Ο Πούτιν δεν θα ηττηθεί από τις κυρώσεις, αλλά στο πεδίο της μάχης

Ο Πούτιν δεν θα ηττηθεί από τις κυρώσεις, αλλά στο πεδίο της μάχης

*Γράφει ο Daniel Hannan

Ο Χοσέ Μαρία Αθνάρ, ο πιο οξυδερκής και αποτελεσματικός από τους σύγχρονους Ισπανούς πολιτικούς, είπε κάποτε ιδιωτικά στον Φιντέλ Κάστρο ότι το καθεστώς του είχε επιβιώσει από την κατάρρευση του κομμουνισμού το 1989 για έναν και μόνο λόγο: τον αποκλεισμό των ΗΠΑ. Οι αμερικανικές κυρώσεις, υποστήριξε ο Αθνάρ, επέτρεψαν στον κομμαντάντε να αποδίδει την εξαθλίωση του λαού του όχι στον σοσιαλισμό, αλλά στην πολιορκία των γιάνκηδων. Όπως λέει ο Αθνάρ, το ηλικιωμένο τέρας απάντησε κλείνοντας το μάτι και σηκώνοντας ένα δάχτυλο στα γενειοφόρα χείλη του.

Αλήθεια, πότε οδήγησαν οι οικονομικές κυρώσεις σε αλλαγή καθεστώτος ή σε σημαντική αλλαγή πολιτικής; Δεν εμπόδισαν τον Κιμ Γιονγκ Ουν να επιδιώξει τις πυρηνικές του φιλοδοξίες. Δεν ανέτρεψαν τους αγιατολάχ, ούτε τον Σαντάμ – αντίθετα, ενίσχυσαν την φαύλη επιρροή του στο Ιράκ, δίνοντάς του τη δυνατότητα να πλουτίσει επιλεκτικά φίλους του μέσα από τα άχρηστα προγράμματα ανταλλαγής πετρελαίου για τρόφιμα.

Ούτε, αντίθετα με τον μύθο, ανέτρεψαν και το απαρτχάιντ, το οποίο, όπως συμπεραίνουν πολλές μελέτες, έληξε εν μέρει λόγω της αντίστασης των ίδιων των Νοτιοαφρικανών και εν μέρει επειδή εκείνοι που το είχαν υποστηρίξει κάποτε δεν μπορούσαν πλέον να βλέπουν τους εαυτούς τους στον καθρέφτη.

Οι κυρώσεις κατά κανόνα αποτυγχάνουν επειδή πλήττουν τους λάθος ανθρώπους –τους απλούς ανθρώπους στη χώρα που τις εφαρμόζει και στη χώρα που αυτές στοχεύουν– ενώ δημιουργούν μια νοοτροπία πολιορκίας που συσπειρώνει υποστήριξη ακόμη και στα πιο αυταρχικά καθεστώτα. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου έχουν αποδώσει – συνήθως όταν υπάρχει ένας περιορισμένος στόχος, όπως η απελευθέρωση ενός πολιτικού κρατούμενου – αλλά, πιο συχνά, εφαρμόζονται λιγότερο από έναν μετρημένο υπολογισμό των πιθανών επιπτώσεών τους παρά από την επιθυμία να φανεί ότι οι εμπνευστές τους κάνουν κάτι.

Μέχρι εδώ έγραψα με γενικούς όρους, διότι, από τη στιγμή που αναφέρεται μια συγκεκριμένη χώρα, το ζήτημα του εάν οι κυρώσεις λειτουργούν τείνει να εξαρτηθεί από το ερώτημα του αν εγκρίνουμε το εν λόγω καθεστώς. Όταν κάποιοι λένε «Χρειαζόμαστε κυρώσεις κατά της Χώρας Χ», αυτό που εννοούν γενικά είναι «Δεν μου αρέσει η Χώρα Χ». Για κάποιους, η Χώρα Χ μπορεί να είναι η Κίνα, για άλλους η Βιρμανία, η Βενεζουέλα, η Σαουδική Αραβία ή το Ισραήλ. Αλλά σχεδόν ποτέ σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν υπάρχει μια ψύχραιμη εκτίμηση του τι θα πετύχουν πρακτικά οι κυρώσεις.

Στο σημερινό κλίμα, η αμφισβήτηση της αποτελεσματικότητας των οικονομικών μέτρων κατά της Ρωσίας ισοδυναμεί με προδοσία. Την περασμένη εβδομάδα, ο Simon Jenkins υποστήριξε σε μια στήλη του Guardian ότι οι εμπορικές κυρώσεις – σε αντίθεση με τη στρατιωτική βοήθεια, την οποία υποστήριξε – ήταν «η πιο κακοσχεδιασμένη και αντιπαραγωγική πολιτική στην πρόσφατη διεθνή ιστορία». Οδήγησαν σε αύξηση την τιμή του πετρελαίου, επιτρέποντας στη Ρωσία να συγκεντρώσει πλεόνασμα ρεκόρ πουλώντας στην Κίνα και την Ινδία, καθιστώντας έτσι το ρούβλι ένα από τα ισχυρότερα νομίσματα στον κόσμο. Δεν ήταν η Ρωσία που υπέφερε, υποστήριξε ο Τζένκινς, αλλά εμείς που «πεινάσαμε για αέρια, σιτηρά και λίπασμα».

Ο Τζένκινς υπερέβαλλε ως προς το αποτέλεσμα, όπως κάνουν μερικές φορές οι αρθρογράφοι, και έκανε λάθη σε πολλά σημεία. Αλλά οι επικριτές του δεν ενδιαφέρθηκαν για τις λεπτομέρειες. Αντίθετα, εξοργίστηκαν με την ίδια την ιδέα μιας “ηπιότερης στάσης” προς τη Ρωσία. Οι επιστολές που εστάλησαν σωρηδόν στον Guardian ήταν αποκαλυπτικές. Ακόμη και αν οι κυρώσεις ήταν εντελώς αναποτελεσματικές, ισχυρίστηκαν οι αναγνώστες, θα πρέπει να τις εφαρμόσουμε για να αποστασιοποιηθούμε από την «ανήθικη συμπεριφορά». Ένας Ουκρανός επιστολογράφος, είπε ότι ενώ διάβαζε το άρθρο του Τζένκινς, η σύζυγός του έκλαιγε για τους θανάτους Ουκρανών αιχμαλώτων αιχμαλώτων: «Ενώ ο λαός μας πεθαίνει από ρωσικούς πυραύλους, δεν υπάρχει χώρος για το ‘Ναι μεν, αλλά…’ Εμείς δεν καταλαβαίνουμε αυτή τη στάση. Έχουμε το δικαίωμα να αγνοούμε όλα αυτά τα ‘αλλά’».

Αυτός, βεβαίως, είναι και ο λόγος που επιβάλλονται κυρώσεις. Είναι στην ανθρώπινη φύση να ξεκινάμε από τα ενστικτώδη συναισθήματα μας και μετά να δουλεύουμε ανάποδα. Το γεγονός ότι οι κυρώσεις μπορεί να είναι όχι απλώς άχρηστες, αλλά και ενεργά αντιπαραγωγικές, δίνει τη θέση του στη συναισθηματική επιταγή να κάνουμε κάτι – οτιδήποτε.

Υποστηρίζω σθεναρά την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της Ουκρανίας. Είμαι περήφανος που η Βρετανία είναι, από το 2014, ο κορυφαίος στρατιωτικός σύμμαχος αυτής της γενναίας χώρας. Θα πρέπει να αφήσουμε τους Ουκρανούς να έχουν ό,τι οπλισμό χρειάζονται για να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος τους, συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών αεροσκαφών. Εάν μια μόνη ρωσική μπότα περάσει στο έδαφος του ΝΑΤΟ, θα πρέπει να θεωρούμε τους εαυτούς μας σε κατάσταση πολέμου.

