Οι σχέσεις Ευρώπης-Γερμανίας δεν θα είναι ποτέ πια ίδιες

Οι σχέσεις Ευρώπης-Γερμανίας δεν θα είναι ποτέ πια ίδιες

Μία ιστορική αλλαγή συντελείται στην Ευρώπη και αφορά στον τρόπο που αντιμετωπίζουν πλέον τη Γερμανία οι χώρες-μέλη της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Βερολίνο ούτε απομονωμένο είναι ούτε οι Ευρωπαίοι σκοπεύουν να το στείλουν στο… πυρ το εξώτερον. Όμως ο «φόβος» ή το «δέος» της εποχής της Άνγκελα Μέρκελ και της κρίσης χρέους, έχουν δώσει τη θέση τους στην αμφισβήτηση και στην επιφυλακτικότητα εν τω μέσω του ενεργειακού και πληθωριστικού τυφώνα.

Και αν όλα αυτά δεν γίνουν αισθητά κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής της Πράγας, είναι τόσες οι εκκρεμότητες που καλείται να αντιμετωπίσει με «αλληλεγγύη» η Ευρώπη, που θα φανούν εν ευθέτω χρόνω, ήτοι μέσα στο 2023 όταν η Γερμανία θα πιέσει για την επαναφορά του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.

Πολλά έχουν γραφτεί τις τελευταίες ημέρες για το ρόλο του Βερολίνου στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των χωρών-μελών της ΕΕ με στόχο τη χάραξη μιας ενιαίας ενεργειακής πολιτικής. Με φόντο το… παχυλό δημοσιονομικό πακέτο των 200 δισ. ευρώ που αποφάσισε να βγάλει η γερμανική κυβέρνηση από τα κρατικά ταμεία – εκτός προϋπολογισμού – για να χρηματοδοτήσει τα μέτρα που θα χρειαστεί να εφαρμόσει για ελαφρύνει το βάρος νοικοκυριών και επιχειρήσεων, η Γερμανία χαρακτηρίζεται «απομονωμένη».

Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης δύσκολα θα βρεθεί στην ευρωπαϊκή απομόνωση. Εξάλλου, είναι η πολλοστή φορά που τα εθνικά συμφέροντα των χωρών-μελών υπερτερούν των ευρωπαϊκών και δεν είναι μόνο η Γερμανία. Αυτό που έχει αλλάξει σε σύγκριση με άλλες κρίσεις είναι ότι δεν πλήττονται μόνο τα ασθενέστερα οικονομικά κράτη, αλλά και οι χώρες του Βορρά. 

Επίσης, χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία, βρίσκονται σε πολύ καλύτερη οικονομική κατάσταση από τα χρόνια των μνημονίων και έχουν ενισχύσει τις φωνές τους. Σε τέτοιο βαθμό που δεν διστάζουν πλέον να «καρφώσουν» τη Γερμανία για τη στάση της κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης. 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ισπανία. Στα μέσα Ιουλίου, η Κομισιόν παρουσίασε μία πρόταση για τη μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου κατά 15% σε σύγκριση με τα προ κρίσης επίπεδα, σε μία ένδειξη αλληλεγγύης στο πολύ σοβαρό πρόβλημα που αντιμετώπιζε η Γερμανία και στον κίνδυνο μεγάλων ελλείψεων κατά τους χειμερινούς μήνες. Τότε, η αντίδραση της ισπανικής κυβέρνησης θύμισε την κρίση χρέους της Ευρωζώνης: «Σε αντίθεση με άλλες χώρες, εμείς οι Ισπανοί δεν έχουμε ζήσει πέρα από τις δυνατότητές μας, σε ό,τι αφορά την ενέργεια», είχαν διαμηνύσει οι Ισπανοί, σαν να ήθελαν να πάρουν το αίμα τους πίσω για την Ελλάδα και την εποχή που οι Γερμανοί αξιωματούχοι κουνούσαν το δάχτυλο προς ολόκληρο τον Νότο, υποστηρίζοντας ότι χώρες όπως η Ελλάδα ζούσαν για πολλά χρόνια χωρίς δημοσιονομική πειθαρχία και πέρα από τις δυνατότητές τους.

Η λέξη «αλληλεγγύη» χρησιμοποιείται πολλές φορές καταχρηστικά και ακόμα περισσότερες φορές, εύκολα. Γιατί δεν υπάρχουν όρια ούτε ελάχιστης, ούτε μέγιστης αλληλεγγύης. Είναι εύκολο να πει κανείς ότι τα πιο ισχυρά κράτη πρέπει να βοηθούν τα πιο αδύναμα, αλλά είναι αδύνατο να μπουν όρια στο «πόσο» και στο «μέχρι πότε».

Είναι σημαντική η Σύνοδος Κορυφής της Πράγας; Ναι, είναι η απάντηση και για πολλούς λόγους, όπως η αναμενόμενη συμφωνία για το πλαφόν στις τιμές του φυσικού αερίου, η ευρύτερη συνεννόηση των χωρών της Γηραιάς Ηπείρου κυρίως σε ενεργειακά θέματα, πέρα από τα όρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και η συμμετοχή της βρετανίδας πρωθυπουργού, Λιζ Τρας, και του Τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Η Σύνοδος θα ολοκληρωθεί και κάποιες αποφάσεις θα ληφθούν. Αποφάσεις που δεν θα αλλάξουν τον ρου της ιστορίας, ούτε θα δώσουν οριστική λύση στην ενεργειακή κρίση που πλήττει την Ευρώπη. Το βασικό σενάριο σήμερα προβλέπει ότι η Γερμανία θα περάσει τον χειμώνα σε ύφεση και τουλάχιστον έως την ερχόμενη άνοιξη. Η ενεργειακή κρίση κάποια στιγμή θα περάσει και αυτή και θα αρχίσουν οι συζητήσεις για την επαναφορά των δημοσιονομικών κανόνων.

Εκεί θα φανεί η μεγάλη αλλαγή που συντελείται σήμερα στον τρόπο που αντιμετωπίζεται πλέον η Γερμανία και εκεί το Βερολίνο ενδέχεται να αναγκαστεί να κάνει τις πιο ουσιαστικές υποχωρήσεις μέχρι… τις επόμενες. Τόσο ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς όσο και ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ απορρίπτουν κάθε συζήτηση για αλλαγή του κανόνα του 3% στο έλλειμμα και του 60% στο χρέος. Επειδή, ωστόσο, η πραγματικότητα έχει ξεπεράσει το Σύμφωνο, είναι δεδομένο ότι το επόμενο πλαίσιο που θα εφαρμοστεί θα είναι πολύ πιο ευέλικτο, δεν θα εμπεριέχει λ.χ. τον κανόνα του 1/20 που ισχύει για τη μείωση του χρέους.