Γιατί η Ελλάδα πρέπει να επενδύσει σοβαρά και στην καινοτομία
Shutterstock
Shutterstock
Αμυντικές δαπάνες ως μοχλός ανάπτυξης

Γιατί η Ελλάδα πρέπει να επενδύσει σοβαρά και στην καινοτομία

Σε μια εποχή όπου η ασφάλεια της Ευρώπης δοκιμάζεται από γεωπολιτικές αναταράξεις, η συνήθης συνταγή αύξησης των αμυντικών δαπανών μέσω της προμήθειας νέων οπλικών συστημάτων δεν επαρκεί για να διασφαλίσει την ευημερία και τη βιωσιμότητα των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Οι παραδοσιακές στρατιωτικές δαπάνες ενισχύουν ελάχιστα την παραγωγικότητα, ενώ μπορούν να στερήσουν πόρους από κρίσιμους τομείς, όπως η δημόσια υγεία, η κοινωνική πολιτική και η μετάβαση στη βιώσιμη ανάπτυξη. 

Στην ομάδα εμπειρογνωμόνων ESIR της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Έρευνας, ανταποκρινόμενοι στα νέα δεδομένα που έχουν δημιουργήσει οι γεωπολιτικές εξελίξεις των τελευταίων ετών, προτείνουμε μια γενναία αλλαγή πορείας στις πολιτικές της ΕΕ, αναγνωρίζοντας την ανάγκη σημαντικής ενίσχυσης της έρευνας τεχνολογιών διττού σκοπού και αντίστοιχα των venture capital που επενδύουν σε αντίστοιχες start-up.

Οι τεχνολογίες διπλής χρήσης είναι καινοτομίες που έχουν τόσο πολιτικές όσο και στρατιωτικές εφαρμογές. Περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα τεχνολογιών, από βασικά υλικά μέχρι προηγμένο λογισμικό και υλικό, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο για εμπορικούς όσο και για αμυντικούς σκοπούς. 

Βλέποντας το ζήτημα από μια πιο ιστορική σκοπιά, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η απότομη μείωση των δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη στον τομέα της άμυνας στην Ευρώπη μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, και ιδιαίτερα σε χώρες με σημαντικές επενδύσεις στην αμυντική έρευνα όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Σουηδία, ενδεχομένως εξηγεί τη χαμηλότερη αύξηση της παραγωγικότητας τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς και το αναδυόμενο «χάσμα καινοτομίας» με τις Ηνωμένες Πολιτείες που έχει επισημάνει η έκθεση Draghi. 

Αξιοσημείωτο είναι, όπως φαίνεται και στο ακόλουθο διάγραμμα, ότι οι ΗΠΑ έχουν σήμερα ακόμη μεγαλύτερη συμμετοχή στις συνολικές δαπάνες για αμυντική έρευνα και ανάπτυξη στις χώρες του ΟΟΣΑ, σε σχέση με τη δεκαετία του ’80. Σήμερα το ποσοστό αυτό ξεπερνά το 90%, σε σύγκριση με 75% το 2001. 

Από αυτή την οπτική, είναι ουσιώδους σημασίας οι ευρωπαϊκές χώρες, όταν εντείνουν την αμυντική τους πολιτική, να εστιάσουν ειδικά στην αύξηση των δαπανών για αμυντική έρευνα και ανάπτυξη. 

Η ουσία είναι η καινοτομία και η διττή χρήση 

Όπως αναδεικνύουν πρόσφατες αναλύσεις, η πραγματική προστιθέμενη αξία για την ευρωπαϊκή οικονομία προκύπτει μέσα από στοχευμένες επενδύσεις στην έρευνα και ανάπτυξη (R&D) που ενισχύουν τεχνολογίες διπλής χρήσης, και όχι απλώς μέσω αγορών αμυντικών συστημάτων. Στις ΗΠΑ, το παράδειγμα του οργανισμού DARPA αποδεικνύει πώς η δημόσια επένδυση στην καινοτομία μπορεί να οδηγήσει σε ριζικές τεχνολογικές τομές. Στην Ευρώπη, ωστόσο, η χρηματοδότηση μέσω του EIC Pathfinder παραμένει σημαντικά περιορισμένη, ενώ αναμένονται νεότερες εξελίξεις για το πρόγραμμα ReArm Europe. 

Στην Ελλάδα, η ίδρυση του Ελληνικού Κέντρου Αμυντικής Καινοτομίας (ΕΛΚΑΚ) αποτελεί αναμφίβολα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, ωστόσο απαιτείται σημαντική ενίσχυση: αύξηση των διαθέσιμων πόρων και του προσωπικού, υιοθέτηση πιο ευέλικτων λειτουργικών διαδικασιών που θα επιτρέπουν επενδύσεις σε πρώιμα πειραματικά έργα, διευκόλυνση της συμμετοχής ιδιωτικών κεφαλαίων και ιδιαίτερη έμφαση στην ανάπτυξη τεχνολογιών διπλής χρήσης. 

Η Ευρώπη, η οποία ιστορικά υπολείπεται των Ηνωμένων Πολιτειών στον τομέα της καινοτομίας αμυντικής τεχνολογίας, αναγνωρίζει πλέον ότι τα start-ups αποτελούν βασικούς πυλώνες για την οικονομική ανάπτυξη και τη στρατηγική αυτονομία της. 

Πρόσφατες μελέτες, όπως αυτή της McKinsey και αναλύσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, επιβεβαιώνουν την εκρηκτική ανάπτυξη του οικοσυστήματος αμυντικής τεχνολογίας στην Ευρώπη. Από το 2021 έως το 2024, οι επενδύσεις venture capital σε αυτόν τον τομέα αυξήθηκαν κατά 500%. Ωστόσο, ο όγκος των συμφωνιών παραμένει περίπου 2,4 φορές μικρότερος από τον αντίστοιχο στις ΗΠΑ. 

Παρά την προοπτική, οι προκλήσεις παραμένουν σημαντικές: κατακερματισμένα συστήματα προμηθειών, περιορισμένη πρόσβαση σε στρατιωτικούς τελικούς χρήστες για δοκιμές, καθώς και χρηματοδοτικό κενό σε προχωρημένα στάδια ανάπτυξης, που καλύπτεται κυρίως από Αμερικανούς επενδυτές. 

Μια μοναδική ευκαιρία για την Ελλάδα 

Η Ελλάδα είναι μια χώρα που επενδύει ήδη ένα σημαντικό ποσό του ΑΕΠ, περίπου 3%, στην άμυνα, ωστόσο αυτό κατευθύνεται κυρίως στη μισθοδοτική δαπάνη, και δευτερευόντως στην προμήθεια νέου εξοπλισμού. Η δέσμευση αύξησης των αμυντικών δαπανώ στο 5% του ΑΕΠ θα πρέπει να περιλαμβάνει την πρόβλεψη σε επένδυση στην έρευνα σε τεχνολογίες διττής χρήσης σε συνεργασία με ακαδημαϊκά ιδρύματα και ιδιωτικές εταιρίες, μια επένδυση η οποία αποδεδειγμένα θα ενισχύσει την ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα. Απλώς φανταστείτε την ευκαιρία για τη χώρα, και την ερευνητική κοινότητα, αν 500-1000 εκ ευρώ το χρόνο επενδυθούν στην έρευνα για διττές τεχνολογίες. 

Για την Ελλάδα, μια χώρα με ισχυρή ερευνητική βάση αλλά και περιφερειακή θέση στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, αυτή η προσέγγιση προσφέρει τεράστιες ευκαιρίες: 

  • Προώθηση περιφερειακών οικοσυστημάτων καινοτομίας: Η στρατηγική αξιοποίηση πανεπιστημιακών και ερευνητικών κέντρων σε όλη τη χώρα μπορεί να δημιουργήσει «νησίδες» τεχνολογικής αριστείας. 
  • Ευφυείς αμυντικές εφαρμογές: Η ανάπτυξη τεχνολογιών για τον έλεγχο συνόρων, την κυβερνοασφάλεια και τη διαχείριση κρίσεων ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες της χώρας. 
  • Αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων συνοχής: Οι πολιτικές συνοχής μπορούν να λειτουργήσουν ως μυστικό όπλο για την ασφάλεια, προσφέροντας πόρους για την ανάπτυξη στρατηγικών υποδομών και την ενίσχυση της περιφερειακής ανθεκτικότητας. Έχει ωριμάσει πλέον στις χώρες του βορρά η ιδέα να ενισχυθούν οι χώρες που διασφαλίζουν τα ευρωπαϊκά σύνορα, με επιπλέον κονδύλια για την έρευνα και δημιουργία κέντρων αριστείας. 
  • Ενίσχυση των ελληνικών start-ups: Οι ελληνικές νεοφυείς επιχειρήσεις μπορούν να επωφεληθούν από τη μετάβαση της ευρωπαϊκής πολιτικής υπέρ της διπλής χρήσης και να διεκδικήσουν ρόλο ως προμηθευτές τεχνολογίας τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης. 

Η ασφάλεια και η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας και της Ευρώπης δε θα διασφαλιστούν μόνο με εξοπλισμούς αλλά με επένδυση στην έρευνα, την τεχνολογία και την ανάπτυξη ενός δυναμικού οικοσυστήματος καινοτομίας με διεθνή προσανατολισμό.  Η επένδυση σε τεχνολογίες διττού σκοπού αποδεδειγμένα, έχουμε το παράδειγμα των ΗΠΑ, αποφέρει σημαντικά πολλαπλασιαστικά οφέλη στην ανταγωνιστικότητα και στην υποστήριξη της βιωσιμότητας. Η δημόσια υποστήριξη για R&D στον αμυντικό τομέα ενισχύει την καινοτομία και την παραγωγικότητα πολύ πιο αποτελεσματικά από τις γενικές στρατιωτικές δαπάνες, και το επιτυχημένο μοντέλο DARPA στις ΗΠΑ αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση.  

Φυσικά, αντίστοιχα θα πρέπει να ξεπεράσουμε το όποιο αρνητικό «στίγμα» αποδίδουμε στην έρευνα που έχει και αμυντικές εφαρμογές, και αναφέρομαι τόσο στην ακαδημαϊκή κοινότητα, αλλά και ευρύτερα στην κοινωνία. 

 Για την Ελλάδα, η στήριξη ερευνητικών έργων και start-ups τεχνολογιών διττού σκοπού,  δεν αποτελεί απλώς οικονομική ευκαιρία αλλά στρατηγική αναγκαιότητα. Η γεωπολιτική της θέση στην ανατολική Μεσόγειο απαιτεί υψηλή τεχνολογική κυριαρχία. Η ανάπτυξη ελληνικών τεχνολογιών σε τομείς όπως τα drones, οι ναυτικές τεχνολογίες, η κυβερνοασφάλεια και τα προηγμένα υλικά μπορεί να ενισχύσει την εθνική ασφάλεια και να δημιουργήσει θέσεις εργασίας υψηλής αξίας. 

Το νέο όραμα πρέπει να είναι μια Ελλάδα που αναγνωρίζει τη θέση της ως περιφερειακός κόμβος διπλής χρήσης τεχνολογιών, ενδυναμώνοντας τόσο την άμυνα όσο και την οικονομία της. 
 
*Εδώ ολόκληρη η πρόταση για τις τεχνολογίες διττού σκοπού, του ανεξάρτητου συμβουλευτικού οργάνου ESIR για τις τεχνολογίες διττού σκοπού.  




*Επαμεινώνδας Χριστοφιλόπουλος, Κάτοχος Έδρας UNESCO on Futures Research & Μέλος της Επιτροπής ESIR