Το μεγάλο στοίχημα του «οικογενειακού γιατρού»

Το μεγάλο στοίχημα του «οικογενειακού γιατρού»

Στην πατρίδα μας για πολλές δεκαετίες το Σύστημα Υγείας παρέμενε ιατροκεντρικό και όχι ασθενοκεντρικό, όπως στα περισσότερα δυτικοευρωπαικά κράτη. Στην Ελλάδα, ακόμη και σήμερα ο πολίτης απευθύνεται στο νοσοκομείο, ακόμη και για τα μικρά και ασήμαντα, όχι μόνο για τα επείγοντα και σημαντικά.

Έως σήμερα, το gatekeeping, δηλαδή ο έλεγχος με έγκριση από τον θεράποντα ιατρό για να κάνει κανείς οποιαδήποτε ιατρική πράξη ή να πάει σε νοσοκομείο, όπως ισχύει στο βρετανικό ΕΣΥ, το γνωστό NHS, ήταν έννοια άγνωστη στην Ελλάδα. 

Οι Έλληνες πολίτες δεν είχαν συνηθίσει στην ιδέα του οικογενειακού γιατρού, έναν θεσμό που έχει εφαρμοστεί εδώ και χρόνια στις περισσότερες χώρες του εξωτερικού, έχει «δουλέψει» με εξαιρετικά αποτελέσματα, με τις συνθήκες πλέον να αναδεικνύουν καθημερινά την αξία του και την χρησιμότητα του για κάθε μικρό ή μεγάλο πρόβλημα υγείας που μπορεί να αντιμετωπίσουμε.

Ο θεσμός του οικογενειακού γιατρού στηρίζεται στο γεγονός ότι ένας επιστήμονας, με τον οποίο αναπτύσσουμε στενή και σταθερή σχέση, έχει σφαιρική εικόνα για την υγεία μας, και άμεση πρόσβαση στον ηλεκτρονικό μας φάκελο υγείας, με όλες τις εξετάσεις που κάνουμε, όλες τις επεμβάσεις στις οποίες έχουμε υποβληθεί και όλα τα προβλήματα υγείας ρυθμισμένα ή αρρύθμιστα που μπορεί να έχουμε.

Έτσι λοιπόν, διαθέτοντας τα πλήρη δεδομένα στη διάθεσή του, ο οικογενειακός γιατρός μπορεί να παίρνει με ολιστικό κριτήριο τις σωστές αποφάσεις για να μας κατευθύνει εάν συμβεί να αντιμετωπίσουμε ένα οξύ πρόβλημα υγείας ή αν νοσούμε από μια χρόνια πάθηση που ανά πάσα στιγμή μπορεί να «πυροδοτήσει» κάποια επιπλοκή.

Για να αντιληφθούμε το μέγεθος αυτής της ανάγκης και παραβλέποντας προς στιγμήν  τα οξέα προβλήματα υγείας (εμφράγματα χωρίς προηγούμενο ιστορικό,  ατυχήματα, αυτοκινητιστικά δυστυχήματα κτλ), θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι το 70% των συμπολιτών μας άνω των 65 ετών έχει τουλάχιστον μια υποκείμενη χρόνια πάθηση. Στην ηλικίες μάλιστα άνω των 75 ετών το ποσοστό αυτό εκτινάσσεται, όπως προκύπτει από το σύστημα ηλεκτρονικής συνταγογράφησης της ΗΔΙΚΑ.

Με αυτό  τον κομβικό ρόλο, ο οικογενειακός γιατρός γίνεται θεσμικός σύμμαχος και συνεργάτης του εθνικού συστήματος υγείας. Μπορεί να κατευθύνει σωστά τον ασθενή σε ένα σύστημα που συχνά είναι δαιδαλώδες και να καταφέρει να προηγηθεί των εξελίξεων, ώστε με την ενεργή συμμετοχή του να αποφεύγονται μοιραίες καθυστερήσεις και να ελαχιστοποιείται ακόμα και ο κίνδυνος ιατρικών λαθών μέσα στο νοσοκομείο.

Ο κίνδυνος ιατρικών λαθών και ιατρικής αμέλειας είναι υπαρκτός και είναι ακόμα μεγαλύτερος όταν τα νοσοκομεία του ΕΣΥ έχουν βομβαρδιστεί καθημερινά για περισσότερα από δυόμιση χρόνια από την πανδημία του κορονοϊού με συνέπεια το ανθρώπινο δυναμικό τους να έχει κουραστεί σε σημείο επαγγελματικής εξουθένωσης.

Στην πράξη ένας ασθενής με έναν έντονο πόνο στο στήθος ή στην πλάτη, εάν έχει οικογενειακό γιατρό και τον ενημερώσει αμέσως για τα συμπτώματά του,  θα ενημερωθεί από τον «προσωπικό του σύμβουλο υγείας» ότι μπορεί να υφίσταται ένα ισχαιμικό επεισόδιο και θα ειδοποιήσει αμέσως το ΕΚΑΒ για να μεταφερθεί στο νοσοκομείο ή θα τον μεταφέρει σε αυτό, κάποιος συγγενής του.

Σύμφωνα με τον καθηγητή καρδιολογίας ΕΚΠΑ Στέφανο Φούσα, οι άνθρωποι με συμπτώματα εμφράγματος δεν πρέπει ποτέ να οδηγούν οι ίδιοι για το νοσοκομείο καθώς στατιστικά, οι περισσότερες θανατηφόρες αρρυθμίες συμβαίνουν εντός της πρώτης ώρας από το έμφραγμα.

Οπωσδήποτε, η ύπαρξη του οικογενειακού γιατρού δεν αναιρεί τις ευθύνες του Εθνικού Συστήματος Υγείας και προφανώς οποιοδήποτε νοσοκομείο- είτε εφημερεύει είτε όχι -θα πρέπει να φροντίζει να ανταποκρίνεται στο αίτημα ανθρώπων που φτάνουν στο κατώφλι του με οξέα προβλήματα υγείας. Όπως, ακριβώς συνέβη με τον 49χρονο στην Πάτρα στο νοσοκομείο Άγιος Ανδρέας που δεν εφημέρευε, με τον άτυχο άνδρα να καταλήγει μετά από έμφραγμα αβοήθητος έξω από το νοσοκομείο, αφού δεν έγινε δεκτός.

Ο υπουργός Υγείας Θάνος Πλεύρης έχει διατάξει έρευνα  για την δίκαιη απόδοση των ευθυνών, μετά το τραγικό περιστατικό. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση του Ιπποκράτειου νοσοκομείου Θεσσαλονίκης, με την 30χρονη έγκυο που την παρέπεμψαν σε άλλο νοσοκομείο (στο Παπαγεωργίου) επειδή έληγε η εφημερία του Ιπποκρατείου, με συνέπεια να χαθεί πολύτιμος χρόνος. Η γυναίκα γέννησε με ρήξη μήτρας και αποκόλληση πλακούντα ένα βρέφος που ήρθε στον κόσμο με εγκεφαλική βλάβη και μετά από ολιγόμηνη  διασωλήνωση στη μονάδα Νεογνών, απεβίωσε τον περασμένο Ιούνιο.

Όλα αυτά τα περιστατικά χρήζουν δικαστικής διερεύνησης για τυχόν ιατρική  αμέλεια και οι ευθύνες- όπου υπάρχουν- πρέπει να αποδοθούν στο μέγιστο. Όμως επειδή η δημόσια υγεία είναι μία αλυσίδα συνεχόμενων κρίκων η δημιουργία του θεσμού του οικογενειακού γιατρού έρχεται να καλύψει ένα μεγάλο κενό: Τον κεντρικό διαχειριστικό ρόλο, τόσο στην αντιμετώπιση και παρέμβαση για κάθε χρόνιο περιστατικό, όσο και στον τομέα της πρόληψης.

Είναι κοινό μυστικό ότι στα μνημονιακά χρόνια η πρόληψη είχε εξελιχθεί σε υπόθεση για εκείνους που είχαν το χρόνο, τη γνώση και την οικονομική επιφάνεια να την υποστηρίξουν, όπως είχε δείξει προ πανδημίας μεγάλη έρευνα του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής (πρώην ΕΣΔΥ).

Φυσικά αυτή είναι μία λανθασμένη πολιτική υγείας σε εθνικό επίπεδο. Ένας λαός για να διατηρήσει τους δείκτες υγείας του, θα πρέπει να φροντίζει να κάνει τις προληπτικές εξετάσεις που επιβάλλει το φύλο και η ηλικία κάθε πολίτη και οι εξετάσεις αυτές θα πρέπει να είναι ισότιμα προσβάσιμες για όλους.

Στην πράξη πετύχαμε να έχουμε χαμηλά ποσοστά θνησιμότητας στον καρκίνο του μαστού παρότι τα περιστατικά ετησίως ξεπερνούν τα 7.500 επειδή πολλές Ελληνίδες συνειδητοποίησαν την σημασία της ψηφιακής μαστογραφίας. Αντίστοιχα ένας από τους λόγους που είμαστε πανευρωπαϊκά «πρωταθλητές» σε νοσηρότητα και θανάτους στον καρκίνο του πνεύμονα είναι ότι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες καπνίζουν πολύ και μέχρι τώρα δεν έκαναν τις εξειδικευμένες εξετάσεις για την έγκαιρη διάγνωση των όγκων.

Όπως μάλιστα εξηγεί ο καθηγητής θεραπευτικής παθολογίας -ογκολογίας ΕΚΠΑ Αριστοτέλης Μπάμιας, από το νοσοκομείο «Αττικόν», στους περισσότερους καρκίνους δεν υπάρχει πρόληψη με την έννοια «να το προλάβουμε πριν γίνει», αλλά μόνο έγκαιρη διάγνωση, δηλαδή «να το βρούμε στην αρχή».

Και στον καρκίνο του μαστού, τον πιο γνωστό και διαδεδομένο καρκίνο στον γυναικείο πληθυσμό, αν εξαιρεθεί το μόλις 5% των περιστατικών που αφορούν κληρονομικό καρκίνο του μαστού και των ωοθηκών που εκεί θα πρέπει να γίνει ειδικό γενετικό τεστ για την ανίχνευση των ογκογονιδίων και οι ασθενείς να προβούν σε προφυλακτικές επεμβάσεις, όλη η  προσπάθεια επικεντρώνεται στο να προλάβουμε τη νόσο όταν ξεκινά όταν είναι εντοπισμένη όταν δεν έχει «μεταναστεύσει» ώστε να μην έχουμε τον κίνδυνο των μεταστάσεων.

Σήμερα και για πρώτη φορά μας προσφέρεται η δυνατότητα να κάνουμε πράξη τα λόγια του Ιπποκράτη, ότι «το προλαμβάνειν είναι καλύτερο του θεραπεύειν» και επίσης πολύ φθηνότερο. Πρόληψη σημαίνει αποσυμφόρηση των νοσοκομείων, καλύτερη διαχείριση του βάρος και της πίεσης που αυτά δέχονται, μαζί με την καταπολέμηση των ανθεκτικών μικροβίων που προκαλούν τις ενδο-νοσοκομειακές λοιμώξεις και μεταφράζεται σε μία κατάσταση αμοιβαίου οφέλους (win-win) και για τον ασθενή και για το Σύστημα Υγείας.

Όλο αυτό το οικοδόμημα στηρίζεται σε δύο ακρογωνιαίους λίθους. Ο πρώτος είναι ο οικογενειακός γιατρός, ο άνθρωπος που βλέπει το δάσος και όχι το δέντρο και ο δεύτερος λίθος είναι η συμμόρφωση και η καλή συνεργασία του ασθενή με τον γιατρό του. Με αυτούς τους δύο ακρογωνιαίους λίθους στη θέση τους, σωστά και σταθερά τοποθετημένους το οικοδόμημα στέκεται όρθιο και αντέχει επιθέσεις από την  υπάρχουσα και την επόμενη πανδημία-για την οποία τα σημάδια δείχνουν πως δεν θα αργήσει να έρθει.