Επιμένει στη σκληρή γραμμή το ΔΝΤ, αναδιάρθρωση χρέους ή αποχώρηση

Επιμένει στη σκληρή γραμμή το ΔΝΤ, αναδιάρθρωση χρέους ή αποχώρηση

Αιχμές προς τους Ευρωπαίους, για το γεγονός ότι το κούρεμα του ελληνικού χρέους του 2012 έγινε καθυστερημένα και ήταν μικρότερο από αυτό που χρειαζόταν η Ελλάδα, αφήνει το Ανεξάρτητο Γραφείο Αξιολόγησης του ΔΝΤ. Το πόρισμά του δεν αφήνει στο «απυρόβλητο» ούτε τη σημερινή διοίκηση του Ταμείου, ενώ προϊδεάζει για τη σκληρή στάση που αναμένεται να κρατήσει το Ταμείο, σε μία περίοδο που εκκρεμεί η νέα έκθεση βιωσιμότητας, από την οποία φαίνεται ότι θα εξαρτηθεί η συμμετοχή του ή όχι στο ελληνικό πρόγραμμα.

Οι επισημάνσεις της ανεξάρτητης επιτροπής του ΔΝΤ για την καθυστερημένη και περιορισμένου εύρος αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους το 2012 που αφήνεται να εννοηθεί ότι ήταν προϊόν πίεσης των Ευρωπαίων, έχουν βαρύνουσα σημασία σε αυτή τη συγκυρία.

Και αυτό γιατί διατυπώνονται σε μια περίοδο που βρίσκεται υπό συζήτηση η εξειδίκευση των μέτρων του «οδικού χάρτη» για την περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους όπως συμφωνήθηκε στο  Eurogroup, ενώ παράλληλα εκκρεμεί η νέα έκθεση βιωσιμότητας που πρόκειται να εκπονήσει το ΔΝΤ και από το αποτέλεσμα της οποίας -αυτή τη φορά- φαίνεται πως θα εξαρτηθεί η συμμετοχή του ή όχι στο ελληνικό πρόγραμμα.

Όλα αυτά έρχονται στη δημοσιότητα, ενώ η Γερμανία και η Γαλλία προετοιμάζονται για τις εκλογικές αναμετρήσεις του 2017, και προς το παρόν εμφανίζονται να απορρίπτουν κάθε σενάριο λήψης ουσιαστικών μέτρων διευθέτησης που θα διασφάλιζαν την μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, πριν το 2019 και με ορόσημο την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής.

Τα λάθη και ο φόβος της διάχυσης

Το πόρισμα του ΙΕΟ τιτλοφορείται «Το ΔΝΤ και η Κρίση στην Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία» και δίνεται στη δημοσιότητα μαζί με την απάντηση της επικεφαλής του Ταμείου, Christine Lagarde, την απάντηση του Εκτελεστικού Συμβουλίου, και 11 ακόμα συνοδευτικές εκθέσεις, 2 εκ των οποίων αφορούν την Ελλάδα. Στο πόρισμα του ΙΕΟ, αλλά και στην 68 σελίδων συνοδευτική μελέτη με τίτλο «Ο ρόλος του ΔΝΤ στην Ελλάδα, στο πλαίσιο της Συμφωνίας Stand-By του 2010», την οποία υπογράφουν οι Charles Wyplosz και Silvia Sgherri, μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι όταν το ΔΝΤ αποφάσισε να εγκρίνει την έκτακτη χρηματοδότηση της Ελλάδας, το έκανε διότι είχε επικρατήσει ο φόβος διάχυσης της ελληνικής κρίσης, με αποτέλεσμα να περνά σε «δεύτερη μοίρα» το ζήτημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Κάτι που αποδείχθηκε προβληματικό όχι μόνο για το Ταμείο (εξαιτίας του τρόπου που το ίδιο παρέκκλινε από τους δικούς τους κανόνες) αλλά και για την Ελλάδα.

Αυτό που τονίζεται, είναι ότι βάσει των κανόνων του ΔΝΤ, η χρηματοδότηση σε ένα κράτος-μέλος του Ταμείου παρέχεται μόνο αν κριθεί ότι μέσα από τις κατάλληλες αξιόπιστες και βιώσιμες πολιτικές, το χρέος μπορεί να καταστεί βιώσιμο, διαφορετικά το χρέος πρέπει να αναδιαρθρωθεί. Και σε μια τέτοια περίπτωση, είναι καλύτερο για όλους -για την εν λόγω χώρα, τους πιστωτές της και ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα- αυτή η αναδιάρθρωση να γίνει έγκαιρα, και με τρόπο προβλέψιμο και συντεταγμένο.

Ειδικά στην περίπτωση μιας χώρας που ζητά έκτακτη χρηματοδότηση (σ.σ. όπως η Ελλάδα) θα πρέπει να ικανοποιείται ο -πιο απαιτητικός- όρος ότι το χρέος εμφανίζει «υψηλή πιθανότητα» να καταστεί βιώσιμο σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Ωστόσο, στην περίπτωση της Ελλάδας, όταν η χώρα ζήτησε έκτακτη χρηματοδότηση, ακόμα και με τα πιο αισιόδοξα σενάρια, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του χρέους της παρέμεναν υψηλοί.

Όπως σημειώνει το ΙΕΟ, η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους αποτέλεσε αντικείμενο διχογνωμίας εντός του Ταμείου. Όταν το ΔΝΤ αποφάσισε το Μάιο του 2010 να παράσχει έκτακτη χρηματοδότηση στην Ελλάδα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ΕΚΤ και κάποιες χώρες-μέλη της Ευρωζώνης ήταν κάθετα αντίθετες σε ενδεχόμενη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους για οικονομικούς, τεχνικούς, νομικούς ή πολιτικούς ρόλους. Και η Ελλάδα το αποδέχθηκε αυτό, προκειμένου να μπορέσει να λάβει ευρωπαϊκή βοήθεια. Όταν το ΔΝΤ κλήθηκε να αναλάβει πιο ενεργό ρόλο και να παράσχει χρηματοδότηση, η επιλογή της αναδιάρθρωσης του ελληνικούς χρέους δεν υπήρχε στο «τραπέζι». Επιπλέον, ήταν νωπές οι μνήμες της κατάρρευσης Lehman Brothers και έντονος ο φόβος για τις επιπτώσεις ενός νέου πιστωτικού γεγονότος.

Τελικά, η επικεφαλής του ΔΝΤ, κ. Christine Lagarde, αποφάσισε τότε να ευθυγραμμιστεί με τη θέση που είχαν διαμορφώσει οι Ευρωπαίοι.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην αντιμετωπιστούν τα προβλήματα βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, και να μεγεθυνθεί η δημοσιονομική προσαρμογή που απαιτείτο. Κάτι στο οποίο, εν μέρει, οφείλεται η μετέπειτα μεγάλη συρρίκνωση του ελληνικού ΑΕΠ και το γεγονός ότι το πρόγραμμα δεν έτυχε της υποστήριξης που χρειαζόταν για να εφαρμοστεί πλήρως.

Επιπλέον, το γεγονός ότι στο μεσοδιάστημα είχε επιτραπεί στους μεγάλους ιδιώτες πιστωτές να απαλλαγούν από την έκθεση που είχαν σε ελληνικά ομόλογα, είχε σαν αποτέλεσμα να περιοριστεί το κομμάτι του χρέους που μπορούσε τελικά να υποβληθεί σε κούρεμα, όταν αυτό πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 2012.

Το γεγονός ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους δεν αντιμετωπίστηκε πιο γρήγορα και πιο αποφασιστικά, κάτι που θα αποτελούσε καλύτερη λύση για την Ελλάδα, είχε ως συνέπεια να ενταθεί η αβεβαιότητα για την ικανότητα της ευρωζώνης να διαχειριστεί την ελληνική κρίση, στοιχείο που πιθανότατα χειροτέρεψε τα πράγματα, ως προς τη συρρίκνωση του ελληνικού ΑΕΠ.

Μεταξύ άλλων, από το πόρισμα του ΙΕΟ ξεχωρίζουν οι εξής επισημάνσεις:

- Προκειμένου να αξιολογηθεί ο σχεδιασμός του προγράμματος έκτακτης χρηματοδότησης της Ελλάδας από το ΔΝΤ, θα πρέπει να εξεταστούν οι συνθήκες που οδήγησαν το Ταμείο στην απόφαση να εγκρίνει αυτή τη χρηματοδότηση, ως «έκτακτη». Μια απόφαση όμως, που ελήφθη με βάση ελλιπή δεδομένα για τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.

- Υπήρχαν στοιχεία που καθιστούσαν την αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης εξαιρετικά δύσκολη. Μεταξύ αυτών, το γεγονός ότι η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα που ζητούσε οικονομική βοήθεια, ως μέλος μια οικονομικής και νομισματικής ένωσης, ης οποία η αρχιτεκτονική δεν είχε εξελιχθεί πλήρως. Καθώς και το γεγονός ότι όταν ξέσπασε η ελληνική κρίση, το διεθνές οικονομικό περιβάλλον και οι αγορές ήταν ακόμα ευάλωτα, στον απόηχο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008.

- Ο κίνδυνος διάχυσης της ελληνικής κρίσης ήταν η βασική ανησυχία, καθώς οι ευρωπαϊκές τράπεζες είχαν μεγάλη έκθεση σε ελληνικό χρέος (81,5 δισ. ευρώ σε 84 εκ των 91 τραπεζών που συμμετείχαν στα stress test του Ιουλίου του 2013. Κι έτσι είχε δημιουργηθεί μια «τοξική» σχέση μεταξύ κρατικών και τραπεζικών ισολογισμών που μπορούσε να αποτελέσει απειλή όχι μόνο για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, όχι μόνο για την ευρωπαϊκή σταθερότητα, αλλά και για την παγκόσμιας.

- Βασική πρόκληση, ήταν το να σπάσει αυτή η «τοξική» σχέση. Η Ευρώπη ξεκίνησε να χτίζει ένα δίχτυ ασφαλείας (EFSF, EFSM, ESM). Το ΔΝΤ αρχικά κρατήθηκε στο περιθώριο, όταν ξεκίνησαν να συζητούνται πιθανές λύσεις για την Ελλάδα στα τέλη του 2009-αρχές 2010. Τον Ιανουάριο του 2010 οι ευρωπαϊκές αρχές απέρριπταν το ενδεχόμενο να ζητηθεί χρηματοδότηση από το ΔΝΤ. Ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε τεχνική βοήθεια από το ΔΝΤ και την ίδια περίοδο δεσμεύθηκε να εφαρμόσει το Πρόγραμμα Σταθερότητας του 2010, το οποίο απέτυχε να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών.

- Τελικά ζητήθηκε συμμετοχή και χρηματοδότηση από το ΔΝΤ. Στην Ευρωπαϊκή Σύνοδο της 25ης Μαρτίου 2010 μάλιστα, η συμμετοχή του ΔΝΤ αποτελούσε βασική προϋπόθεση για κάποιες ευρωπαϊκές χώρες, προκειμένου να συμφωνήσουν να συμμετάσχουν στο δίχτυ ασφαλείας.

- Ωστόσο οι στόχοι του ΔΝΤ και των ευρωπαϊκών θεσμών ήταν διαφορετικοί. Το ΔΝΤ εκ του καταστατικού του οφείλει να προσφέρει στήριξη στα μέλη του, με τις κατάλληλες διασφαλίσεις, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να διορθώνουν τις ανισορροπίες χωρίς να χρειαστεί να καταφύγουν σε καταστροφικά για την οικονομία τους, ή για την διεθνή οικονομία, μέτρα. Με άλλα λόγια, παρέχοντας χρηματοδότησε σε κάποιο μέλος του, το ΔΝΤ δεν έχει άλλο αντικειμενικό σκοπό παρά α) να διορθωθούν οι ανισορροπίες που οδήγησαν μια χώρα να ζητήσει βοήθεια και β) να διασφαλίσει ότι η εν λόγω χώρα θα μπορεί να αποπληρώνει το δάνειο που θα λάβει, χωρίς να χρειαστεί να λάβει μέτρα που θα πλήξουν την ίδια την οικονομία της ή την οικονομία άλλων μελών του ΔΝΤ. Από την άλλη πλευρά, η Ε.Ε. είναι ένα πολιτικό σύστημα και τείνει να δίνει έμφαση στη διασφάλιση της σταθερότητας του συστήματος, συνολικά. Έτσι, το ΔΝΤ ενδιαφέρεται περισσότερο για τις επιπτώσεις που θα έχουν οι πολιτικές που προτείνει στη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους μιας χώρας, ενώ οι ευρωπαϊκοί θεσμοί ενδιαφέρονται, εγγενώς, πιο πολύ για τη σταθερότητα όλου του συστήματος και για την αποτροπή της διάχυσης μιας κρίσης.

Η επόμενη μέρα

Με δεδομένη την επίσημη θέση του Ταμείου ότι υπό τα σημερινά δεδομένα το χρέος δεν είναι βιώσιμο και την πίεση που ασκεί ώστε τα μέτρα διευθέτησης του να υλοποιηθούν ταχύτερα και να είναι πιο αποτελεσματικά, η έκθεση της ανεξάρτητης επιτροπής, μοιάζει σαν το ΔΝΤ να παίζει το τελευταίο χαρτί άσκησης πίεσης προς την Ε.Ε ή να προετοιμάζει το έδαφος της οριστικής αποχώρησης του Ταμείου από το ελληνικό πρόγραμμα εφόσον η Ε.Ε δεν σκοπεύει να αποδεχτεί τους όρους του. Οι εντυπώσεις έχουν άλλωστε αρχίσει να καλλιεργούνται αρκετό καιρό τώρα, με τις επαναλαμβανόμενες ομολογίες αποτυχίας του ελληνικού προγράμματος από κορυφαία στελέχη του Ταμείου και τη συχνή αυτοκριτική που κάνουν, στοχεύοντας παράλληλα να ερεθίσουν τα αντανακλαστικά των Ευρωπαίων που αντίθετα θεωρούν επιτυχημένο το πρόγραμμα και αχρείαστες τις νέες παρεμβάσεις για το χρέος.

Σε πολλά σημεία της έκθεσης επισημαίνεται από τους ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες ότι η βιωσιμότητα του χρέους είναι «αποφασιστικής σημασίας» για το ΔΝΤ», ενώ επισημαίνονται με νόημα τόσο οι διαφορετικές προτεραιότητες όσο και η διαφορετική φιλοσοφία ανάμεσα στο Ταμείο και την Ε.Ε. Για το μεν ΔΝΤ όπως αναφέρεται «το θεμελιώδες ενδιαφέρον του είναι ο αντίκτυπος των πολιτικών που εφαρμόζονται σε μια χώρα για την μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους της, ενώ οι ευρωπαϊκοί θεσμοί είναι εγγενώς πιο ανήσυχοι για τις συνέπειες του προγράμματος αναφορικά με την σταθερότητα της Ε.Ε και τον κίνδυνο μετάδοσης σε άλλα κράτη μέλη».

Η ειρωνεία στην έκθεση των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων του ΔΝΤ σε σχέση με το τι συνέβη στο παρελθόν στην Ελλάδα αλλά και το τι μπορεί να συμβεί ξανά στο μέλλον, είναι πως σε κάποιο σημείο αναφέρουν με έμφαση πως «το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο κρίνει το χρέος βιώσιμο μόνον εφόσον ο δανειολήπτης αναμένεται να είναι σε θέση να συνεχίσει την εξυπηρέτηση των χρεών του χωρίς εξωπραγματικά μεγάλη μείωση των εσόδων και των δαπανών του». 

Με την ελληνική οικονομία να έχει χάσει σχεδόν το 1/3 του ΑΕΠ της αλλά να συνεχίζει να φορτώνεται με υπέρογκους φόρους, αυτό αποτελεί εν μέρει παραδοχή των σφαλμάτων του παρελθόντος όσο το ΔΝΤ χρηματοδοτούσε το πρόγραμμα χωρίς στην πραγματικότητα να έχει διασφαλιστεί η βιωσιμότητα, αλλά και ηχηρή προειδοποίηση ότι η συνταγή πρέπει πλέον να αλλάξει και να ληφθούν γενναίες αποφάσεις για ελάφρυνση του χρέους, ώστε να σταματήσει πλέον η πρακτική της λήψης όλο και περισσότερων δημοσιονομικών μέτρων και η ανακύκλωση της ύφεσης.

Το ερώτημα είναι αν οι θέσεις του ΔΝΤ αυτή τη φορά θα εισακουστούν.

Πέντε συστάσεις προς τη διοίκηση του ΔΝΤ

Το IEO καταλήγει σε πέντε «συστάσεις» προς τη διοίκηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου:

1. Το Εκτελεστικό Συμβούλιο και η διοίκηση θα πρέπει να αναπτύξουν διαδικασίες οι οποίες θα ελαχιστοποιούν τον χώρο για πολιτική παρέμβαση στις τεχνικές αναλύσεις του ΔΝΤ.

2. Το Εκτελεστικό Συμβούλιο και η διοίκηση θα πρέπει να ενισχύσουν τις υπάρχουσες διαδικασίες ώστε να διασφαλίζεται ότι οι συμφωνημένες πολιτικές θα ακολουθούνται και δεν θα αλλάζουν χωρίς προσεκτική διαβούλευση.

3. Το ΔΝΤ θα πρέπει να αποσαφηνίσει τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζονται οι κανόνες σχεδιασμού ενός προγράμματος, όταν αυτό αφορά χώρα-μέλος μιας νομισματικής ένωσης.

4. Το ΔΝΤ θα πρέπει να καθιερώσει συγκεκριμένη πολιτική ως προς τη συνεργασία με περιφερειακούς χρηματοδοτικούς μηχανισμούς.

5. Το Εκτελεστικό Συμβούλιο και η διοίκηση θα πρέπει να επαναβεβαιώσουν τη δέσμευσή τους στη λογοδοσία και τη διαφάνεια, καθώς και τον ρόλο της ανεξάρτητης αξιολόγησης ως προς την προώθηση της καλής διακυβέρνησης.

Στην απάντησή της προς το ΙΕΟ, η κ. Lagarde αποδέχεται τις 4 από τις 5 συστάσεις, απορρίπτοντας ωστόσο την πρώτη, περί πολιτικών παρεμβάσεων, υποστηρίζοντας ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν αιτιολογείται επαρκώς. Από την πλευρά του, ωστόσο, το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ απαντά ότι «σε μεγάλο βαθμό συμφωνεί» με αυτό που υπογραμμίζει στην πρώτη του σύσταση το ΙΕΟ, ότι δηλαδή οι τεχνική ανάλυση του ΔΝΤ θα πρέπει να παραμένει ανεξάρτητη.

Η τροποποίηση των κριτηρίων

Σε ξεχωριστή έκθεση, η Susan Schadler του ΔΝΤ αναλύει τα τέσσερα κριτήρια του Ταμείου, τα οποία καθόριζαν την έκτακτη χρηματοδότηση χωρών από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Το 2002 το ΔΝΤ έθεσε σε εφαρμογή ένα σύνολο κατευθυντήριων γραμμών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν τέσσερα κριτήρια, τα οποία καθόριζαν τις αποφάσεις για την πρόσβαση χωρών σε κεφάλαια δανεισμού.

Όταν ξέσπασε η κρίση στην Ελλάδα στις αρχές του 2010, οι κατευθυντήριες γραμμές και συγκεκριμένα τα τέσσερα κριτήρια που έπρεπε να ικανοποιούνται προκειμένου το ΔΝΤ να παράσχει έκτακτη βοήθεια θεωρήθηκαν εμπόδιο στη βέλτιστη ανταπόκριση στην κρίση της χώρας. Κατά συνέπεια, τα κριτήρια άλλαξαν και η τροποποιημένη μορφή εφαρμόστηκε σε Ελλάδα, Ιρλανδία και Πορτογαλία.

Πριν από την έγκριση του Stand-By Arrangement το 2010 με την Ελλάδα, το προσωπικό του ΔΝΤ διαπίστωσε ότι ακόμη και με την πλήρη εφαρμογή του προγράμματος, το ελληνικό δημόσιο χρέος δεν ήταν βιώσιμο, με μεγάλη πιθανότητα. Προκειμένου η χώρα να έχει πρόσβαση στην έκτακτη χρηματοδότηση υπό αυτές τις συνθήκες (χωρίς αναδιάρθρωση του χρέους), η διοίκηση του ΔΝΤ ζήτησε από την Εκτελεστική Επιτροπή να τροποποιήσει τις κατευθυντήριες γραμμές που απαιτούσαν υψηλή πιθανότητα βιωσιμότητας του χρέους.

Το «πρόβλημα» ήταν το δεύτερο κριτήριο το οποίο αναφερόταν στη βιωσιμότητα του χρέους. Το 2010, λοιπόν, η Εκτελεστική Επιτροπή ενέκρινε, χωρίς εκτενή διαβούλευση επί του θέματος, μια σημαντική αναθεώρηση εισάγοντας μια εξαίρεση στο κριτήριο της βιωσιμότητας σε περίπτωση που υπήρχαν «αρνητικές διεθνείς δευτερογενείς επιπτώσεις».

Συγκεκριμένα, προστέθηκε η πρόταση: «Ωστόσο, σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν σημαντικές αβεβαιότητες που καθιστούν δύσκολο να δηλώσουμε κατηγορηματικά ότι υπάρχει μια μεγάλη πιθανότητα ότι το χρέος είναι βιώσιμο κατά την περίοδο αυτή, η κατ ''εξαίρεση πρόσβαση θα μπορούσε να δικαιολογηθεί αν υπάρχει υψηλός κίνδυνος διεθνούς συστημικής διάχυσης».

Χωρίς σαφή προσδιορισμό της μετάδοσης και χωρίς να υπάρχει κάποιο πρότυπο ή προηγούμενο για την αξιολόγηση κάτι τέτοιου, οι αναλύσεις ήταν σε αχαρτογράφητη περιοχή. Ως αποτέλεσμα, δεν υπήρξε ούτε ποσοτικοποίηση, ούτε ανάλυση για να καθοριστεί η σημασία της οποιασδήποτε μετάδοσης είτε από τις αρνητικές εξελίξεις στην οικονομία της Ελλάδας, είτε από κάποια μορφή χρεοκοπίας ή αναδιάρθρωσης είτε από την έξοδό της από την Ευρωζώνη.  

Η ίδια έκθεση κάνει και ιδιαίτερη αναφορά στην απόφαση να προχωρήσουν οι διαδικασίες το 2010 και 2011 χωρίς αναδιάρθρωση του ιδιωτικού χρέους, το λεγόμενο PSI, το οποίο πραγματοποιήθηκε τελικά το 2012, με τις απόψεις να παραμένουν διαχωρισμένες σχετικά με το αν ήταν σωστή απόφαση.

Επίσης, αναφέρει πως όταν κάποια στελέχη εξέφρασαν την προτίμηση να γίνει μια μοναδική εξαίρεση για την περίπτωση της Ελλάδας, ήρθαν αντιμέτωποι με το Νομικό Συμβούλιο του Ταμείου, το οποίο υποστήριξε πως η Εκτελεστική Επιτροπή δεν έχει την εξουσία να κάνει εξαιρέσεις σε πολιτικές του Ταμείου και διευκρίνισε πως ήταν απαραίτητη μια μόνιμη τροποποίηση των κριτηρίων.

Παρά τις έντονες αντιδράσεις πολλών στελεχών χρειάστηκαν τρία χρόνια για να γίνει επίσημη και εκτενής συζήτηση σχετικά με την τροποποίηση των κριτηρίων. Τελικά, τον Ιανουάριο του 2016 η Εκτελεστική Επιτροπή του ΔΝΤ ενέκρινε την κατάργηση του κριτηρίου της συστημικής διάχυσης.

Συμπερασματικά, η Susan Schadler αναφέρει πως η απόφαση για την τροποποίηση των κριτηρίων λήφθηκε σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, καθώς μια μεγάλη αποπληρωμή χρέους απειλούσε την Ελλάδα με χρεοκοπία. Οι κυρίαρχοι ευρωπαίοι αξιωματούχοι τότε ήταν ανένδοτοι για μια αναδιάρθρωση του χρέους, ενώ είχε ληφθεί και η απόφαση εμπλοκής του ΔΝΤ στην ελληνική κρίση σε πολιτικό επίπεδο.

Σχετικά έγγραφα (στα αγγλικά):

- Η έκθεση του ΙΕΟ

- Η απάντηση της Christine Lagarde

- Η απάντηση του Εκτελεστικού Συμβουλίου του ΔΝΤ

- Συνοδευτική μελέτη: «The IMF's Role in Greece in the Context of the 2010 Stand-By Arrangement»

- Συνοδευτική μελέτη: «Living with Rules: The IMF's Exceptional Access Framework and the 2010 Stand-By Arrangement with Greece»

- Συνοδευτική μελέτη: «The IMF and the Crises in Greece, Ireland, and Portugal: An Evaluation by the Independent Evaluation Office»