Οι επενδύσεις που «απογειώνονται» και ο κίνδυνος πισωγυρίσματος
Shutterstock
Shutterstock

Οι επενδύσεις που «απογειώνονται» και ο κίνδυνος πισωγυρίσματος

Την ώρα που η παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση σε συνθήκες υψηλού πληθωρισμού και αυξημένων επιτοκίων ναρκοθετεί τις οικονομικές προοπτικές για το 2023, η ελληνική οικονομία όχι μόνο αναμένεται να έχει πάλι πολύ καλύτερη αναπτυξιακή επίδοση από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, αλλά υπάρχει βάσιμη προσδοκία ότι μπορεί να κάνει την έκπληξη με μια αναπτυξιακή επίδοση που θα ξεπεράσει σημαντικά τις προβλέψεις των ειδικών.

Μιλώντας στο Νταβός, ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης εμφανίσθηκε αισιόδοξος ότι ο ρυθμός ανάπτυξης του 2023 θα είναι πιο κοντά στο υψηλότερο σημείο του εύρους προβλέψεων που έχει κάνει το υπουργείο Οικονομικών στον φετινό προϋπολογισμό. «Σαφέστατα, φέτος δεν θα έχουμε ύφεση. Αντιθέτως, είναι πιθανό να έχουμε ανάπτυξη πιο κοντά στο 2% απ’ ό,τι στο 1%. Αυτή είναι η εκτίμησή μου». Επιπλέον, δήλωσε βέβαιος ότι η χώρα θα ανακτήσει φέτος την επενδυτική βαθμίδα «μόλις επιλύσουμε τις πολιτικές αβεβαιότητες».

Με φόντο τη διεθνή οικονομική επιβράδυνση και με σοβαρή γεωπολιτική αβεβαιότητα στον άμεσο ορίζοντα, ένας ρυθμός ανάπτυξης περίπου 2% για την ελληνική οικονομία θα είναι, αναμφίβολα, μια πολύ ευχάριστη έκπληξη, ιδιαίτερα αν θυμηθούμε πώς, σε άλλες εποχές, η Ελλάδα βρισκόταν συνεχώς σε θέση ουραγού ανάμεσα στις ανεπτυγμένες οικονομίες και επηρεαζόταν περισσότερο από κάθε άλλη οικονομία της ευρωζώνης από κάθε επιδείνωση των διεθνών συνθηκών (μετά την παγκόσμια κρίση του 2008, όπως όλοι θυμόμαστε, η ελληνική ήταν η πρώτη οικονομία της ευρωζώνης που κατέρρευσε).

Η έκπληξη από τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας μπορεί να είναι ακόμη μεγαλύτερη, εάν οι ψηφοφόροι, όπως άλλωστε αναμένεται με βάση τις δημοσκοπήσεις, επιτρέψουν στον Κυριάκο Μητσοτάκη να συνεχίσει την εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής του. Γιατί οι υψηλές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας δεν ήταν αποτέλεσμα μιας διαχείρισης «αυτόματου πιλότου», αλλά πολύ σημαντικών επιλογών που έγιναν στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής.

Αναμφίβολα, μια εξαιρετικά σημαντική παράμετρος της οικονομικής διαχείρισης των τελευταίων ετών ήταν η επιμονή στη διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας. Χάρη στη σοβαρή πολιτική που άσκησαν ο Χρήστος Σταϊκούρας και τα άλλα στελέχη του οικονομικού επιτελείου, ο δύσκολος προϋπολογισμός του 2022 εκτελέσθηκε καλύτερα από τις αρχικές προβλέψεις, η μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν εντυπωσιακή, η χώρα έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από την αγορά ομολόγων με την πρόσφατη, εξαιρετικά επιτυχημένη έκδοση 10ετών τίτλων και οι οίκοι αξιολόγησης ετοιμάζονται να αποδώσουν και πάλι στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα.

Οι εξαιρετικές δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας έγιναν πραγματικότητα, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση από την πρώτη χρονιά της πανδημίας έως και στη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης στήριξε με συνέπεια τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, με ποσά ενισχύσεων που ήταν από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη σε σχέση με το ΑΕΠ. Αυτή η στήριξη κράτησε ισχυρή το 2022 την ιδιωτική κατανάλωση, που ήταν η σημαντικότερη συνιστώσα στον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης του περασμένου χρόνου, ο οποίος υπολογίζεται πλέον ότι θα ξεπεράσει το 6%.

Το μικρό θαύμα στις επενδύσεις

Όμως, η μεγαλύτερη επιτυχία της κυβερνητικής πολιτικής για την οικονομία ίσως βρίσκεται αλλού, εκτός των ορίων της (επιτυχημένης) δημοσιονομικής πολιτικής: ύστερα από μια επενδυτική «λειψυδρία» που κράτησε μια δεκαετία και ακρωτηρίασε τη δυναμικότητα της οικονομίας, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη κατάφερε να πείσει τον ιδιωτικό τομέα -και πρωτίστως τους ξένους επενδυτές- ότι η Ελλάδα αξίζει να γίνει στόχος των επενδύσεών του, ενώ παράλληλα κατάφερε, έχοντας αποκαταστήσει τη διεθνή αξιοπιστία της χώρας, διαπραγματευθεί το τεράστιο πακέτο ευρωπαϊκών επενδυτικών κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης.

