Μόνιμη λύση το πράσινο υδρογόνο για την ενεργειακή μετάβαση

Μόνιμη λύση το πράσινο υδρογόνο για την ενεργειακή μετάβαση

Στα πλεονεκτήματα αλλά και στις δυσκολίες της υιοθέτησης του «πράσινου» υδρογόνου ως πηγή ενέργειας και καύσιμο του μέλλοντος αναφέρθηκαν οι ομιλητές του πάνελ με τίτλο «Μπορεί το υδρογόνο να ενισχύσει την ενεργειακή μετάβαση;» που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των εργασιών του 7ου Delphi Forum.

Η γενική γραμματέας του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Αλεξάνδρα Σδούκου χαρακτήρισε το υδρογόνο ως το καύσιμο του μέλλοντος καθώς αποτελεί μια βιώσιμη λύση, η οποία θα αντικαταστήσει σταδιακά το φυσικό αέριο. Και αυτό γιατί υπάρχουν τομείς που δύσκολα θα εξηλεκτριστούν και συνεπώς θα έχουν την ανάγκη για την παραγωγή ενέργειας να χρησιμοποιούν καύσιμο, οπότε θα υιοθετήσουν τη λύση του υδρογόνου.

Το «πράσινο» υδρογόνο, πρόσθεσε είναι μια ελκυστική λύση για τις επιχειρήσεις αν ληφθεί υπ' όψη ότι το κόστος παραγωγής και μεταφοράς του θα μειώνεται. Άλλωστε η ενίσχυση της χρήσης του υδρογόνου ως καύσιμο είναι ένας από τους βασικούς στόχους της κλιματικής ουδετερότητας.

Σε ό,τι αφορά τον σχεδιασμό η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει βάλει ψηλά το υδρογόνο στην ατζέντα, ειδικά από το 2030 και μετά όπου η παραγωγή ενέργειας θα ανεβαίνει σταδιακά και προβλέπεται να υπερβεί τις 80 γιγαβατώρες.

Σε ό,τι αφορά την εθνική στρατηγική η κυρίας Σδούκου ανέφερε ότι σύντομα θα ξεκινήσει η κατάρτιση ενός θεσμικού πλαισίου για τη χρήση υδρογόνου – βιοαερίου. Εκεί προβλέπεται να ληφθούν περίπου 30 μέτρα τα οποία θα αφορούν υποδομές εγκατάστασης, ενίσχυση συνεργασίας μεταξύ των επιχειρήσεων και ιδιωτών επενδυτών, μεταφορά τεχνογνωσίας, πιλοτικά έργα, έρευνα – καινοτομία κλπ.

Το υδρογόνο ανέφερε θα δημιουργήσει μεγάλη προοπτική στη χώρα τόσο από πλευράς επενδύσεων όσο και για θέσεις εργασίας.

Μεταφορά και αποθήκευση

Η κυρία Μαρία Ρίτα Γκάλλι, CEO του ΔΕΣΦΑ εξέφρασε την πεποίθηση ότι το υδρογόνο θα αποτελέσει μια μόνιμη λύση για την «πράσινη μετάβαση» τονίζοντας ότι με τη χρήση του η μετάβαση αυτή θα είναι πιο προσιτή οικονομικά.

Θα πρέπει, βέβαια, να λυθούν και άλλα σημαντικά θέματα όπως αυτό της μεταφοράς, η οποία θα πρέπει να γίνεται είτε με πλοία είτε με αγωγούς.

Ακόμη η κυρία Γκάλλι θεωρεί σημαντικό και το θέμα της αποθήκευσης, το οποίο θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με τη δημιουργία ειδικών υποδομών. Μάλιστα, όπως τόνισε, ο ΔΕΣΦΑ ήδη έχει δρομολογήσει τα πρώτα έργα υποδομών για το υδρογόνο.

Ο κ. Νίκος Τσάφος, κάτοχος έδρας Energy & Geopolitics, Energy Security & Climate Change Program, CSIS στις ΗΠΑ επεσήμανε με τη σειρά του ότι απανθρακοποίηση και net zero δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τη χρήση υδρογόνου. Πρόκειται για μια ριζική αλλαγή για την οποία θα πρέπει να ληφθούν υπ όψη τρείς σημαντικοί παράγοντες κόστους. Ο πρώτος είναι το κόστος των ηλεκτρολυτών για την παραγωγή του υδρογόνου, το οποίο θα βαίνει μειούμενο, ο δεύτερος είναι το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας που απαιτείται, που και αυτό πρέπει να μελετηθεί και ο τρίτος είναι η χρήση (utilization) η οποία πρέπει να υπερβαίνει το 40-45% προκειμένου να είναι συμφέρουσα.

Ακόμη σε ό,τι αφορά τη διαχείριση ανέφερε ότι ο πιο οικονομικός τρόπος είναι αυτός της αποθήκευσης ενώ για τις εισαγωγές εξέφρασε τον προβληματισμό του σχετικά με το από ποιες χώρες μπορεί να γίνει και με ποιο τρόπο.

Καταλύτης οι εξελίξεις στην Ουκρανία

Ο δρ. Βασίλης Γρηγορίου, πρόεδρος και CEO της Advent Technologies τόνισε ότι θα πρέπει πέραν των υποδομών αποθήκευσης και του προβλήματος των μεταφορών να δοθεί προσοχή και στο θέμα της διαδικασίας παραγωγής.

Όπως εξήγησε, είναι πιο εύκολο σε μεσογειακές χώρες όπως Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία να υπάρχουν εγκαταστάσεις παραγωγής υδρογόνου που θα εκμεταλλεύονται την ηλιακή ή αιολική ενέργεια.Αναφέρθηκε, δε στο παράδειγμα της Γερμανίας, όπου έχουν γίνει τεράστια έργα με αντίστοιχες επενδύσεις προκειμένου να παράγουν «πράσινο υδρογόνο».

Ένας άλλος καταλυτικός παράγοντας, ανέφερε, είναι και ο πόλεμος στην Ουκρανία που άλλαξε τα δεδομένα, με αποτέλεσμα το χρονοδιάγραμμα για την παραγωγή «πράσινης» ενέργειας από υδρογόνο από 40 γιγαβατώρες το 2030 να προβλέπει, πλέον, 400.

Ακόμη, τονίστηκε ο παράγοντας της έλλειψης ενός ξεκάθαρου κυβερνητικού σχεδίου το οποίο πρέπει να υπάρξει στο άμεσο μέλλον, προκειμένου να προχωρήσει η μετάβαση.