Οι ελπίδες της επενδυτικής βαθμίδας και ο «πονοκέφαλος» της ακρίβειας

Οι ελπίδες της επενδυτικής βαθμίδας και ο «πονοκέφαλος» της ακρίβειας

Με την επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα των οίκων αξιολόγησης κλείνει ο κύκλος της χειρότερης οικονομικής κρίσης στη μεταπολεμική ιστορία και ανοίγει ο δρόμος για την εισροή διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων που θα στηρίξουν την αναπτυξιακή προσπάθεια.

Η μεγάλη πρόκληση πλέον για την οικονομική πολιτική είναι να τεθεί υπό έλεγχο ο πληθωρισμός των τροφίμων και άλλων βασικών καταναλωτικών αγαθών, ένα φαινόμενο που ρίχνει βαριά σκιά στην οικονομία και υποσκάπτει το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών.

Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για τους ελληνικούς κρατικούς τίτλους, αρχικά με την αναβάθμιση από τον οίκο S&P και πιο πρόσφατα από τον οίκο Fitch επαναφέρει τη χώρα στη θέση που είχε χάσει με την οικονομική κατάρρευση του 2010. Το γεγονός ότι ήδη δύο από τους τέσσερις μεγάλους οίκους αξιολόγησης τοποθετούν τους ελληνικούς τίτλους στην επενδυτική βαθμίδα δίνει τέλος σε μια ιστορική στρέβλωση, να αποτελεί η χώρα μας τη μοναδική στην ευρωζώνη που δεν θεωρείται ασφαλής για ξένες επενδύσεις. 

Για μια χώρα που έχει απόλυτη την ανάγκη την εισροή ξένων κεφαλαίων, για έμμεσες επενδύσεις (σε ομόλογα, στο Χρηματιστήριο Αθηνών), όσο και σε άμεσες, δηλαδή σε πρότζεκτ της πραγματικής οικονομίας, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι ένα γεγονός υψίστης σημασίας και την επιτυχία πιστώνεται η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, που ακολούθησε με συνέπεια μια σοβαρή οικονομική πολιτική, επιτυγχάνοντας τους καλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης στην ευρωζώνη χωρίς δημοσιονομικές αποκλίσεις.

Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας δεν είναι ένα γεγονός που αξίζει να συζητείται μόνο στους επιχειρηματικούς και επενδυτικούς κύκλους μεταξύ ειδικών. Είναι ένα γεγονός που αλλάζει, όσο και αν δεν το αντιλαμβανόμαστε άμεσα, πολλές παραμέτρους της οικονομικής ζωής και της καθημερινότητας των επιχειρήσεων και των πολιτών.

Αρκεί να αναφερθεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: τα επιτόκια των μακροχρόνιας διάρκειας τίτλων του Δημοσίου, που αποτελούν τη βάση για τον υπολογισμό του κόστους δανεισμού επιχειρήσεων και νοικοκυριών, είναι πλέον τόσο χαμηλά, ώστε να συγκρίνονται ευθέως με τα αντίστοιχα επιτόκια των άλλων χωρών του Νότου.

Είχαν κινηθεί προς το 5% το φθινόπωρο του 2022, αλλά πλέον συμπιέζονται προς το 3%. Έτσι, διαμορφώνονται οι συνθήκες για τον χαμηλότοκο δανεισμό των ελληνικών επιχειρήσεων, αλλά και των νοικοκυριών, ώστε να χρηματοδοτηθεί η οικονομική ανάπτυξη των επόμενων ετών.

Βεβαίως, πρέπει να ειπωθεί ότι η αναβάθμιση στο πρώτο σκαλί της επενδυτικής βαθμίδας είναι ένας ενδιάμεσος σταθμός και όχι ένα τέλος διαδρομής. Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα ακόμη στη δεύτερη κατηγορία των οίκων (BBB), ενώ προ της κρίσης είχε κατακτήσει την πρώτη (A).

Για να ανεβεί κι άλλα σκαλοπάτια, θα πρέπει να επιτύχει πρόοδο στο κρίσιμο σημείο που επισημαίνει με έμφαση ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας: να μειωθεί το χρέος σε απόλυτες τιμές και όχι μόνο ως ποσοστό του ΑΕΠ, κάτι που προϋποθέτει ότι θα επιτυγχάνονται σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα που θα ξεπερνούν τους τόκους. Μόνο έτσι θα φθάσουμε με ασφάλεια στο ορόσημο του 2032, όταν λήγει η ευνοϊκή ρύθμιση με τους Ευρωπαίους για τα χρεολύσια των δανείων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας.

