Η οικονομική, θεσμική και ηθική συγκρότηση μιας κοινωνίας την κάνουν ισχυρή
Shutterstock
Shutterstock

Η οικονομική, θεσμική και ηθική συγκρότηση μιας κοινωνίας την κάνουν ισχυρή

Αν υπάρχει ένα δίδαγμα από τη σημερινή συγκυρία, είναι ότι η ισχύς μιας κοινωνίας δεν απορρέει από την έκταση της γης που κατέχει, αλλά από την οικονομική, θεσμική και ηθική συγκρότησή της. Και αυτό, όσο κι αν ανατρέπεται προσωρινά, τελικά επιβεβαιώνεται από την ιστορία.

Σήμερα το παγκόσμιο εμπόριο βρίσκεται σε ανισορροπία υπό την επήρεια αθέμιτων πρακτικών τις οποίες δεν μπορεί να ανακόψει ούτε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου. Τα τελευταία 30 έτη το παγκόσμιο ΑΕΠ τριπλασιάστηκε από τα $30 τρισ. ξεπέρασε τα $100 τρισ. Παρόλο αυτά παραβιάζονται σωρεία ηθικών κανόνων για ένα δίκαιο διεθνές εμπόριο που δημιουργούν παγκόσμια αναταραχή, η οποία θα πρέπει να αντιμετωπιστεί.

Το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα βρίσκεται σήμερα σε μια περίοδο ριζικής αναδιάρθρωσης, ή αλλιώς, επανεκκίνησης καθώς αφήνει πίσω τον προηγούμενο μεγάκυκλο της οικονομίας (1968-2024) και ένας νέος μεγάκυκλος ξεκινάει. Η επανεκκίνηση αυτή, όπως συμβαίνει με κάθε θεμελιώδη μετασχηματισμό, είναι εγγενώς επώδυνη στα πρώτα της στάδια και διακρίνεται από υψηλά επίπεδα αβεβαιότητας.

Καθώς η παγκόσμια οικονομία μεταβαίνει από τις αρχές και τις δομές που τη χαρακτήριζαν κατά τις προηγούμενες δεκαετίες του προηγούμενου οικονομικού μεγακύκλου, σε ένα νέο πλαίσιο, που ακόμα δεν έχει διαμορφωθεί, υπάρχει ένα πλήθος παραμέτρων και μεταβλητών που συνδυάζονται για να καθορίσουν τη μελλοντική της φυσιογνωμία.

Η περίοδος της πανδημίας COVID-19 και ο πόλεμος στην Ουκρανία λειτούργησαν ως επιταχυντές αυτής της μεταβατικής κατάστασης. Οι εφοδιαστικές αλυσίδες, που αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, διαταράχθηκαν βίαια, αναδεικνύοντας τη στρατηγική εξάρτηση πολλών χωρών από συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές ή βασικές πρώτες ύλες. Η αβεβαιότητα που ακολούθησε συνοδεύτηκε από επαναξιολόγηση στρατηγικών σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.

Ένας από τους κρισιμότερους τομείς αυτής της νέας φάσης είναι οι εμπορικές σχέσεις. Η εποχή της απελευθέρωσης του εμπορίου, που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980 και κορυφώθηκε μέσω διεθνών συμφωνιών και θεσμών όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ), φαίνεται να έχει παρέλθει. Αντίθετα, παρατηρείται μια σταδιακή επανεμφάνιση προστατευτισμού για την αντιμετώπιση του αθέμιτου ανταγωνισμού.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, κάποτε φανατικός υποστηρικτής της απελευθέρωσης του εμπορίου, ετοιμάζονται να αυξήσουν τους τελωνειακούς δασμούς τους σε επίπεδα που δεν είχαν παρατηρηθεί εδώ και έναν αιώνα για να προστατευθούν από την τεράστια εκροή χρημάτων εξ αιτίας του εμπορικού ελλείμματος του $1,2 τρισ. και τις διαπίστωσης ότι εξαρτιούνται, σε κρίσιμους τομείς για την εθνική τους ασφάλεια, από προμηθευτές που δεν διάγοντα και τόσο φιλικά προς τις ΗΠΑ και χρησιμοποιούν αθέμιτες πρακτικές στο διεθνές εμπόριο.

