Οι δανειστές επιλέγουν τη «σκληρή λύση» για την Ελλάδα

Οι δανειστές επιλέγουν τη «σκληρή λύση» για την Ελλάδα

Του Βασίλη Γεώργα

Το Brexit και η αναταραχή που προκαλεί σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση αυξάνουν κατακόρυφα την πίεση των δανειστών και εταίρων προς την Ελλάδα. Με το επιχείρημα ότι «το μνημόνιο παρέχει προστασία και λεφτά στην Ελλάδα» τα μηνύματα από την τρόικα λίγα 24ωρα μετά το βρετανικό δημοψήφισμα είναι τέτοια που διαψεύδουν κάθε προσδοκία της κυβέρνησης ότι η θηλιά των μνημονιακών υποχρεώσεων θα χαλάρωνε για τη χώρα μπροστά στο φόβο να επεκταθεί η πυρκαγιά.  Στο τραπέζι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει καμία σκέψη για μείωση του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 3,5% τουλάχιστον μέχρι το 2018, ούτε σπουδή για άμεσες αποφάσεις στο χρέος, ούτε και καμία διάθεση ελαστικότητας στα προσυμφωνημένα χρονοδιαγράμματα εφαρμογής του προγράμματος κατ' αντιστοιχία με την 9μηνη διαπραγμάτευση της πρώτης αξιολόγησης.

Αντίθετα οι δανειστές επιχειρηματολογούν πως η Ελλάδα είναι θωρακισμένη από τους διεθνείς κραδασμούς του Brexit λόγω της χρηματοδότησης που απολαμβάνει από το Μνημόνιο και συνεπώς δεν κινδυνεύει να ξεμείνει από λεφτά ή να υποστεί οικονομικό «ατύχημα» όσο τηρεί το πρόγραμμα. Αυτή η εν μέρει αληθής διαπίστωση λειτουργεί ως επιπρόσθετη πίεση στην κυβέρνηση, αγνοεί όμως την πραγματικότητα του εσωτερικού χρεοστασίου της χώρας και των υφεσιακών συνθηκών που διαμορφώνονται και οι οποίες ανάλογα με τη δυναμική που θα αποκτήσουν το επόμενο διάστημα, απειλούν να εκτροχιάσουν τον προϋπολογισμό στο σκέλος των εσόδων και να θέσουν υπό αμφισβήτηση τα σενάρια αντιστροφής της οικονομίας.

Σε κάθε περίπτωση η προειδοποίηση των Βρυξελλών προς την Αθήνα είναι ότι δεν θα την αφήσουν να πάρει ανάσα μέσα στον καλοκαιρινό καύσωνα του Brexit, και αυτό είναι ένα πολιτικό ζήτημα που πρέπει να διαχειριστεί εσωτερικά η κυβέρνηση.

Βάζουν πλέον στο τραπέζι την ταχύτερη υλοποίηση των δεσμεύσεων του μνημονίου ακόμη και εντός Ιουλίου για τις δράσεις που επρόκειτο να ολοκληρωθούν μέχρι τον Σεπτέμβριο που είναι μήνας του συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ, πιέζουν να κλείσει η 2η αξιολόγηση μέσα στον Οκτώβριο όπως προβλέπει η συμφωνία και με συγκεκριμένες αποφάσεις για τα εργασιακά σε ότι αφορά στις ομαδικές απολύσεις, τον συνδικαλιστικό νόμο και τις Συλλογικές Διαπραγματεύσεις, αλλά το κυριότερο, μεταθέτουν επισήμως πια για το τέλος του χρόνου τις όποιες μικρο-παρεμβάσεις γίνουν για τη διευθέτηση του χρέους. Παρεμβάσεις οι οποίες, όπως χαρακτηριστικά λένε υψηλά ιστάμενα στελέχη της τρόικας, είναι απόλυτα συνδεδεμένες με την έγκαιρη και πλήρη εφαρμογή του προγράμματος υπό την έννοια πως όσο καθυστερεί το ένα τόσο θα καθυστερεί και το άλλο.

Το ερώτημα είναι πως θα λειτουργήσει η κυβέρνηση η οποία από την επόμενη ημέρα ολοκλήρωσης της 1ης αξιολόγησης και την αποδέσμευση της δόσης, έδειξε να δυσανασχετεί με τα «ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα» του Οκτωβρίου, να παρουσιάζει συμπτώματα αποσυντονισμού και να καταστρώνει στρατηγική νέων καθυστερήσεων ποντάροντας στην εκτίμηση πως τυχόν αναταραχή θα οδηγήσει σε χαλάρωση των υποχρεώσεων και θα δημιουργήσει περιθώρια καλύτερης διαπραγμάτευσης για τα πλεονάσματα και το χρέος.

Από το ρεπορτάζ προκύπτει πως η προετοιμασία για σημαντικό αριθμό προαπαιτούμενων που σύμφωνα με τον προγραμματισμό θα πρέπει να ολοκληρωθούν στον Ιούνιο (π.χ Ταμείο Αποκρατικοποιήσεων, ενεργειακά κλπ), είτε έχει μείνει πίσω, είτε έχει ανασταλεί και παραπέμπεται για μετά το καλοκαίρι, ενώ είναι άγνωστο σε ποιο βαθμό έχει προχωρήσει η προετοιμασία για σειρά άλλων νομοθετημάτων  μεταξύ των οποίων οι παρεμβάσεις στην απελευθέρωση αγορών, οι αλλαγές στα ειδικά μισθολόγια και το βαθμολόγιο κλπ.

Ειδικά για τα εργασιακά που αποτελούν το πολιτικά πιο ευαίσθητο σκέλος της φθινοπωρινής αξιολόγησης, κυβερνητικά στελέχη θεωρούν ανέφικτο να ανοίξει επίσημα η συζήτηση πριν το συνέδριο του Σεπτεμβρίου και εκτιμούν ότι «θα διαρκέσουν αρκετό καιρό».

Ειδικά για τα εργασιακά που αποτελούν το πολιτικά πιο ευαίσθητο σκέλος της φθινοπωρινής αξιολόγησης και παρότι έχει ήδη δημιουργηθεί ένα περίγραμμα πάνω στο οποίο θα γίνουν οι αλλαγές, κυβερνητικά στελέχη θεωρούν ανέφικτο να ανοίξει επίσημα η συζήτηση πριν το συνέδριο του Σεπτεμβρίου και εκτιμούν ότι «θα διαρκέσουν αρκετό καιρό».