Η πρόκληση της ακρίβειας

Όσο και αν είναι σημαντική η πιστοληπτική αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας, όλες οι έρευνες κοινής γνώμης δείχνουν τους τελευταίους μήνες ότι το πρώτο που προβληματίζει την πλειονότητα των πολιτών είναι η ακρίβεια στα βασικά καταναλωτικά αγαθά. 

Επιτυχίες στην οικονομία, όπως η μείωση της ανεργίας για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια κάτω από το 10% και η αύξηση των ονομαστικών μισθών και συντάξεων, δεν επαρκούν για μια αισθητή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών, όταν στα σούπερ μάρκετ, τα εμπορικά καταστήματα και τις λαϊκές αγορές διαπιστώνουν πως τα χρήματά τους χάνουν συνεχώς την αξία τους. Ότι, δηλαδή, το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα συρρικνώνεται, αντί να αυξάνεται.

Από το τέλος του 2020 ως και τον Οκτώβριο του 2023, η οικονομία υπέστη ένα πληθωριστικό σοκ, το ισχυρότερο από την κυκλοφορία του ευρώ, με το γενικό επίπεδο των τιμών να ανεβαίνει κατά 17%. Στο τέλος Οκτωβρίου, ο ρυθμός του πληθωρισμού είχε πέσει στο 3%, κυρίως χάρη στην αποκλιμάκωση των τιμών της ενέργειας, που εκτινάχθηκαν στα ύψη μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Ωστόσο, ο τιμάριθμος της διατροφής εξακολουθούσε να «τρέχει» με τριπλάσιο ρυθμό, 9%, προκαλώντας μια πολύ σοβαρή οικονομική αιμορραγία πρωτίστως στα οικονομικά ασθενέστερα νοικοκυριά, που αφιερώνουν μεγάλο μέρος του μηνιαίου προϋπολογισμού τους στα πιο βασικά καταναλωτικά αγαθά.

Τα στατιστικά στοιχεία της Eurostat επιτρέπουν πλέον με αρκετή ασφάλεια να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ένα μεγάλο μέρος αυτής της ισχυρής πληθωριστικής πίεσης προήλθε από την αύξηση των επιχειρηματικών κερδών, τον λεγόμενο «πληθωρισμό της απληστίας», στον οποίο έχει αναφερθεί και ο πρωθυπουργός.

Σύμφωνα με την Eurostat και όσον αφορά την «έκρηξη» των τιμών μέσα στο 2022, η Ελλάδα, μαζί με άλλες δύο χώρες της Ευρώπης ήταν αυτές όπου παρατηρήθηκε ότι τα επιχειρηματικά κέρδη είχαν με μεγάλη διαφορά τη μεγαλύτερη συμβολή στην αύξηση των τιμών από τους δύο άλλους κύριους συντελεστές του πληθωρισμού, τις αμοιβές της εργασίας και τους φόρους.

Με άλλα λόγια, οι επιχειρήσεις εκμεταλλεύθηκαν την ευκαιρία που τους δόθηκε από τις εισαγόμενες αυξήσεις τιμών (σε ρεύμα, φυσικό αέριο, πρώτες ύλες κ.α.) για να ενισχύσουν την κερδοφορία τους. Πράγματι, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει επισημάνει ότι το 2022 ήταν μια εξαιρετικά καλή χρονιά για την κερδοφορία των επιχειρήσεων και όχι μόνο για αυτές που κατ’ εξοχή είχαν  έκτακτα υπερκέρδη, όπως οι ενεργειακές, που πλήρωσαν και έκτακτους φόρους.

Η κυβέρνηση φάνηκε να αντιλαμβάνεται ότι ήταν επιτακτική ανάγκη να παρέμβει για τον έλεγχο των περιθωρίων κέρδους ήδη από τα τέλη της περιόδου της πανδημίας, όταν είχαν κάνει την εμφάνισή τους τα πρώτα φαινόμενα κερδοσκοπικών ανατιμήσεων σε ορισμένα είδη.

Καθιέρωσε τη γνωστή διάταξη που περιόριζε στο επίπεδο του τέλους Σεπτεμβρίου 2021 το ανώτατο επιτρεπόμενο περιθώριο κέρδους των επιχειρήσεων, μια διάταξη με έκτακτο χαρακτήρα, που έκτοτε συνεχώς ανανεώνεται και πλέον θα ισχύει τουλάχιστον έως το τέλος Ιουνίου 2024.

Όμως, για μεγάλη περίοδο το πρόβλημα φαίνεται ότι υποτιμήθηκε, καθώς δόθηκε έμφαση σε διάφορες έκτακτες ενισχύσεις επιδοματικού χαρακτήρα για την αντιστάθμιση των υψηλών τιμών και προέβλεπε ότι η έξαρση του πληθωρισμού δεν θα είχε μεγάλη διάρκεια.