Παρότι ορισμένα από αυτά τα μέτρα έχουν προσωρινά ανασταλεί, η αβεβαιότητα για τη μακροπρόθεσμη κατεύθυνση παραμένει έντονη. Σήμερα η Κίνα με εμπορικό πλεόνασμα περίπου $1,3 τρις είναι ο πιο ένθερμος υποστηρικτής της παγκοσμιοποίησης και δε θέλει μια άλλη ηθική στους κανόνες του παγκόσμιου εμπορίου ώστε να μη δημιουργούνται εμπορικά υπέρ-ελλείματα ή υπέρ-πλεονάσματα σε κάποιες χώρες.

Οι ΗΠΑ έχουν το 4% του παγκόσμιου πληθυσμού, αλλά το 25% του παγκόσμιου ΑΕΠ και το 46% των παγκόσμιων κεφαλαιαγορών που σημαίνει ότι η οικονομική, θεσμική και ηθική συγκρότηση της κοινωνίας τους βρισκόταν σε βέλτιστη λειτουργία τουλάχιστον μέχρι τα πρόσφατα έτη. Κοντεύουν όμως να φθάσουν στο σημείο να δανείζονται μόνο για να πληρώνουν τόκους δανείων που σήμερα φθάνουν στο 20% των εσόδων τους. Οι ΗΠΑ είναι υπερχρεωμένες με ένα εκρηκτικό μείγμα πληθωρισμού και χαμηλής ανάπτυξης και εξάρτησης από τις εισαγωγές.

Και η Κίνα αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Οι τιμές των κατοικιών, ως αναλογία μέσης τιμής κατοικίας προς μέσο εισόδημα, σε πολλές πόλεις έφτασαν στις 25 φορές έναντι 6-7 φορές στις ΗΠΑ το 2008. Η Κίνα εισάγει περίπου 13 εκατομμύρια βαρέλια αργού πετρελαίου κάθε μέρα — είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας αργού πετρελαίου στον κόσμο.

Εισάγει σχεδόν 9 δισ. κυβικά πόδια υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) την ημέρα — είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας LNG παγκοσμίως. Εισάγει το 40% των τροφίμων της κάθε μέρα. Το τραπεζικό τους σύστημα, της Κίνας είναι περίπου στο 350% του ΑΕΠ. Το τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ είναι στο 100% του ΑΕΠ. Εξαρτάται από τις εξαγωγές για να προωθήσει την υπερπαραγωγή της.

Εάν δε συζητήσουν οι δυο χώρες για μια νέα ηθική για ένα δίκαιο διεθνές εμπόριο, και οι δυο χώρες θα υποστούν τις συνέπειες, τις οποίες θα «εξάγουν» στον υπόλοιπο κόσμο.

Η ανάγκη για αλλαγή πλεύσης αντανακλάται και στις παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής. Η τάση «reshoring» και «friend-shoring» αντικατοπτρίζει την προσπάθεια των κρατών να ενισχύσουν την αυτάρκειά τους και να στηριχθούν σε εμπορικούς εταίρους που θεωρούνται πολιτικά και γεωστρατηγικά ασφαλείς. Όμως, αυτή η στροφή έχει ως συνέπεια τη διατάραξη της παγκόσμιας οικονομικής ισορροπίας και προκαλεί καθυστερήσεις, ελλείψεις και αυξημένο κόστος σε πολλούς τομείς.

Η αβεβαιότητα αυτή δεν είναι μόνο οικονομική. Οι γεωπολιτικές εντάσεις μεταξύ Δύσης και Ανατολής – με επίκεντρο τις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας, αλλά και τις συγκρούσεις στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή – εντείνουν το αίσθημα αστάθειας. Οι εμπορικές συμφωνίες επηρεάζονται από στρατηγικές επιδιώξεις, και η παγκόσμια οικονομία καθίσταται όλο και περισσότερο πεδίο αντιπαραθέσεων.

Οι χώρες καλούνται πλέον να σταθμίσουν γεωπολιτικούς κινδύνους κατά τη διαμόρφωση των εμπορικών και επενδυτικών τους στρατηγικών. Νέες πρωτοβουλίες για εναλλακτικούς εμπορικούς διαδρόμους όπως ο Ινδικός Δρόμος του Μεταξιού (IMEC) εμφανίζονται, για να αναζήτηση περισσότερης ασφάλειας στις εφοδιαστικές αλυσίδες.

Ακόμη και στον τομέα των τιμών και του πληθωρισμού, οι εξελίξεις δεν είναι ενθαρρυντικές παρά τη σταθεροποίηση των τιμών πρώτων υλών και τις σφιχτές νομισματικές πολιτικές, η γενική τάση αποκλιμάκωσης συνεχίζεται, αλλά με βραδύτερο ρυθμό, γεγονός που μαρτυρά τις διαρθρωτικές δυσκολίες στην επίτευξη νομισματικής σταθερότητας.

Σε προηγούμενες οικονομικές φάσεις, η βελτίωση των μακροοικονομικών δεδομένων οδηγούσε σε αύξηση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών. Ωστόσο, παρά την ανάκαμψη του ΑΕΠ και τη σχετική σταθεροποίηση της αγοράς εργασίας, το καταναλωτικό κλίμα δεν έχει επανέλθει στα προ της πανδημίας επίπεδα. Αυτό οφείλεται, εν μέρει, στην αυξημένη αντίληψη κινδύνων μη οικονομικής φύσεως – όπως οι γεωπολιτικές κρίσεις, η κλιματική αλλαγή και οι κοινωνικές εντάσεις.

Η απουσία ενός παγκόσμιου θεσμικού πλαισίου ικανού να αντικαταστήσει αποτελεσματικά τον ΠΟΕ εντείνει το πρόβλημα. Οι παραδοσιακοί μηχανισμοί διαιτησίας και επίλυσης εμπορικών διαφορών είτε έχουν απαξιωθεί είτε δε λειτουργούν πλέον επαρκώς. Η έλλειψη αυτής της "παγκόσμιας διαιτησίας" ενισχύει την τάση για διμερείς και περιφερειακές συμφωνίες, οι οποίες αν και χρήσιμες, δεν μπορούν να εγγυηθούν σταθερότητα σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η οικονομική επανεκκίνηση, συνεπώς, δεν είναι απλώς μια περιοδική διόρθωση της παγκόσμιας οικονομίας. Πρόκειται για μια βαθύτερη, θεσμική και συστημική μετάβαση που συμβαίνει κάθε 5-6 δεκαετίες. Σε αυτό το πλαίσιο, τα κράτη καλούνται να προσαρμοστούν σε ένα νέο οικονομικό περιβάλλον όπου οι σταθερές του παρελθόντος – ελεύθερο εμπόριο, παγκοσμιοποίηση, διεθνής διακυβέρνηση – αμφισβητούνται και αντικαθίστανται από έναν πιο κατακερματισμένο, πολυκεντρικό και πιθανώς συγκρουσιακό κόσμο.

Ο δρόμος προς την οικονομική σταθεροποίηση και την εμπέδωση μιας νέας διεθνούς οικονομικής τάξης απαιτεί στρατηγική διορατικότητα, ενίσχυση των θεσμών και πολυμερή συνεργασία. Εάν οι κυβερνήσεις παραμείνουν παγιδευμένες σε βραχυπρόθεσμες προσεγγίσεις και εσωστρεφείς πολιτικές, το κόστος της μετάβασης αυτής θα είναι μεγαλύτερο και η διάρκεια της αβεβαιότητας παρατεταμένη.

Η επόμενη εποχή της παγκόσμιας οικονομίας δεν έχει ακόμη καθοριστεί πλήρως. Οι επιλογές που θα γίνουν στα επόμενα χρόνια – σε επίπεδο εθνικών πολιτικών, διεθνών συμμαχιών και θεσμικής αναδόμησης – θα κρίνουν αν η επανεκκίνηση θα οδηγήσει σε μια πιο δίκαιη, ανθεκτική και ισορροπημένη οικονομική τάξη ή αν θα εγκλωβιστούμε σε έναν φαύλο κύκλο κρίσεων και συγκρούσεων και κυρίως ανταγωνισμών μεταξύ Δυτικού τρόπου διακυβέρνησης με σεβασμό στις ελευθερίες των ατόμων και από την άλλη ολοκληρωτικών καθεστώτων που αμφισβητούν τα ατομικά δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών.

Σε κάθε περίπτωση, η κατανόηση των προκλήσεων που φέρνει αυτή η μετάβαση αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τον σχεδιασμό μακρόπνοων στρατηγικών. Το οικονομικό σύστημα της επόμενης γενιάς πρέπει να λάβει υπόψη του την ανάγκη για βιωσιμότητα, κοινωνική συνοχή και διακρατική συνεργασία, χωρίς να αγνοεί τις δυναμικές της αγοράς και κυρίως τις σαρωτικές αλλαγές που θα επιφέρει η τεχνητή νοημοσύνη. Είμαστε έτοιμοι για αυτήν τη μεγάλη πρόκληση της εποχής μας;


*Ατσαλάκης Γιώργος, Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης, Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης