Γιατί μια σύγκρουση στην Ουκρανία φοβίζει τις αγορές

Γιατί μια σύγκρουση στην Ουκρανία φοβίζει τις αγορές

Μουδιασμένες δείχνουν οι αγορές απέναντι στις εξελίξεις στο Ουκρανικό, παρακολουθώντας «κατά πόδας» τις εναλλαγές, ανάμεσα στην κλιμάκωση και την αποκλιμάκωση των εντάσεων και αντιδρώντας με πτωτικές ή ανοδικές κινήσεις.

Αυτό που θα ανησυχήσει τις αγορές, ακόμη και αν δεν εκδηλωθεί τελικά σύγκρουση, θα είναι τυχόν επιβολή κυρώσεων από τη Δύση στην Ρωσία, καθώς ελλοχεύει τον κίνδυνο να λειτουργήσει ως μπούμερανγκ για την Ευρώπη. Δηλαδή να σκάσουν στα χέρια της οι κυρώσεις και αυτό γιατί θα πληγούν σοβαρά οι εμπορικές συναλλαγές των Ευρωπαίων με τη Ρωσία.

Η κρίση στα σύνορα της Ουκρανίας, η μεγαλύτερη μετά από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο μιας ένοπλης σύγκρουσης. Η Ρωσία αρνείται την επέκταση του ΝΑΤΟ δίπλα στα σύνορα της, την ίδια ώρα που οι ΗΠΑ συνεχίζουν να ενδυναμώνουν την παρουσία τους, στις χώρες της πρώην ευρύτερης Σοβιετικής επιρροής. Η Ρωσία δεν μπορεί να χωνέψει τη συμφωνία του ΝΑΤΟ του 1997,  που άνοιξε το δρόμο σε τρία κράτη του πρώην σοβιετικού μπλοκ -Πολωνία, Ουγγαρία και Τσεχία- να ενταχθούν στη Δυτική Αμυντική Συμμαχία και απειλεί. Αντιθέτως η Δύση προωθεί την υιοθέτηση μιας διπλωματικής λύσης.

Η Μόσχα επιχειρεί ουσιαστικά να επαναφέρει τα σύνορα των σφαιρών επιρροής, όπως είχαν διαμορφωθεί μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, απαιτώντας τον μόνιμο αποκλεισμό της Ουκρανίας από την ένταξη στο ΝΑΤΟ, αλλά και την αποχώρηση στρατευμάτων του ΝΑΤΟ από χώρες, που ήδη έχουν ενταχθεί σε αυτό. Ταυτόχρονα, το Κρεμλίνο υποστηρίζει όλο και πιο ενεργά ότι η Ουκρανία αποτελεί οργανικό τμήμα της Ρωσίας, τόσο πολιτισμικά όσο και ιστορικά.

Οι ΗΠΑ από την πλευρά τους, δεν έχουν αναφερθεί καν στο σενάριο αποστολής στρατιωτών στο έδαφος της Ουκρανίας, μιας χώρας που δεν ανήκει άλλωστε στο ΝΑΤΟ. Παράλληλα η Ευρώπη εμφανίζεται διχασμένη στην αντίδρασή της, εξαιτίας των επιμέρους διμερών σχέσεων των κρατών με τη Ρωσία, αλλά και την ενεργειακή εξάρτησή τους από αυτή.

Τα δύο σενάρια για τις αγορές

Σε αυτό το τοπίο, τα σενάρια που επιχειρούν να αποτιμήσουν οι αγορές είναι δυο:

- Το πρώτο, είναι να υπάρξουν εχθροπραξίες και να ανοίξουν οι ασκοί του Αιόλου.

- Το δεύτερο, είναι να υπάρξει αποκλιμάκωση της έντασης μέσω της υιοθέτησης σκληρών οικονομικών πιέσεων από την πλευρά της Δύσης,  με δεδομένο ότι το ύψος των εμπορικών συναλλαγών Ρωσίας-ΗΠΑ ανέρχεται στα $30 δισ. και Ρωσίας-ΕΕ στα $200 δισ.