Έτσι, ενώ οι ελεγκτικοί μηχανισμοί είχαν στα χέρια τους ένα πολύ ισχυρό «όπλο», το πλαφόν στο περιθώριο κέρδους, δεν προχώρησαν σε σαρωτικούς ελέγχους σε όλα τα στάδια της αγοράς, με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις να εκτραπούν σε εντελώς αδικαιολόγητες ανατιμήσεις, που πλέον έχουν ενσωματωθεί σε μόνιμη βάση στο γενικό επίπεδο τιμών, παρότι ο ρυθμός των ανατιμήσεων τους τελευταίους μήνες υποχωρεί.

Έστω και τώρα, το υπουργείο Ανάπτυξης οφείλει να αξιοποιήσει στο έπακρο το έκτακτο θεσμικό «όπλο» που έχει, προχωρώντας σε εκτεταμένους ελέγχους για διαπιστωθεί ποιες επιχειρήσεις έχουν σήμερα μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους από το 2021, να επιβληθούν τα προβλεπόμενα πρόστιμα και να υποχρεωθούν οι επιχειρήσεις να αναπροσαρμόσουν τις τιμές τους, αφαιρώντας τα αδικαιολόγητα περιθώρια κέρδους, ώστε να δούμε στην αγορά μια οριζόντια μείωση των τιμών.

Ωστόσο, θα ήταν λάθος αν πίστευε το αρμόδιο υπουργείο Ανάπτυξης ότι με αυτά τα, εξ ορισμού έκτακτα, μέτρα αγορανομικού χαρακτήρα μπορεί να λυθεί σε μακροπρόθεσμη βάση και το πρόβλημα των χρόνιων στρεβλώσεων στη λειτουργία των ελληνικών αγορών, που διατηρούν τις τιμές σε υψηλότερα επίπεδα από τους μέσους όρους της ευρωζώνης.

Περισσότερο από κάθε άλλη φορά, είναι αναγκαίο να αντιμετωπισθούν σε βάθος αυτές οι στρεβλώσεις, που καταλήγουν στην ανεπαρκή λειτουργία του ανταγωνισμού, καθώς θα χρειασθούν χρόνια για να ξεπεράσει η οικονομία το πληθωριστικό σοκ των τελευταίων ετών και μόνο με τον υγιή ανταγωνισμό θα διευκολυνθεί η πτώση των τιμών.

Δυστυχώς, σε αυτό τον τομέα υπάρχει η αίσθηση ότι μια σοβαρή προσπάθεια άρχισε, αλλά δεν ολοκληρώνεται. Υπό τον καθηγητή Ιωάννη Λιανό, έναν ειδικό με διεθνή αναγνώριση στα θέματα του Ανταγωνισμού, η Επιτροπή Ανταγωνισμού έκανε πολλά βήματα για τη βελτίωση της λειτουργίας της και την αντιμετώπιση στρεβλώσεων σε πολλές βασικές αγορές της οικονομίας.

Όμως, το υπουργείο Ανάπτυξης αποφάσισε τη μη ανανέωση της θητείας του πριν ολοκληρώσει το έργο του, ενώ για βασικές έρευνες και κανονιστικές παρεμβάσεις (τράπεζες, καύσιμα), που άρχισαν επί των ημερών του κ. Λιανού, τα αποτελέσματα παραμένουν άγνωστα.

Η καθ’ όλα άξια λειτουργός της Δικαιοσύνης, πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Μαίρη Σαρπ, που αναλαμβάνει από την 1η Ιανουαρίου τη διοίκηση της Επιτροπής, είναι απολύτως αναγκαίο να συνεχίσει τις προσπάθειες στην ίδια κατεύθυνση όπου κινήθηκε ο προκάτοχός της, για να αποφευχθεί ένα χάσμα λόγω αλλαγής πορείας, που δεν θα επέτρεπε να αντιμετωπίσει η Επιτροπή Ανταγωνισμού τις στρεβλώσεις των αγορών με την αμεσότητα και την ταχύτητα που χρειάζεται.

Η αναβάθμιση της οικονομίας από τους οίκους αξιολόγησης είναι μια αντανάκλαση της αποδοχής που έχει η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη σε διεθνές επίπεδο. Με ποδοσφαιρικούς όρους, η Ελλάδα παίζει και πάλι με αξιώσεις στο… Champions League. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι έχει την πολυτέλεια η κυβέρνηση να μην δώσει με όλες τις δυνάμεις της και τον αγώνα στα… ξερά γήπεδα της καθημερινότητας των πολιτών. Αν χάσει το ντέρμπι με την ακρίβεια, λίγη σημασία θα έχει για τους πολίτες η δόξα που κέρδισε στα ξένα γήπεδα.

* Ο Γρηγόρης Σαμπάνης είναι Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών.