«Η ελληνική οικονομία επιδεικνύει ανθεκτικότητα, προσαρμοστικότητα και στρατηγική διορατικότητα», σημείωσε, μεταξύ άλλων, στην ομιλία του με τίτλο «Η Ελλάδα ως στρατηγική πύλη επενδύσεων: σταθερότητα, βιωσιμότητα και μετασχηματισμός» στο Athens International Investment Summit (AIIS) ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας.
«Μέσα σε ένα ταραγμένο οικονομικό περιβάλλον, η Ελλάδα επέδειξε αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα και κατέγραψε θετικές επιδόσεις. Το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,3% το 2024, υπερβαίνοντας κατά πολύ τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, και η δυναμική αυτή συνεχίστηκε και το 2025. Το πρώτο εξάμηνο του έτους ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας ήταν 2% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024, με κύριους προωθητικούς παράγοντες την ιδιωτική κατανάλωση, τις καθαρές εξαγωγές και τις επενδύσεις. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτες είναι οι επιδόσεις στον τομέα των επενδύσεων, οι οποίες παρουσιάζουν ισχυρή δυναμική τα τελευταία χρόνια».
Αναλυτικά η ομιλία του κ. Στουρνάρα:
Είναι μεγάλη τιμή μου που συμμετέχω ως ομιλητής στο Athens International Investor Summit και απευθύνομαι σε ένα τόσο εκλεκτό ακροατήριο, αποτελούμενο από υπευθύνους χάραξης πολιτικής, επενδυτές και κορυφαία στελέχη επιχειρήσεων. Ευχαριστώ θερμά τον Υπουργό Οικονομικών Κυριάκο Πιερρακάκη για τη διοργάνωση αυτής της σημαντικής εκδήλωσης, καθώς και τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, τον Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης Κωστή Χατζηδάκη και τους διεθνείς εταίρους μας που βρίσκονται σήμερα μαζί μας για έναν εποικοδομητικό διάλογο σχετικά με το οικονομικό μέλλον της Ελλάδος. Η συνάντηση αυτή, που φιλοξενείται στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, σηματοδοτεί τη δυναμική επιστροφή της Ελλάδος ως μιας οικονομίας με αυτοπεποίθηση και εξωστρέφεια, έτοιμης να προσελκύσει επενδύσεις, να προωθήσει την καινοτομία και να ενισχύσει το ρόλο της στην Ευρώπη και παγκοσμίως.
Η συνάντησή μας πραγματοποιείται σε μια περίοδο αυξημένης αβεβαιότητας στην παγκόσμια οικονομία. Η άνοδος του προστατευτισμού, οι ανακατατάξεις στις γεωπολιτικές συμμαχίες, η κλιματική αλλαγή και ο ραγδαίος τεχνολογικός μετασχηματισμός αναδιαμορφώνουν το περιβάλλον μέσα στο οποίο καλούμαστε να δράσουμε. Οι προκλήσεις είναι πολλές, ταυτόχρονα όμως διαφαίνονται και ευκαιρίες – ιδίως για οικονομίες που επιδεικνύουν ανθεκτικότητα, προσαρμοστικότητα και στρατηγική διορατικότητα. Η Ελλάδα σήμερα είναι μια τέτοια οικονομία.
Το διεθνές και ευρωπαϊκό οικονομικό περιβάλλον
Το διεθνές οικονομικό σύστημα διανύει μια περίοδο μετασχηματισμού, κατά την οποία αμφισβητούνται θεμελιώδεις αρχές που ίσχυαν επί δεκαετίες. Η πρόσφατη αύξηση των πολιτικών εμπορικού προστατευτισμού, που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, έχει οδηγήσει στην επιβολή ιστορικά υψηλών δασμών σε στρατηγικούς εταίρους, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενώ η προσωρινή συμφωνία ΕΕ-ΗΠΑ τον Ιούλιο απέτρεψε έναν εμπορικό πόλεμο, η αβεβαιότητα παραμένει αυξημένη, υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη των επενδυτών και διαταράσσοντας τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού.