Δεν είμαστε ούτε στρατιωτικοί, ούτε γεωπολιτικοί αναλυτές, ώστε να οδηγηθούμε με ασφάλεια, στο ποιο σενάριο είναι το πιθανότερο. Ωστόσο, οι επενδυτές θα πρέπει να είναι έτοιμοι για την επόμενη ημέρα, όποια κι αν είναι αυτή.

Στο πρώτο σενάριο, πέρα από τη παγκόσμια ανησυχία για το τέλος μιας μακράς ειρηνικής συνύπαρξης ανάμεσα στη Δύση και τη Ρωσία, θα υπάρξει και ο φόβος της εισόδου και άλλων παραγόντων, όπως για παράδειγμα της Κίνας, στο παιχνίδι. Με δεδομένο όμως, ότι δεν είναι προς το συμφέρον αμφότερων των πλευρών, να υπάρξει μια εκτεταμένη στρατιωτική αναμέτρηση το πιθανότερο είναι ότι θα υπάρξει σύντομα μια εκτόνωση.

Η αρνητική ψυχολογία και η ανησυχία για τη πορεία των πραγμάτων, είναι προφανές ότι θα οδηγήσουν σε πτώση τα χρηματιστήρια. Οποιαδήποτε σύρραξη, θα προκαλέσει με τη σειρά της, την πλήρη διατάραξη των ήδη ευάλωτων ισορροπιών στο τομέα των πρώτων υλών για τη βιομηχανία, των υδρογονανθράκων, των μεταφορών και του εμπορίου.

Είναι σίγουρο, ότι θα υπάρξει ανατροπή της κάλυψης των ενεργειακών αναγκών της Ευρώπης, που θα δημιουργήσει ένα ακόμα μεγαλύτερο έλλειμμα, παρά τις εναλλακτικές από την προμήθεια υγροποιημένου φυσικού αερίου από τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και από την προμήθεια φυσικού αερίου μέσω του TANAP, του TAP και του SGC από το Αζερμπαϊτζάν.

Παράλληλα αναμένεται περαιτέρω αύξηση των τιμών του αργού πετρελαίου, με το CNBC να εκτιμά ότι τα $120/βαρέλι, θα αποτελούν μια ρεαλιστική τιμή, αν επιχειρηθεί Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Στο δεύτερο σενάριο, η Δύση θα προχωρήσει σε κυρώσεις είτε κατά της Ρωσίας, είτε κατά των ολιγαρχών που περιβάλουν και υποστηρίζουν το καθεστώς της Μόσχας. Αν οι κυρώσεις στραφούν κατά των ολιγαρχών η ζημία θα είναι περιορισμένη. Θα αφορά τις οικονομικές δραστηριότητες και τα περιουσιακά στοιχεία των ολιγαρχών και των οικογενειών τους. Αν όμως στραφούν κατά της οικονομίας της Ρωσίας, τότε θα καταλήξουν στο μπλοκάρισμα των εξαγωγών από τη Ρωσία και στον περιορισμό της πρόσβασης της Ρωσίας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων.

Ο περιορισμός της πρόσβασης στις αγορές κεφαλαίων, μαζί με την απειλή της αποβολής του Ρωσικού τραπεζικού συστήματος από το διεθνές τραπεζικό δίκτυο SWIFT (Society for Worldwide Interbank Financial Telecommunication), θα οδηγήσουν στον αποκλεισμό των ρωσικών τραπεζών από τα παγκόσμια κανάλια ασφαλούς ανταλλαγής ηλεκτρονικών μηνυμάτων, μεταφοράς χρημάτων, τίτλων ή συναλλαγών πολυτίμων μετάλλων, μεταξύ χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Δηλαδή, οι ρωσικές επιχειρήσεις θα δυσκολεύονται να πληρώσουν ή να λάβουν πληρωμές εκτός των εθνικών συνόρων. Εκτός SWIFT βρίσκονται σήμερα το Ιράν, η Βόρεια Κορέα και το Αφγανιστάν.