Η γενική παύση επενδυτικής δραστηριότητας στην ελληνική οικονομία, που ήταν αρχικά αποτέλεσμα της κατάρρευσης του 2010 και αργότερα των τυχοδιωκτισμών της περιόδου της «ηρωικής διαπραγμάτευσης» ήταν η αχίλλειος πτέρνα της ελληνικής οικονομίας. Χωρίς τις επενδύσεις, που θα ανεβάσουν τον μακροχρόνιο ρυθμό ανάπτυξης πάνω από ισχνό 1% - 1,5% που εκτιμούν για την Ελλάδα οι διεθνείς οργανισμοί, ούτε η αποκατάσταση και αναβάθμιση του βιοτικού επιπέδου θα είναι δυνατή, ούτε όμως και η μακροπρόθεσμη (μετά το 2030) διαχείριση του ογκώδους δημοσίου χρέους.

Αυτό ακριβώς το κεφαλαιώδες πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας άρχισε να λύνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη μετά το καλοκαίρι του 2019. Τα αποτελέσματα είναι ήδη ορατά, αν και η προσπάθεια θα πρέπει να συνεχισθεί στην ίδια κατεύθυνση τα επόμενο χρόνια, προκειμένου να εμπεδωθεί η αναβάθμιση της επενδυτικής δραστηριότητας στην Ελλάδα.

Είναι χαρακτηριστικά όσα ανέφερε πρόσφατα σε οικονομική ανάλυση η Alpha Bank, αναδεικνύοντας την τεράστια αξία που θα έχει φέτος για την ελληνική οικονομία η ενίσχυση των επενδύσεων, τόσο από δημόσιους, όσο και από ιδιωτικούς πόρους.

Από το Ταμείο Ανάκαμψης και το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων τα κεφάλαια που θα ενισχύσουν την οικονομία φέτος εκτιμάται ότι θα ανέλθουν σε 15,3 δισ. ευρώ, δηλαδή πάνω από 7 μονάδες του ΑΕΠ. Παράλληλα, αναμένεται ένα νέο ρεκόρ στις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις, που ήδη αυξήθηκαν εντυπωσιακά το 2022: μόνο το πρώτο εξάμηνο, οι ΑΞΕ ανήλθαν στο 80% των ξένων επενδύσεων του 2019.

Όπως τονίζει η Alpha Bank, ο βασικός μοχλός της οικονομικής μεγέθυνσης το 2023 αναμένεται να είναι οι επενδύσεις. Σημαντικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση θα διαδραματίσουν η απορρόφηση των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), η εκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) αλλά και η εισροή Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ), οι οποίες στο πρώτο εξάμηνο του 2022 σημείωσαν ιστορικά υψηλή επίδοση. Στο τέλος του χρονικού ορίζοντα του ΤΑΑ, δηλαδή μέχρι το 2026 και λαμβάνοντας υπόψη το συνολικό ύψος και τη φύση των επενδύσεων που εκτιμάται ότι θα υλοποιηθούν, αναμένεται να είναι ορατή η αλλαγή του μοντέλου οικονομικής μεγέθυνσης της Ελλάδας, με έμφαση στις επενδύσεις και ένα πιο ανθεκτικό και πολύπλευρο παραγωγικό ιστό.

Τα αποτελέσματα που γίνονται ήδη ορατά στην προσπάθεια ενίσχυσης των επενδύσεων, για τις οποίες «διψά» εδώ και χρόνια η ελληνική οικονομία, οδηγούν και σε ένα πολιτικό συμπέρασμα, που σχετίζεται άμεσα με τις προσεχείς εκλογικές αναμετρήσεις: Αυτό που χρειάζεται περισσότερο από κάθε άλλη φορά η χώρα είναι η συνεπής εφαρμογή της ίδιας, επιτυχημένης συνταγής για την οικονομική διαχείριση.

Το 2015, οι ψηφοφόροι, παρασυρόμενοι από την απογοήτευση και τις Σειρήνες του λαϊκισμού έστειλαν τη χώρα σε τρίτο μνημόνιο, αντί στην ολοκλήρωση του δεύτερου και στην επάνοδο σε οικονομική σταθερότητα. Θα ήταν καταστροφική για την οικονομία μια επιστροφή σε αδιέξοδους πειραματισμούς στην οικονομική πολιτική, ακριβώς την ώρα που οι επενδύσεις είναι έτοιμες να «απογειωθούν».

*Ο Γρηγόρης Σαμπάνης είναι οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών