Το σχέδιο κυβέρνησης και ΔΕΗ για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης

Το σχέδιο κυβέρνησης και ΔΕΗ για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης

Διπλασιασμό της λιγνιτικής παραγωγής για το επόμενο 12μηνο και επενδύσεις σε λιγνιτωρυχεία είναι το σχέδιο κυβέρνησης και ΔΕΗ για να μειωθούν οι τιμές στο ρεύμα.

Η προσωρινή επιστροφή στο «εθνικό» καύσιμο έχει αποφασιστεί. Έχει στόχο να υποκαταστήσει σε σημαντικό βαθμό το πανάκριβο αέριο, να μειωθεί το ισοζύγιο εισαγωγών, να ελαφρυνθούν οι λογαριασμοί και να περιοριστούν οι κρατικές επιδοτήσεις. Δηλαδή η αιμορραγία του προϋπολογισμού, που μαζί με το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης θα πρέπει να εκταμιεύουν 1 δισ. ευρώ το μήνα.

Το εγχείρημα που συζητήθηκε κατά τη χθεσινή σύσκεψη στο Μαξίμου είναι μεγάρων διαστάσεων. Η λιγνιτική παραγωγή πρόκειται να εκτιναχθεί από τις 5 TWh σήμερα στις 10 TWh έως το καλοκαίρι του 2023. Η ποσότητα αντιστοιχεί στο 20% της συνολικής ετήσιας κατανάλωσης ρεύματος όλης της Ελλάδας! Η διάνοιξη νέων πεδίων σε ορυχεία της Δ. Μακεδονίας, όπως στο Νότιο Πεδίο, πιθανώς την Αχλάδα και τη Βεύη στην Φλώρινα θα συνεχιστεί, αναμφίβολα θα χρειαστεί να γίνουν κάποιες επενδύσεις και οι υποδομές θα αναβαθμιστούν.

H απόφαση δεν αποτελεί έκπληξη. Η Ελλάδα συντάσσεται με την υπόλοιπη Ευρώπη, όπου από τη Γερμανία έως τη Βουλγαρία, οι κυβερνήσεις καταφεύγουν στη χρήση άνθρακα για να αντιμετωπίσουν το ρωσικό εκβιασμό. Η χθεσινή δήλωση Ζαχάροβα πως «η λειτουργία του Nord Stream θα εξαρτηθεί από τους εταίρους μας», επιβεβαιώνει τους φόβους για επικείμενη διακοπή των ρωσικών ροών και νέο σπριντ στα διεθνή χρηματιστήρια. Η εργαλειοποίηση του αερίου από τον Πούτιν θα συνεχιστεί επί μακρόν, η διαχείριση των επιπτώσεων από τις υψηλές τιμές θα γίνεται όλο και δυσκολότερη και η επιστροφή στο εγχώριο καύσιμο είναι μονόδρομος.

Κερδισμένοι; Καταναλωτές, Δημόσιο και το ίδιο το ενεργειακό σύστημα. Η ενεργειακή ασφάλεια δεν θα εξαρτάται στο ίδιο βαθμό με σήμερα από τις χρηματιστηριακές διακυμάνσεις του αερίου και του LNG. Η εναλλακτική του υγροποιημένου αερίου προϋποθέτει να υπάρχει η αναγκαία προσφορά, ωστόσο σε περίπτωση ολικής διακοπής του Nord Stream, όταν οι πάντες θα ψάχνουν για φορτία, ουδείς εγγυάται ότι θα βρεθούν. Ταυτόχρονα, η χώρα θα βρίσκεται όμηρη στις διαθέσεις των προμηθευτών, αφού οι τιμές θα έχουν κάνει νέο ράλι.

Τα κόστη

Στην περίπτωση του διπλασιασμού της λιγνιτικής παραγωγής το κόστος είναι ελεγχόμενο. Από 1ης Ιουλίου οι ηλεκτροπαραγωγοί αμείβονται στην αγορά χονδρικής του ρεύματος, όχι με την εκάστοτε χρηματιστηριακή τιμή, αλλά με πλαφόν ανά τεχνολογία. Το πλαφόν για τις λιγνιτικές μονάδες έχει οριστεί στα 208,29 ευρώ / MWh. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι για τη παραγωγή των 5 επιπλέον TWh, η ΔΕΗ θα εισπράξει κοντά στο 1 δισ. 

Δίχως το πλαφόν, θα έπρεπε να ληφθούν υπόψιν οι τρέχουσες τιμές του Χρηματιστηρίου Ενέργειας, με τη τάση να είναι σταθερά πάνω από 300 ευρώ / MWh. Εάν για παράδειγμα η συναλλαγή γινόταν με σημερινή τιμή μεγαβατώρας (341,17 ευρώ), το κόστος θα ανέβαινε στα 1,7 δισ ευρώ.

Εάν πάλι ο Πούτιν διακόψει εντελώς την τροφοδοσία του Nord Stream, υπάρχουν προβλέψεις ότι το φυσικό αέριο θα φτάσει τα 500 ευρώ η μεγαβατώρα από 177 ευρώ χθες. Σε μια τέτοια περίπτωση, η χρηματιστηριακή τιμή στο ρεύμα θα ανέβει στα 1.000 ευρώ/ MWh. Οι 5 επιπλέον τεραβατώρες θα κόστιζαν τότε στην χώρα 5 δισ ευρώ. Κανένας προϋπολογισμός δεν αντέχει τέτοια κόστη.

Ρίσκα

Έχει ρίσκα αυτό το comeback στον λιγνίτη; Ασφαλώς και έχει. Το πρόβλημα δεν φαίνεται να αφορά ούτε την τροφοδοσία, ούτε το προσωπικό. Αποθέματα υπάρχουν, αρκούν μέχρι και πέραν του 2030, ενώ το προσωπικό, παρά τις εθελούσιες, κυμαίνεται στα 2.600 άτομα, παρ’ ότι μεγάλης ηλικίας. Το πρόβλημα εστιάζεται στον κίνδυνο βλαβών. Εάν τον χειμώνα απαιτηθεί η συνεχής λειτουργία των γερασμένων μονάδων, τότε η κόπωση από τη συνεχή τους λειτουργία μπορεί να οδηγήσει σε ζημιές και να τεθούν εκτός συστήματος για μεγάλο χρονικό διάστημα. Κρίσιμη για την επάρκεια θεωρείται η είσοδος από το φθινόπωρο στο σύστημα της νέας λιγνιτικής Πτολεμαΐδα 5. Θα τροφοδοτείται από τα δύο ορυχεία στο Νότιο Πεδίο και τη Μαυροπηγή. Ένα ακόμη ρίσκο είναι το κόστος που συνεπάγεται το σχέδιο «λιγνίτης» για την ίδια τη ΔΕΗ. 

Κατά προτεραιότητα στο σύστημα

Η επιχείρηση καλείται να προχωρήσει σε ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα συμφωνιών με εργολάβους για εκσκαφές στα ορυχεία, προκειμένου να συσσωρεύσει στις αυλές των μονάδων της κάποια εκατομμύρια τόνους λιγνίτη. Οι εργολάβοι με τη σειρά τους θέλουν η επιχείρηση να δεσμευτεί απέναντι τους με ρήτρες take or pay. Κόστη διόλου αμελητέα. Στο σενάριο που σταματήσει ο πόλεμος και δεν ενεργοποιηθεί ποτέ το σχέδιο «λιγνίτης», η ΔΕΗ θα βρεθεί με μερικά εκατομμύρια συσσωρευμένος τόνους λιγνίτη, χωρίς να ξέρει τι να τους κάνει. Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, έχει θέσει αίτημα για «αποζημίωση», ύψους 150 εκατ ευρώ. 

Άλλο θέμα αφορά τις τεχνικές δυνατότητες των ίδιων των λιγνιτικών μονάδων. Το ηλεκτρικό σύστημα πρέπει να έχει ευστάθεια και όταν δεν φυσάει ή δεν έχει ήλιο, δηλαδή δεν μπορούν να προσφέρουν ενέργεια τα αιολικά και φωτοβολταϊκά, την ευστάθεια εξασφαλίζει η γρήγορη ένταξη των μονάδων φυσικού αερίου. Οι τελευταίες είναι ευέλικτες, δηλαδή παίρνουν γρήγορα μπροστά, κάτι που δεν ισχύει με τις λιγνιτικές. Συχνά οι τελευταίες μένουν εκτός. Αυτός είναι και ο λόγος που η ΔΕΗ έχει βάλει ως προϋπόθεση, οι λιγνιτικές μονάδες, παρ’ ότι ακριβές, να εισέρχονται κατά προτεραιότητα στο σύστημα. 

Έτερη προϋπόθεση από την επιχείρηση να καταργηθεί η υποχρέωση που έχει με με βάση παλαιότερη συμφωνία με τη Κομισιόν για το antitrust στον λιγνίτη, να πουλάει στην προθεσμιακή αγορά το 50% της λιγνιτικής της παραγωγής της προηγούμενης χρονιάς.

Όλα δείχνουν ότι στην σκιά των ρωσικών παιχνιδιών με το Nord Stream, ο λιγνίτης επιστρέφει και η ζωή του παίρνει παράταση ίσως και για μια διετία, όπως εκτιμούν πηγές της ΔΕΗ. Το μέλλον του ωστόσο είναι προδιαγεγραμμένο.

Η σημερινή στενότητα στην παγκόσμια αγορά LNG θα εκλείψει σε ένα με δύο χρόνια από σήμερα. Η παραγωγική δυναμικότητα των εγκαταστάσεων LNG παγκοσμίως, πρόκειται να αυξηθεί και το έλλειμμα σε τερματικούς σταθμούς υγροποίησης και αεριοποίησης να καλυφθεί. Στην Ελλάδα μόνο, μέσα στην επόμενη τριετία θα είναι έτοιμοι δύο με τρεις πλωτοί σταθμοί FSRU. Δύο στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης και ένας στον Κορινθιακό.

Η κατασκευή τέτοιων υποδομών «τρέχει» τόσο σε άλλα σημεία της Μεσογείου, όσο και στην Βόρεια Θάλασσα. Η Ευρώπη θα διαθέτει μέσα στη διετία 2023-2024 καμιά 30αριά νέα LNG terminals. Είναι αναπόφευκτο να πέσει η τιμή του φυσικού αερίου και να γίνει ξανά πιο ελκυστικό καύσιμο από το λιγνίτη, όπως συνέβαινε πριν την ενεργειακή κρίση.