Την ώρα που η… μαγική εικόνα της ιρλανδικής οικονομίας δίνει ώθηση στο ευρωπαϊκό ΑΕΠ, κρύβοντας κάτω από το χαλί τη δεδομένη αδυναμία της Ευρωζώνης να ανακάμψει με πειστικό τρόπο, η Ελλάδα συνεχίζει να υπεραποδίδει, όπως μας έχει συνηθίσει τα τελευταία χρόνια. Όμως, παρά τους υψηλούς, σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ρυθμούς ανάπτυξης, υπάρχει ένας πολύ κρίσιμος αστερίσκος που αφορά στις επενδύσεις. Η Ελλάδα εμφανίζει την 6η μεγαλύτερη απορρόφηση πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και έχει μπροστά της μία μοναδική ευκαιρία να υλοποιήσει μεταρρυθμίσεις και επενδυτικά σχέδια, που δεν πρέπει να χαθεί.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η τελική εκτίμηση της Eurostat για την ανάπτυξη του ΑΕΠ της Ευρωζώνης, στο α’ τρίμηνο του 2025, έδειξε επέκταση της τάξης του 0,6% σε επίπεδο τριμήνου και 1,5% ετησίως, έναντι αρχικής εκτίμησης για 0,3%. Χαρμόσυνα νέα για την Ευρωζώνη θα έλεγε κάποιος, ωστόσο τα στοιχεία δεν λένε όλη την αλήθεια. Και αυτό γιατί οφείλονται στην εντυπωσιακά υψηλή ανάπτυξη του ΑΕΠ της Ιρλανδίας κατά 9,7%.
Είναι πραγματικά εκπληκτικό. Μετά το 9,7% της Ιρλανδίας, ο επόμενος μεγαλύτερος ρυθμός ανάπτυξης ήταν της Μάλτας στο 2,1%. Μίας Ιρλανδίας τα στοιχεία της οποίας μεταβάλλονται με απίστευτο ρυθμό λόγω των τεχνολογικών κολοσσών που διατηρούν εκεί την έδρα τους για φορολογικούς σκοπούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επενδύσεις στην Ιρλανδία κάλπασαν με τον εξωφρενικό ρυθμό του 40%, οδηγώντας σε θετικό πρόσημο της επενδύσεις σε ολόκληρη την Ευρωζώνη κατά 1,8%.
Χωρίς την Ιρλανδία, η Ευρωζώνη αναπτύχθηκε με ρυθμό 0,3% στο α’ τρίμηνο και η συνέχεια δεν αναμένεται ιδιαίτερα ενθαρρυντική. Επιπλέον, οι καθαρές εξαγωγές συνεισέφεραν 0,3 ποσοστιαίες μονάδες λόγω του γεγονότος ότι οι αμερικανικές εταιρείες έκαναν μεγαλύτερες παραγγελίες για να προλάβουν τους δασμούς. Το τελικό 0,6% αναγκάζει τους αναλυτές να αναβαθμίσουν τις προβλέψεις για την ανάπτυξη στο σύνολο του έτους, όμως στην πορεία είναι πολύ πιθανό να υποβαθμιστούν, καθώς θα περιοριστούν οι εμπορικές ροές προς τις ΗΠΑ από το β’ τρίμηνο και μετά.
Αν συνυπολογίσουμε και το πλήγμα που εκτιμάται πως θα δεχθούν οι επενδύσεις εξαιτίας της αβεβαιότητας που προκαλούν οι δασμοί, τότε τίθεται εν αμφιβόλω συνολικά η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη.
Ο τομέας των επενδύσεων είναι νευραλγικός και για την Ελλάδα. Είναι ο τομέας-κλειδί που μπορεί να συντηρήσει την πολύ καλή αναπτυξιακή πορεία των τελευταίων ετών ή να μας… προσγειώσει στους αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης του παρελθόντος. Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να «τρέχει» με αρκετά υψηλότερο ρυθμό από την Ευρωζώνη και την Ε.Ε., όμως στο α’ τρίμηνο σημειώθηκε πτώση 3,2% στις επενδύσεις, με τον στόχο του έτους να ορίζεται στον προϋπολογισμό σε άνοδο της τάξης του 8,4%.
Σημειώνεται ότι το 2024, το ελληνικό ΑΕΠ αναπτύχθηκε κατά 2,3% και ανάλογη είναι η πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2025. Σύμφωνα με την Κομισιόν, η ανάπτυξη το 2024 τροφοδοτήθηκε κυρίως από την ιδιωτική κατανάλωση, τις επενδύσεις και τη συσσώρευση αποθεμάτων. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η επέκταση του ΑΕΠ συνεχίζεται έως τον Απρίλιο και η ελληνική οικονομία αναμένεται να αναπτυχθεί με ρυθμό τουλάχιστον 2% και το 2025. Σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, το ΑΕΠ της Ελλάδας μπορεί να λάβει ώθηση άνω του 1,2% από τις αμυντικές δαπάνες.
Πολλά θα κριθούν και από τον τουρισμό. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Τουρισμού, το ποσοστό των Αμερικανών που δηλώνουν ότι θα επισκεφθούν την Ευρώπη αυτό το καλοκαίρι είναι 7% μικρότερο από πέρσι (33% έναντι 40%). Όμως την ίδια ώρα, η Κίνα έρχεται να καλύψει το κενό, με το ποσοστό των Κινέζων που προγραμματίζουν διακοπές σε κάποιο ευρωπαϊκό θέρετρο να είναι αυξημένο από πέρσι κατά 10%.
Ας επιστρέψουμε, ωστόσο, στις επενδύσεις. Από το 2019 που διαμορφώνονταν (ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου) στο 11% του ΑΕΠ, έχουν προσεγγίσει το 2024 το 16%, σημειώνοντας αύξηση της τάξης του 45%. Μία αύξηση που αναμένεται να επιβεβαιωθεί περαιτέρω το 2025 και το 2026 καθώς θα μεγιστοποιηθούν οι επενδυτικοί πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης. Όμως όπως τόνισε ο Θ. Σκυλακάκης πρόσφατα από το βήμα της Βουλής, χρειαζόμαστε πολύ περισσότερες επενδύσεις στα επόμενα χρόνια καθώς ο μέσος όρος της Ευρωζώνης είναι στο 22%. Μόνο τότε θα μπορούσε να πούμε ότι έκλεισε το επενδυτικό κενό και πορευόμαστε με μεγαλύτερη αισιοδοξία στο μέλλον.
Για να γίνουν όλα αυτά χρειάζονται πράξεις. Να δοθεί τέλος, όπως υπογράμμισε ο κ. Σκυλακάκης, σε ιδεοληψίες που θα έπρεπε να είχαν τελειώσει από τη δεκαετία του ’80, να αντιμετωπιστεί περαιτέρω η γραφειοκρατία, να προωθηθούν μεγάλες, υψηλής παραγωγικότητας επενδύσεις και να εφαρμοστούν νέες βαθιές μεταρρυθμίσεις, καθώς έτσι κρίνεται η πραγματική προοπτική της ελληνικής οικονομίας.