις παγκόσμιες εξαγωγές καλαμποκιού, κοντά στο 15%. Μάλιστα, το ουκρανικό καλαμπόκι είναι περιζήτητο στην Κίνα, λόγω του ότι δεν προέρχεται από γενετικά τροποποιημένες ποικιλίες. Η ουκρανική πρόοδος στην καλλιέργεια καλαμποκιού είναι πραγματικά εντυπωσιακή, καθώς η περσινή συγκομιδή ήταν σχεδόν δέκα φορές παραπάνω από την αντίστοιχη του 2001. Δεν χρειάζεται πολύ σκέψη για να καταλάβουμε πως αν οι επενδυτές υποψιαστούν πως θα παρουσιαστούν πραγματικά προβλήματα στις ουκρανικές εξαγωγές, η τιμή του καλαμποκιού όχι μόνο θα φθάσει τα περσινά ψηλά, αλλά μπορεί και να πλησιάσει τα ιστορικά υψηλά του 2012, στην περιοχή των 8,25 δολαρίων/μπούσελ.

Τα πράγματα για το σιτάρι είναι μάλλον απλούστερα. Εδώ δεν μας επηρεάζει η κατάσταση στη Νότια Αμερική, ξέρουμε όμως πως η καλοκαιρινή ξηρασία στον Καναδά και τις βόρειες πολιτείες των ΗΠΑ, έχει μειώσει κάπως την προσφορά και υποστηρίζει την ανοδική πορεία της τιμής του, η οποία έχει αρχίσει από την άνοιξη του 2020, όταν το σιτάρι βρισκόταν κάτω από τα 5 δολάρια/μπούσελ. Το περασμένο καλοκαίρι είχε φθάσει τα 8,55 δολάρια/μπούσελ, για να διορθώσει κάπως στη συνέχεια. Από τις αρχές του Φεβρουαρίου όμως άρχισε νέα άνοδος, από τα 7,5 δολάρια και χθες Τετάρτη ξεπέρασε με άνεση τα περσινά υψηλά, φθάνοντας στα 8,85 δολάρια, πολύ κοντά στα υψηλά της τελευταίας δεκαετίας.

Η εξήγηση για την άνοδο είναι εξαιρετικά απλή. Η Ρωσία είναι η μεγαλύτερη εξαγωγική δύναμη στον κόσμο και η Ουκρανία επίσης κατέχει σημαντική θέση. Σύμφωνα με υπολογισμούς του Bloomberg, οι δύο χώρες μαζί κατέχουν μερίδιο μεγαλύτερο του 25% στις παγκόσμιες εξαγωγές σιταριού. Παρότι, μέχρι τώρα τουλάχιστον, τα φορτία σιταριού φεύγουν χωρίς προβλήματα από τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, είναι προφανές πως οι αγορές τιμολογούν πλέον το ρίσκο ενός «ατυχήματος». Αν όμως το «ατύχημα» συμβεί πραγματικά, το σιτάρι μπορεί να γίνει ακόμα πιο ακριβό, να ξεπεράσει τα 9,40 δολάρια του 2012 και, γιατί όχι, να αρχίσει να κοιτάζει προς τα ιστορικά υψηλά των 12 δολαρίων/μπούσελ, που είχαν σημειωθεί το 2007.

Η αύξηση των τιμών αυτών των πολύ σημαντικών αγροτικών προϊόντων έρχεται σε μία πολύ κακή στιγμή για την παγκόσμια οικονομία και τους καταναλωτές ανά τον κόσμο, αφού εδώ και πολλούς μήνες ο πληθωρισμός έχει αρχίσει να γίνεται πολύ αισθητός, σχεδόν σε κάθε τομέα που ενδιαφέρει τους πολίτες. Τα καύσιμα, το ηλεκτρικό ρεύμα, σχεδόν όλα τα τρόφιμα, κοστίζουν αυτή τη στιγμή πολύ παραπάνω απ’ ότι πριν έναν χρόνο. Αν δεν διαψευσθούν οι βάσιμες υπόνοιες για συνέχιση της ανόδου τους, η κατάσταση θα χειροτερέψει ακόμα περισσότερο, δημιουργώντας δυσεπίλυτα προβλήματα στους προϋπολογισμούς των πολιτών και των κυβερνήσεων, αλλά και στους διοικητές των κεντρικών τραπεζών.