Ακριβώς επειδή θέλω να δω τον Πούτιν να νικιέται, δεν μου αρέσει να λέμε πως θα αφήσουμε τις κυρώσεις να κάνουν τη δουλειά τους. Η Ρωσία θα κερδίσει ή θα χάσει στο πεδίο της μάχης. Μέχρι στιγμής έχει υποστεί περίπου 60.000 απώλειες, συμπεριλαμβανομένων και 15.000 θανάτων. Σε μια χώρα της οποίας ο ρυθμός γεννήσεων κατέρρευσε τη δεκαετία του 1970, τέτοιες απώλειες είναι καταστροφικές. Πολλοί από αυτούς τους 15.000 θα ήταν μοναχογιοι. Την ίδια στιγμή, περισσότεροι από 400.000 νεότεροι και πιο μορφωμένοι Ρώσοι έχουν μεταναστεύσει μετά την εισβολή. Ένα έθνος συνταξιούχων δεν μπορεί εύκολα να υποστεί τέτοιες απώλειες.

Όχι ότι νοιάζεται ο Πούτιν. Οι υπερασπιστές του, συμπεριλαμβανομένου και ενός είδους Δυτικού Τραμπόφιλου, μιλούν για την αγάπη του για τη Ρωσία, αλλά ο ίδιος με πολλή χαρά ρίχνει πυραύλους στους ρωσόφωνους πληθυσμούς της νότιας και της ανατολικής Ουκρανίας. Ο Πούτιν δεν ενδιαφέρεται για την ευημερία των απλών Ρώσων, αλλά για τη δική του επιβίωση – κυριολεκτικά, αφού οι δικτάτορες κατά κανόνα φεύγουν από την εξουσία γεμάτοι σφαίρες.

Μια απολυταρχία, στο βαθμό που πληρώνει τις υπηρεσίες ασφαλείας, μπορεί να αντέξει πολλά πράγματα. Μπορεί να εξορίσει αντιπάλους, να κλείσει κριτικά μέσα ενημέρωσης, να δολοφονήσει αντιφρονούντες. Μπορεί να αποκρούσει τη διεθνή καταδίκη. Αλλά δεν μπορεί να επιβιώσει μια στρατιωτική ήττα. Ας το ονομάσουμε “Αρχή Γκαλτιέρι”: ένας δικτάτορας που χάνει έναν πόλεμο αποτυγχάνει σύμφωνα με τα δικά του κριτήρια.

Αυτό που θα φέρει την πτώση του Πούτιν δεν είναι οι ελλείψεις στο εσωτερικό – ένας λαός του οποίου οι παππούδες και γιαγιάδες έζησαν την πολιορκία του Λένινγκραντ δεν πρόκειται να ρίξει λευκή πετσέτα επειδή έκλεισαν τα McDonald’s – αλλά η επέλαση της Ουκρανίας, που θα υποστηρίζεται από δυτικό πολεμικό υλικό.

Να αναφέρω εδώ ότι πιστεύω πως ο Τζένκινς κάνει λάθος σε μεγάλο μέρος της ανάλυσής του. Ναι, η Ρωσία έχει εμπορικό πλεόνασμα ρεκόρ, αλλά αυτό οφείλεται περισσότερο στη συνολική κατάρρευση των εισαγωγών παρά στην αύξηση των εσόδων από τις εξαγωγές ενέργειας. Και, ναι, το ρούβλι βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο ρεκόρ σύμφωνα με την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία – αλλά έχει πάψει να είναι μετατρέψιμο νόμισμα. Η Ρωσία έχει εφαρμόσει ένα από τα πιο σκληρά καθεστώτα ελέγχου κεφαλαίων στον κόσμο, καθιστώντας ουσιαστικά παράνομη την αγορά δολαρίων. Βρισκόμαστε, κατά μία έννοια, σχεδόν πίσω στις προ του 1990 ημέρες, όταν η δηλωμένη αξία του ρουβλίου είχε μικρή σχέση με την πραγματική του τιμή.