Η ζώνη του ευρώ έχει επιδείξει ανθεκτικότητα και η αναπτυξιακή δυναμική της αναμένεται να επιταχυνθεί κατά την προσεχή περίοδο. Οι προοπτικές έχουν βελτιωθεί και ο ρυθμός ανάπτυξης για το 2025 αναθεωρήθηκε προς τα άνω σε 1,2% (από 0,9 % προηγουμένως), καθώς τα εισερχόμενα στοιχεία ήταν καλύτερα από ό,τι προβλεπόταν, εν μέρει λόγω επίσπευσης των εξαγωγών στην αρχή του έτους, αλλά και λόγω μεταφερόμενης επίδρασης από αναθεωρήσεις των ιστορικών στοιχείων. Η ισχυρότερη συμβολή της εγχώριας ζήτησης – με κύρια συνιστώσα τις επενδύσεις και δευτερευόντως την ιδιωτική κατανάλωση – δίνει πρόσθετη ώθηση στην ανάπτυξη εφέτος. Για τα επόμενα έτη, οι ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης, η βελτίωση του επενδυτικού κλίματος και η ανθεκτική ζήτηση αναμένεται να στηρίξουν την οικονομική ανάπτυξη, παρόλο που η αβεβαιότητα σχετικά με την εμπορική πολιτική και οι γεωπολιτικές εντάσεις δημιουργούν καθοδικούς κινδύνους.
Η κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ συνέβαλε αποφασιστικά στην επίτευξη σταθερότητας τιμών σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ. Από τα μέσα του 2024 έως και τον Ιούλιο του 2025, το Διοικητικό Συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο πληθωρισμός βρίσκεται σε σταθερή πτωτική πορεία, μείωσε τα βασικά επιτόκια κατά 400 μονάδες βάσης συνολικά και έκτοτε τα διατηρεί αμετάβλητα. Ακολουθώντας μια σταδιακή προσέγγιση, με τις αποφάσεις να λαμβάνονται από συνεδρίαση σε συνεδρίαση και ανάλογα με τα εκάστοτε διαθέσιμα δεδομένα, η ΕΚΤ διασφάλισε το καλοκαίρι την επάνοδο του πληθωρισμού στο 2% (σε σχέση με επίπεδο άνω του 10%, πρωτοφανές για τη ζώνη του ευρώ, που είχε καταγράψει το φθινόπωρο του 2022). Ο πληθωρισμός αναμένεται να διαμορφωθεί κατά μέσο όρο στο 2,1% εφέτος, υποβοηθούμενος από τις χαμηλότερες τιμές της ενέργειας και την ανατίμηση του ευρώ, και να αποκλιμακωθεί περαιτέρω σε επίπεδο κάτω από το 2% στη διάρκεια του 2026. Η πιο πρόσφατη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου να διατηρήσει αμετάβλητα τα βασικά επιτόκια υπογραμμίζει τη συνετή και επιφυλακτική προσέγγισή του σε ένα ρευστό και αβέβαιο περιβάλλον. Την προσεχή περίοδο, οι μελλοντικές αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου για τα επιτόκια θα βασίζονται στην αξιολόγηση των προοπτικών του πληθωρισμού και των κινδύνων που τις περιβάλλουν.
Η ΕΚΤ έχει επιτύχει μια «ομαλή προσγείωση», κατορθώνοντας να διασφαλίσει τη σταθερότητα των τιμών και ταυτόχρονα να προωθήσει ένα περιβάλλον που ευνοεί τις επενδύσεις, τη βιώσιμη ανάπτυξη και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Οι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου οδήγησαν σε ομαλή χαλάρωση των χρηματοδοτικών συνθηκών. Οι ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης, σε συνδυασμό με την άνοδο των πραγματικών εισοδημάτων και την προσδοκώμενη αύξηση των δημόσιων επενδύσεων σε υποδομές και άμυνα, αναμένεται να στηρίξουν τη σταδιακή ανάκαμψη της οικονομίας της ζώνης του ευρώ μεσοπρόθεσμα. Για να διαφυλαχθεί η αξιοπιστία της νομισματικής πολιτικής, απαιτείται ευελιξία, καθώς και ετοιμότητα για έγκαιρη προσαρμογή της κατεύθυνσής της, αν χρειαστεί. Διατηρώντας τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό ευθυγραμμισμένες με το μεσοπρόθεσμο στόχο μας, η νομισματική πολιτική λειτουργεί ως σταθεροποιητικός παράγοντας – διασφαλίζοντας τη σταθερότητα των τιμών, ενισχύοντας τη μακροοικονομική ανθεκτικότητα και μετριάζοντας τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Εν μέσω παγκόσμιας αβεβαιότητας, τα ευρωπαϊκά αξιόγραφα έχουν καταστεί ασφαλές καταφύγιο, γεγονός που αναδεικνύει μια σημαντική ευκαιρία για το ευρώ. Η φυγή των επενδυτών από τα αμερικανικά ομοσπονδιακά ομόλογα στις αρχές του έτους ήταν ένδειξη μειωμένης εμπιστοσύνης στην οικονομική πολιτική των ΗΠΑ, ενώ ταυτόχρονα τα ομόλογα της ζώνης του ευρώ προσέλκυσαν σημαντικές εισροές. Η στροφή αυτή υπογραμμίζει τη δυνατότητα του ευρώ να ενισχύσει το ρόλο του ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος. Όμως αυτό δεν πρόκειται να συμβεί αυτόματα: η Ευρώπη θα πρέπει να προχωρήσει σε βαθύτερη ενοποίηση, να εξαλείψει τους εσωτερικούς φραγμούς στο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών, να ολοκληρώσει την Τραπεζική Ένωση και να προωθήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων. Ειδικότερα, προκειμένου να αυξήσει τις επενδύσεις της ως ποσοστό του ΑΕΠ, πρέπει να αυξήσει την απόδοση των εγχώριων επενδύσεων και να διοχετεύσει σε αυτές το μεγαλύτερο μέρος από τις πλεονάζουσες αποταμιεύσεις της.
Οι ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες στους τομείς των υποδομών, της άμυνας και της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης αντιπροσωπεύουν μια ριζική στροφή στη χάραξη πολιτικής. Πρωτοβουλίες όπως η Πυξίδα Ανταγωνιστικότητας, η Συμφωνία για Καθαρή Βιομηχανία και το πρόγραμμα ReArm Europe αποτελούν αποφασιστικά βήματα για την οικοδόμηση στρατηγικής αυτονομίας, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και τη διασφάλιση της ανθεκτικότητας. Για την Ελλάδα, οι πρωτοβουλίες αυτές προσφέρουν τεράστιες ευκαιρίες για κοινές επενδύσεις στους τομείς της ενέργειας, των υποδομών, της εφοδιαστικής (logistics) και της τεχνολογίας.
Οικονομικές επιδόσεις και προοπτικές της Ελλάδος
Μέσα σε ένα ταραγμένο οικονομικό περιβάλλον, η Ελλάδα επέδειξε αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα και κατέγραψε θετικές επιδόσεις. Το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,3% το 2024, υπερβαίνοντας κατά πολύ τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, και η δυναμική αυτή συνεχίστηκε και το 2025. Το πρώτο εξάμηνο του έτους ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας ήταν 2% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024, με κύριους προωθητικούς παράγοντες την ιδιωτική κατανάλωση, τις καθαρές εξαγωγές και τις επενδύσεις.
Ιδιαίτερα αξιοσημείωτες είναι οι επιδόσεις στον τομέα των επενδύσεων, οι οποίες παρουσιάζουν ισχυρή δυναμική τα τελευταία χρόνια. Από το 2019 οι επενδύσεις αυξάνονται σταθερά (+60% έως το 2024), καλύπτοντας μέρος του μεγάλου επενδυτικού κενού που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους. Την περίοδο μετά την πανδημία η μέση συμβολή τους στην ετήσια αύξηση του ΑΕΠ ήταν 1,6 ποσοστιαία μονάδα, σημαντικά υψηλότερη από το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, που ήταν μόλις 0,3 ποσοστιαία μονάδα. Ωστόσο, εξακολουθεί να υπάρχει σημαντικό επενδυτικό κενό μεταξύ της Ελλάδος και της ζώνης του ευρώ: παρά αυτή την ισχυρή δυναμική, οι επενδύσεις στην Ελλάδα αναμένεται να φθάσουν το 16,3% του ΑΕΠ το 2025, έναντι 21,1% στη ζώνη του ευρώ.
Οι ξένες άμεσες επενδύσεις (ΞΑΕ) αυξήθηκαν σημαντικά πέρυσι, προσεγγίζοντας το 2,5% του ΑΕΠ – το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας εικοσαετίας. Συνολικά, η αύξηση των ΞΑΕ αντανακλά το βελτιωμένο επιχειρηματικό περιβάλλον μετά τις πρόσφατες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας, καθώς και την ολοκλήρωση ιδιωτικοποιήσεων.
Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές παραμένουν θετικές και ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να υπερβεί το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ. Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, το ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί με ρυθμό ελαφρώς άνω του 2% το 2025, το 2026 και το 2027, σχεδόν διπλάσιο από το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, παρά την αυξανόμενη αβεβαιότητα στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις θα παραμείνουν οι βασικοί μοχλοί ανάπτυξης. Αυτή η πορεία θα καταστήσει δυνατή τη συνέχιση της σύγκλισης του ελληνικού κατά κεφαλήν εισοδήματος προς το μέσο όρο της ΕΕ, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι οι μεταρρυθμίσεις θα συνεχιστούν με αμείωτο ρυθμό και τα επενδυτικά έργα θα υλοποιηθούν εγκαίρως.
Ωστόσο, ο πληθωρισμός παραμένει επίμονος, υπερβαίνοντας το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ. Ο γενικός πληθωρισμός κυμάνθηκε γύρω στο 3% εφέτος, λόγω της ανόδου των τιμών των υπηρεσιών και των ειδών διατροφής, της αύξησης των αποδοχών και της ισχυρής τουριστικής ζήτησης. Συνολικά, προβλέπεται να παραμείνει σε αυξημένα επίπεδα γύρω στο 3,1% το 2025 και στη συνέχεια να αποκλιμακωθεί σταδιακά στο 2,6% το 2026, αντανακλώντας κυρίως το θετικό παραγωγικό κενό της ελληνικής οικονομίας, ενώ στη ζώνη του ευρώ εκτιμάται ότι υπάρχει αρνητικό παραγωγικό κενό.
Η αγορά εργασίας συνεχίζει να βελτιώνεται, αν και εξακολουθούν να υπάρχουν προκλήσεις. Η ανεργία μειώθηκε σε 8,6% το β΄ τρίμηνο του 2025, από 9,8% την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους, και η απασχόληση αυξήθηκε σε όλους τους τομείς της οικονομίας. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν ελλείψεις εργατικού δυναμικού στους τομείς των κατασκευών, της μεταποίησης και του τουρισμού, γεγονός που αντικατοπτρίζει τις δημογραφικές πιέσεις και τις αναντιστοιχίες δεξιοτήτων. Ο ρυθμός αύξησης των αποδοχών επιταχύνθηκε, ενισχύοντας τα εισοδήματα των νοικοκυριών, αλλά δημιουργώντας ανησυχίες σχετικά με την ανταγωνιστικότητα.
Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να βελτιωθεί το 2025, υποστηριζόμενο από την ανθεκτική επίδοση των εξαγωγών, την άνοδο των ταξιδιωτικών εισπράξεων λόγω της επιμήκυνσης της τουριστικής περιόδου, καθώς και τη μείωση των δαπανών για τόκους λόγω της μείωσης των επιτοκίων. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν προκλήσεις. Η εξαγωγική βάση της Ελλάδας παραμένει συγκεντρωμένη σε αγαθά και υπηρεσίες χαμηλής έως μεσαίας τεχνολογίας, η εξάρτηση από τις εισαγωγές παραμένει υψηλή και τυχόν επιβράδυνση της ζήτησης στη ζώνη του ευρώ ή νέες διαταράξεις του διεθνούς εμπορίου θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τις επιδόσεις. Η αντιμετώπιση αυτών των αδυναμιών απαιτεί συνεχείς επενδύσεις στην ανταγωνιστικότητα, τη διαφοροποίηση των εξαγωγών, τις υποδομές, τις δεξιότητες και την αύξηση της παραγωγής προστιθέμενης αξίας.
Για την Ελλάδα, οι άμεσες επιπτώσεις των νέων δασμών αναμένεται να είναι περιορισμένες, καθώς οι ΗΠΑ δεν αποτελούν βασικό εμπορικό εταίρο της χώρας μας. Οι κίνδυνοι είναι πιθανότερο να είναι έμμεσοι, καθώς η επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου θα μπορούσε να περιορίσει τη ζήτηση ελληνικών αγαθών και υπηρεσιών και να επηρεάσει αρνητικά τις προοπτικές ανάπτυξης. Η αυξημένη αβεβαιότητα στις διεθνείς αγορές επίσης επιδρά ανασταλτικά στις επενδύσεις, καθώς οι επιχειρήσεις διστάζουν να δεσμεύσουν κεφάλαια σε ένα ασταθές περιβάλλον. Ωστόσο, σε αυτό το δύσκολο περιβάλλον, η Ελλάδα ξεχωρίζει ως θετική εξαίρεση: οι πρόσφατες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας τόσο του Ελληνικού Δημοσίου όσο και των ελληνικών τραπεζών αναδεικνύουν τη βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών και την ανθεκτικότητα της οικονομίας, καθησυχάζοντας τους επενδυτές σε μια περίοδο αυξημένης παγκόσμιας αστάθειας.
Δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα
Αυτή η θετική δυναμική μαρτυρεί ότι η σταθερότητα έχει αποκατασταθεί. Για να διατηρηθεί όμως, κρίσιμη σημασία έχουν η δημοσιονομική ισορροπία και η χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Οι δημοσιονομικές επιδόσεις της Ελλάδας υπήρξαν εξαιρετικές, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη στις προοπτικές της οικονομίας και τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Το 2024 το συνολικό πλεόνασμα του προϋπολογισμού σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης διαμορφώθηκε σε 1,3% του ΑΕΠ, για πρώτη φορά από το 2019, ενώ το πρωτογενές πλεόνασμα ανήλθε σε 4,8% – ένα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Το δημόσιο χρέος μειώθηκε δραστικά σε 153,6% του ΑΕΠ, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010, και η Ελλάδα πέτυχε τη μεγαλύτερη μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.
Οι δημοσιονομικές προοπτικές της Ελλάδας παραμένουν θετικές, με υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα (άνω του 3% του ΑΕΠ) και σταθερή καθοδική πορεία του δημόσιου χρέους. Τα επιτεύγματα αυτά αντικατοπτρίζουν τα διαρκή οφέλη από την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και την ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης, σε συνδυασμό με τον συνετό έλεγχο των δημόσιων δαπανών. Αξιοποιώντας αυτή τη βάση, η κυβέρνηση εξήγγειλε μια νέα δέσμη φορολογικών περικοπών και επενδυτικών κινήτρων, με στόχευση σε νοικοκυριά μεσαίου εισοδήματος, τις οικογένειες και τους νέους εργαζόμενους. Τα μέτρα αυτά, η χρηματοδότηση των οποίων είναι απολύτως σύμφωνη με το δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ, αποσκοπούν στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, στην ενίσχυση των τοπικών κοινοτήτων και στη στήριξη διαρθρωτικών αλλαγών, διασφαλίζοντας παράλληλα τη δημοσιονομική βιωσιμότητα. Αναμένεται επίσης να δώσουν κάποια ώθηση στην ανάπτυξη κατά την περίοδο 2026-27.
Η δέσμευση της κυβέρνησης για πρόωρη αποπληρωμή των δανείων του επίσημου τομέα στέλνει ένα ισχυρό μήνυμα δημοσιονομικής πειθαρχίας και εμπιστοσύνης. Η προγραμματισμένη αποπληρωμή δανείων GLF ύψους 31,6 δισεκ. ευρώ έως το 2031 – μια ολόκληρη δεκαετία νωρίτερα από το προβλεπόμενο – θα επιταχύνει τη μείωση του χρέους, θα περιορίσει τις μελλοντικές χρηματοδοτικές ανάγκες και θα ενισχύσει το αξιόχρεο της χώρας. Με την ενίσχυση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας, η πρωτοβουλία αυτή όχι μόνο μειώνει την απαιτούμενη μελλοντική δημοσιονομική προσαρμογή, αλλά και συμβάλλει στη διασφάλιση της δικαιοσύνης μεταξύ των γενεών, απαλλάσσοντας τους μελλοντικούς φορολογούμενους από μέρος της σημερινής δημοσιονομικής επιβάρυνσης.
Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι σήμερα σημαντικά ισχυρότερο, υποστηριζόμενο από υγιή θεμελιώδη μεγέθη. Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας έχουν βελτιωθεί, η κερδοφορία έχει αυξηθεί και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν μειωθεί σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα. Η ρευστότητα παραμένει υψηλή, ενώ μετά τις διαδοχικές αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής τους ικανότητας οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σταθερά εντός της επενδυτικής κατηγορίας. Την ανθεκτικότητα των ελληνικών τραπεζών επιβεβαιώνουν τα αποτελέσματα της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του 2025 που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα. Σύμφωνα με αυτά, ακόμη και υπό δυσμενή μακροοικονομικά σενάρια, οι ελληνικές τράπεζες διατηρούν επίπεδα κεφαλαίου που υπερβαίνουν τις κανονιστικές απαιτήσεις με ασφαλές περιθώριο – και υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Τα επιτεύγματα αυτά δημιουργούν μια σταθερή βάση ώστε οι τράπεζες να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις και να στηρίξουν αποτελεσματικότερα την πραγματική οικονομία.
Διαρθρωτικές προκλήσεις
Παρά τη σημαντική πρόοδο που περιέγραψα ήδη, η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μακροχρόνιες διαρθρωτικές προκλήσεις. Το πολύπλοκο ρυθμιστικό πλαίσιο, οι συχνές τροποποιήσεις της νομοθεσίας, οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης και οι ανεπάρκειες του δικαστικού συστήματος υπονομεύουν, μεταξύ άλλων, τη διαφάνεια και την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Για να αντιμετωπιστούν αυτές οι προκλήσεις, απαιτούνται αποφασιστικές μεταρρυθμίσεις στη διακυβέρνηση και στο κράτος δικαίου.
Η παραγωγικότητα της εργασίας και η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα παραμένουν κάτω από τα επίπεδα συγκρίσιμων ευρωπαϊκών χωρών. Μολονότι η ανταγωνιστικότητα ως προς το κόστους εργασίας έχει βελτιωθεί σημαντικά μετά την κρίση, η παραγωγικότητα εξακολουθεί να υστερεί παρά την πρόσφατη αύξησή της και η ενσωμάτωση της Ελλάδας στις αλυσίδες αξίας της ΕΕ παραμένει περιορισμένη. Οι επενδύσεις στην έρευνα και ανάπτυξη, την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών και την ανάπτυξη δεξιοτήτων πρέπει να αυξηθούν.
Η οικονομική προσιτότητα της στέγασης έχει αναδειχθεί σε πιεστικό οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα. Η αύξηση των ενοικίων και των τιμών των ακινήτων, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα και σε σημαντικούς τουριστικούς προορισμούς, η οποία οφείλεται στις αναντιστοιχίες μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, διαβρώνει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών – ιδίως για τα νοικοκυριά χαμηλότερου εισοδήματος. Οι παρεμβάσεις πολιτικής πρέπει να επικεντρωθούν στην αύξηση της προσφοράς κατοικιών, στην ενθάρρυνση της περιφερειακής ανάπτυξης και στη διασφάλιση της πρόσβασης σε οικονομικά προσιτή στέγαση.
Οι δημογραφικές τάσεις, οι ανισότητες και ζητήματα κοινωνικής συνοχής αποτελούν πρόσθετες προκλήσεις. Η πληθυσμιακή συρρίκνωση, οι αναντιστοιχίες δεξιοτήτων και οι περιφερειακές ανισότητες εξακολουθούν να επηρεάζουν αρνητικά τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Ταυτόχρονα, απαιτούνται πολιτικές κοινωνικής συμπερίληψης για να διασφαλιστεί ότι η ανάπτυξη παραμένει δίκαιη και βιώσιμη.
Στρατηγικές επενδυτικές ευκαιρίες
Η αντιμετώπιση αυτών των διαρθρωτικών προκλήσεων θα απαιτήσει σημαντικές επενδύσεις και η Ελλάδα προσφέρει ευκαιρίες για την προσέλκυση τέτοιων στρατηγικών επενδύσεων κατά τα επόμενα έτη. Ο συνδυασμός μακροοικονομικής σταθερότητας, βελτιωμένης πιστοληπτικής ικανότητας και χρηματοδότησης από την ΕΕ δημιουργεί ένα ελκυστικό περιβάλλον για τους επενδυτές.
Η ενεργειακή μετάβαση και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας βρίσκονται στο επίκεντρο της αναπτυξιακής στρατηγικής της Ελλάδος. Οι επενδύσεις σε αιολικά και ηλιακά πάρκα και σε υπεράκτια έργα, σε συνδυασμό με αναβαθμίσεις των ενεργειακών δικτύων και διασυνδέσεων, καθώς και η αύξηση της δυναμικότητας στις μονάδες αποθήκευσης ηλεκτρισμού, θα στηρίξουν την πράσινη μετάβαση, ενισχύοντας παράλληλα την ενεργειακή ασφάλεια. Η γεωγραφική θέση της Ελλάδος προσφέρει μοναδικές δυνατότητες ώστε η χώρα να γίνει κόμβος καθαρής ενέργειας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη – και επενδυτικός μαγνήτης.
Η εφοδιαστική (logistics) και οι επενδύσεις σε υποδομές μπορούν να μετατρέψουν την Ελλάδα σε περιφερειακό κόμβο. Τα λιμάνια, οι μαρίνες και τα δίκτυα μεταφορών είναι πύλες που συνδέουν την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική. Ο εκσυγχρονισμός αυτών των υποδομών θα ενισχύσει τον ρόλο της Ελλάδος στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού και θα αποφέρει μακροπρόθεσμες αποδόσεις για τους επενδυτές.
Ο ψηφιακός μετασχηματισμός και οι υπηρεσίες παρουσιάζουν δυναμικές προοπτικές ανάπτυξης. Το τεχνολογικό οικοσύστημα της Ελλάδας επεκτείνεται με ταχείς ρυθμούς, υποστηριζόμενο από επιχειρηματικά κεφάλαια και κυβερνητικές πρωτοβουλίες. Οι επενδύσεις στην τεχνητή νοημοσύνη, τα μεγάλα δεδομένα και τις ψηφιακές υποδομές μπορούν να επιφέρουν βελτίωση της παραγωγικότητας σε όλους τους τομείς. Για τους επενδυτές, αυτό σημαίνει έγκαιρη πρόσβαση σε μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες αγορές τεχνολογίας της Ευρώπης.
Η καινοτομία και η Ε&Α είναι ζωτικής σημασίας για την αναβάθμιση της θέσης της χώρας στην αλυσίδα αξίας. Η σύνδεση της έρευνας με τη βιομηχανία, η παροχή φορολογικών κινήτρων και η ενίσχυση των συνεργασιών θα συμβάλουν στο μετασχηματισμό της Ελλάδας σε μια οικονομία βασισμένη στη γνώση. Αυτό δημιουργεί ευκαιρίες όχι μόνο για τις εγχώριες επιχειρήσεις, αλλά και για τους διεθνείς επενδυτές που αναζητούν έργα υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Η αμυντική βιομηχανία αποτελεί επίσης έναν νέο στρατηγικής σημασίας τομέα. Η Ελλάδα έχει δεσμευτεί για στενότερη ευρωπαϊκή αμυντική συνεργασία και η ενεργός συμμετοχή της σε διεθνή προγράμματα μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της εγχώριας παραγωγής και της προστιθέμενης αξίας και να μειώσει την εξάρτηση από τις εισαγωγές.
Προτεραιότητες πολιτικής και μεταρρυθμίσεις
Για να αξιοποιηθούν αυτές οι ευκαιρίες, χρειάζονται παράλληλες μεταρρυθμίσεις και προτεραιότητες πολιτικής.
Η διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας πρέπει να παραμείνει ο ακρογωνιαίος λίθος της οικονομικής πολιτικής. Η συμμόρφωση με τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες, σε συνδυασμό με τη συνετή διαχείριση του χρέους, διασφαλίζει την αξιοπιστία της χώρας και την εμπιστοσύνη των αγορών.
Οι δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να κινηθούν σε μια κατεύθυνση πιο φιλική προς την ανάπτυξη και πιο δίκαιη. Η ενίσχυση της προοδευτικότητας του φορολογικού συστήματος, η βελτίωση της αποδοτικότητας των δαπανών και η μείωση του διοικητικού βάρους θα τονώσουν την παραγωγικότητα και τη φορολογική δικαιοσύνη.
Η έγκαιρη απορρόφηση των πόρων της ΕΕ είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της επενδυτικής δυναμικής. Η Ελλάδα έχει εισπράξει μέχρι στιγμής πόρους του RRF ύψους πάνω από 21 δισεκ. ευρώ, απορροφώντας σχεδόν το 60% των διαθέσιμων κονδυλίων. Η ταχεία και αποτελεσματική αξιοποίηση αυτών των πόρων θα επιταχύνει την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση.
Απαιτούνται επίσης μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας για την αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου και την αντιμετώπιση των δημογραφικών πιέσεων. Η αναβάθμιση της εκπαίδευσης, η επέκταση των προγραμμάτων κατάρτισης, η παροχή κινήτρων για τη συμμετοχή των γυναικών και των νέων στην αγορά εργασίας και η προσέλκυση εργαζομένων υψηλού εκπαιδευτικού επιπέδου είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ενίσχυση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης.
Το τραπεζικό σύστημα θα πρέπει να ενισχύσει το διαμεσολαβητικό του ρόλο, ενώ παράλληλα εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης θα πρέπει να είναι διαθέσιμες στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Το νέο Ταμείο Μικροχρηματοδοτήσεων και η πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές μπορούν να διευρύνουν τις πηγές χρηματοδότησης για τις ΜΜΕ και τις καινοτόμες επιχειρήσεις, συμπληρωματικά προς την τραπεζική χρηματοδότηση.
Ευρωπαϊκό πλαίσιο και στρατηγική αυτονομία
Ωστόσο, η μελλοντική πορεία της Ελλάδος είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ευρύτερη στρατηγική πορεία της Ευρώπης. Οι πρωτοβουλίες της ΕΕ στους τομείς της τεχνολογίας, των υποδομών, της μεγαλύτερης ενοποίησης και της άμυνας αποτελούν μια συλλογική απάντηση στην παγκόσμια αβεβαιότητα. Η Ελλάδα είναι σε θέση να επωφεληθεί από τις προσπάθειες αυτές, αλλά και να συμβάλει σε αυτές.
Η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης και η δημιουργία Ευρωπαϊκής Ένωσης Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων αποτελούν επείγουσες προτεραιότητες. Αυτά τα βήματα θα ενισχύσουν τη χρηματοπιστωτική ενοποίηση, θα βελτιώσουν τον επιμερισμό των κινδύνων και θα κινητοποιήσουν αποταμιεύσεις για επενδύσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Η Ευρώπη πρέπει επίσης να δημιουργήσει ένα μόνιμο κεντρικό δημοσιονομικό μηχανισμό (fiscal capacity) που θα της επιτρέψει να χρηματοδοτεί κοινές προτεραιότητες. Με βάση το επιτυχημένο παράδειγμα του NextGenerationEU, ένα ευρωπαϊκό ασφαλές περιουσιακό στοιχείο (π.χ. ευρωομόλογο) θα ενίσχυε την ανθεκτικότητα και την ανταγωνιστικότητα και θα διευκόλυνε την αύξηση των επενδύσεων στη ζώνη του ευρώ, στηρίζοντας παράλληλα το διεθνή ρόλο του ευρώ.
Για την Ελλάδα, η συμμετοχή της στις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες για την επίτευξη στρατηγικής αυτονομίας αποτελεί ευκαιρία, αλλά συνάμα και ευθύνη. Με την προώθηση των μεταρρυθμίσεων, τη διασφάλιση της σταθερότητας και την παροχή επενδυτικών ευκαιριών, η Ελλάδα μπορεί να αναδειχθεί σε αξιόπιστο εταίρο για τους επενδυτές και να συμβάλει σημαντικά στην ευρωπαϊκή ευημερία.
Συμπέρασμα
Η Ελλάδα σήμερα είναι ένα παράδειγμα σταθερότητας, ανθεκτικότητας και ευκαιριών – μια στρατηγική πύλη επενδύσεων στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Η οικονομία έχει αποδείξει την ικανότητά της να αντέξει σε κλυδωνισμούς, να αποκαταστήσει τη δημοσιονομική πειθαρχία, να εξυγιάνει τον τραπεζικό της τομέα και να προσελκύσει διεθνείς επενδύσεις.
Για τους επενδυτές, η Ελλάδα αντιπροσωπεύει τη σταθερότητα, τη βιωσιμότητα και τον μετασχηματισμό – ακριβώς αυτά τα στοιχεία που αποτελούν τον θεματικό άξονα της σημερινής μας εκδήλωσης. Σας καλούμε σε συνεργασία για την προώθηση της ενεργειακής μετάβασης, τον εκσυγχρονισμό των υποδομών, την ενθάρρυνση της ψηφιακής καινοτομίας και την ενίσχυση των υπηρεσιών. Το ζητούμενο για την Ελλάδα δεν είναι μόνο να συγκλίνει με την Ευρώπη, αλλά και να συμβάλει ενεργά στη διαμόρφωση μιας ισχυρότερης και ανθεκτικότερης Ευρώπης.
Σας ευχαριστώ πολύ.