Ο αντίκτυπος στο τραπεζικό σύστημα θα είναι μεγάλος και αναμένεται ότι θα υπάρξει και αντίδραση, τόσο από τη αγορά συναλλάγματος, όσο και από τη αγορά των κρυπτονομισμάτων, που θα δικαιωθούν όσον αφορά την απαγκίστρωση τους από τη «σκληρή εποπτεία του κεντρικού συστήματος διαχείρισης των τραπεζών και των νομισμάτων».

Οι εμπορικές συναλλαγές Ρωσίας - Ευρώπης

Αλλά και στον τομέα των ρωσικών εξαγωγών τα πράγματα δεν θα είναι καλύτερα. Παρ’ όλο που το εμπόριο της ΕΕ με τη Ρωσία αντιστοιχεί μόλις στο 4,8% των συνολικών εμπορικών συναλλαγών, η ΕΕ εισάγει ρωσικά προϊόντα αξίας 96 δισ. ευρώ. Οι εισαγωγές αφορούν πετρέλαιο, φυσικό αέριο, σίδηρο και χάλυβα, χημικά, πρώτες ύλες και αγροτικά προϊόντα. Δηλαδή προϊόντα απαραίτητα για τη λειτουργία της ευρωπαϊκής βιομηχανίας. Το 41% των εισαγωγών φυσικού αερίου στην ΕΕ και το 27% των αντίστοιχων του πετρελαίου προέρχεται από τη Ρωσία.

Επομένως οποιαδήποτε κίνηση εμπορικών κυρώσεων από την πλευρά της Δύσης απέναντι στη Ρωσία, θα πλήξει την ευρωπαϊκή οικονομία, σε μια περίοδο αμφίβολης ανάκαμψης σε ένα περιβάλλον υψηλών ενεργειακών τιμών και ενεργειακής εξάρτησης από τη Ρωσία. Αρκετοί αναλυτές εκτιμούν ότι η τρέχουσα ενεργειακή κρίση και η αμφιβολία για τον τρόπο της αποκλιμάκωσης  της ουκρανικής κρίσης, θα οδηγήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση στην ταχύτερη απαγκίστρωση της από το ρωσικό ενεργειακό άρμα.

Ωστόσο, όποια μέτρα και να ληφθούν για την ελάφρυνση του βάρους των επιπτώσεων από τις πιθανές  κυρώσεις απέναντι στη Ρωσία, είναι σίγουρο ότι η κρίση στα σύνορα της Ουκρανίας θα φτάσει στις τσέπες μας.

Ασφαλώς υπάρχουν και άλλες επιπτώσεις από την ρωσική επιθετικότητα απέναντι στην Ουκρανία. Είναι πολύ πιθανόν να ανοίξει και η όρεξη της Κίνας απέναντι στην Ταϊβάν και τις νήσους στις Σινικές θάλασσες, κάτι που συζητήθηκε ανάμεσα στο Πεκίνο και τη Μόσχα, στις συναντήσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια της τελετής έναρξης των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων.

Πάντως για να κλείσουμε το άρθρο με μια αισιόδοξη νότα, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε, ότι η Ρωσία δεν θα μπορούσε να αντέξει οικονομικά σε μια σύγκρουση ευρείας κλίμακας και παρατεταμένης διάρκειας, με τη Δύση. Και αυτό το γνωρίζει καλά, παρά τους λεονταρισμούς της. Το ΑΕΠ της Ρωσίας, που βασίζεται στο υπέδαφος της και δεν υποστηρίζεται από κάποια σοβαρή βιομηχανική παραγωγή, είναι της τάξεως του $1,6 τρισ., τη στιγμή που το ΑΕΠ της  Ε.Ε. και των ΗΠΑ ανέρχεται στα $38 τρισ.