Ούτε η Ρωσία μπορεί απλώς να μεταφέρει τις πωλήσεις του φυσικού αερίου της στην Ασία. Οι αγωγοί της ξεκινούν από τη Δυτική Ρωσία και καταλήγουν στην Ευρώπη. Ναι, υπάρχουν ασιατικοί αγωγοί υπό κατασκευή, αλλά οι περισσότεροι απέχουν χρόνια από την ολοκλήρωσή τους. Το πετρέλαιο μεταφέρεται λίγο πιο εύκολα και οι εξαγωγές προς την Κίνα και την Ινδία έχουν πράγματι αυξηθεί. Αλλά αυτές οι χώρες, γνωρίζοντας καλά ότι ο πωλητής τους έχει περιορισμένες επιλογές, κατάφεραν να διαπραγματευτούν μειώσεις γύρω στο ένα τρίτο της τιμής.

Σε κάθε περίπτωση, καμία χώρα δεν μπορεί να βλέπει με αδιαφορία τη μαζική απόσυρση ξένων επενδύσεων. Σύμφωνα με τη Σχολή Διοίκησης του Πανεπιστημίου Yale, το 12% των ξένων εταιρειών έχουν περιορίσει τις δραστηριότητές τους στη Ρωσία, το 35% τις έχουν αναστείλει και το 24% έχουν αποσυρθεί εντελώς - όχι ως απάντηση στους νόμους επιβολής κυρώσεων, αλλά με δική τους βούληση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι κυρώσεις επηρεάζουν τη ρωσική οικονομία.

Αλλά γιατί να υποθέσουμε ότι αυτό θα οδηγήσει σε μια σημαντική αλλαγή στην πολιτική – περισσότερο από παρόμοιες κυρώσεις στην Κούβα, το Ιράκ και ούτω καθεξής; Μια σημαντική μελέτη των εφαρμοσμένων κυρώσεων από το Ινστιτούτο Peterson διαπίστωσε ότι αυτές είχαν κάποια επιτυχία στο 34% των περιπτώσεων – γενικά εκεί όπου ο στόχος ήταν περιορισμένος και αναλογικός και όπου η χώρα που υπέστη τις κυρώσεις ήταν σχετικά δημοκρατική. Στο άλλο 66%, το πρόβλημα δεν ήταν ότι δεν έκαναν διαφορά, αλλά ότι τα τυραννικά καθεστώτα μπορούσαν να τις αγνοήσουν.

Όπως αναφέρουν οι συντάκτες της έκθεσης: «Ο οικονομικός αντίκτυπος των κυρώσεων μπορεί να είναι έντονος, αλλά άλλοι παράγοντες συχνά επισκιάζουν τον αντίκτυπο των κυρώσεων στον καθορισμό του πολιτικού αποτελέσματος».

Φυσικά, οι πολιτικές επιταγές λειτουργούν αμφίδρομα. Οι άνθρωποι στη χώρα που υφίσταται κυρώσεις αντιδρούν στη σκέψη να υποχωρήσουν, έτσι όσοι ζουν στις χώρες που επιβάλλουν τις κυρώσεις δυσκολεύονται να υποχωρήσουν. Ακούστε, για παράδειγμα, τη γλώσσα με την οποία οι Βρυξέλλες δικαιολογεί τα δικά της εμπάργκο. Προφανώς τα βλέπει περισσότερο ως μια ευκαιρία για περαιτέρω ευρωπαϊκή ολοκλήρωση παρά ως τρόπο άσκησης πίεσης στον Πούτιν. Παραθέτω από τον υπουργό Εξωτερικών της ΕΕ, Josep Borrell:

«Η Ευρώπη πρέπει να γίνει μια πραγματική δύναμη, όπως ζητούσα από την αρχή της θητείας μου. Αντιμέτωποι με την εισβολή στην Ουκρανία, περάσαμε από τις συζητήσεις σε συγκεκριμένες ενέργειες, δείχνοντας ότι, όταν η Ευρώπη προκληθεί, μπορεί να ανταποκριθεί».

Αν ο Πούτιν ενοχλούνταν πραγματικά από τη σκέψη ότι η ΕΕ αρνείται να αγοράσει την ενέργειά του, δεν θα είχε κόψει ο ίδιος τις προμήθειες της. Η ενέργειά του αυτή μας θυμίζει μια θεμελιώδη αλήθεια για το εμπόριο, δηλαδή ότι δεν υπάρχει μονόδρομη κύρωση. Το να μην μπορείς να πουλήσεις είναι δαπανηρό. αλλά το να μην μπορείς να αγοράσεις είναι συνήθως χειρότερο.

Όπως εξήγησε εναργώς ο Άνταμ Σμιθ, «η κατανάλωση είναι ο μοναδικός σκοπός κάθε παραγωγής». Οι εξαγωγές δεν έχουν καμία αξία παρά μόνο στο βαθμό που μπορούν να πληρώσουν για τις εισαγωγές.

Αυτή η άποψη, που δεν αμφισβητείται μεταξύ των οικονομολόγων, είναι αντιδιαισθητική. Οι περισσότεροι άνθρωποι υποθέτουν ότι η οικονομική υγεία ενός έθνους εξαρτάται από το εμπορικό πλεόνασμα - ενώ στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της ανάπτυξης και του εμπορικού ισοζυγίου. Εξ ου και, για παράδειγμα, το σουρεαλιστικό επιχείρημα που ακούγαμε κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για το Brexit ότι έπρεπε να κάνουμε τη X ή την Ψ παραχώρηση μήπως η ΕΕ αρνηθεί να κάνει εμπόριο μαζί μας. Είναι εκπληκτικό πόσοι βουλευτές, συντάκτες εφημερίδων και ειδικοί φαίνεται να φαντάζονται ότι το εμπόριο είναι μια πράξη γενναιοδωρίας.

Η ίδια αυτή πλάνη διαστρεβλώνει και τη στάση μας απέναντι στις κυρώσεις στη Ρωσία. Για να παραθέσω ένα ενδεικτικό παράδειγμα, η ημιεπίσημη δεξαμενή σκέψης της ΕΕ, αναγνωρίζοντας ότι η απομάκρυνση από το ρωσικό φυσικό αέριο θα ήταν εξαιρετικά επώδυνη, προτείνει τους δασμούς ως μια μεσοβέζικη λύση. Αλλά οι δασμοί σχεδόν πάντα προκαλούν τη μεγαλύτερη ζημιά στο έθνος (ή στην τελωνειακή ένωση) που τους εφαρμόζει. Το κόστος θα το υποστούν, όπως σε κάθε περίπτωση, όχι οι Ρώσοι εξαγωγείς αλλά οι καταναλωτές της ΕΕ.

Ξανά λοιπόν επιστρέφουμε στο πεδίο της μάχης. Αυτό που θα σπάσει τον κακόβουλο δεσποτισμό του Πούτιν είναι η στρατιωτική ήττα – κάτι που επί του παρόντος φαίνεται μια πιθανή προοπτική, υπό την προϋπόθεση ότι η Δύση θα συνεχίσει να παρέχει στην Ουκρανία πρακτική υποστήριξη.

Ο υπολογισμός του Πούτιν είναι ότι μπορεί να σταματήσει την υποστήριξη της Δύσης προς την Ουκρανία διακόπτοντας εντελώς τον ενεργειακό της εφοδιασμό καθώς πλησιάζει ο χειμώνας. Αυτή η ενέργεια, πιστεύει, θα αναγκάσει τους Ευρωπαίους ηγέτες να εξωθήσουν τους Ουκρανούς σε μια ντροπιαστική ειρήνη. Με άλλα λόγια, ο ίδιος ο Πούτιν βλέπει την απαγόρευση των πωλήσεων πετρελαίου και φυσικού αερίου – μια αυτοκύρωση, αν θέλετε – ως το κλειδί της νίκης. Αυτό θα πρέπει να μας κάνει λίγο να σκεφτούμε.

*Ο Daniel Hannan είναι συγγραφέας και αρθρογράφος. Διδάσκει στο Buckingham University.

**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 8 Αυγούστου 2022 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Capx.co και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.