Μπλόκο Κομισιόν στο επιχειρείν εντός ΕΕ με ξένα κεφάλαια

Μπλόκο Κομισιόν στο επιχειρείν εντός ΕΕ με ξένα κεφάλαια

Η ΕΕ μοιάζει αποφασισμένη να σκληρύνει τη στάση της απέναντι στους ανταγωνιστές των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, προκειμένου να προστατεύσει και τις ίδιες αλλά και την ενιαία αγορά σε αυτή τη δύσκολη περίοδο της πανδημίας και της κρίσης που έφερε μαζί της. Έτσι, την ερχόμενη εβδομάδα, η Κομισιόν πρόκειται να προτείνει δύο νέα μέτρα που, εφόσον εγκριθούν, θα της δίνουν τη δυνατότητα να παρεμβαίνει άμεσα και αποφασιστικά.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες τόσο του Reuters όσο και του Politico αναφορικά με το περιεχόμενο της νέας 57σέλιδης «Λευκής Βίβλου», την οποία αναμένεται να δώσει στη δημοσιότητα η αντιπρόεδρος της Επιτροπής, Μαργκρέτε Βεστάγκερ, την Τετάρτη 17 Ιουνίου, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται σε δύο «εργαλεία» τα οποία στοχεύουν αφενός να αποτρέπουν την ανεξέλεγκτη δράση των ξένων επιχειρήσεων εντός της ΕΕ.

«Εργαλεία» τα οποία έρχονται να προστεθούν στα ήδη υπάρχοντα, σε ευρωπαϊκό και σε εθνικό επίπεδο, προκειμένου να ενισχύσουν περαιτέρω το οπλοστάσιο της Ευρώπης – τόσο απέναντι στους Κινέζους όσο και τους Αμερικανούς.

Πλαφόν στο 35% και τα 10 εκατ.

Το πρώτο από αυτά αφορά τις ξένες επιχειρήσεις οι οποίες στοχεύουν στην εξαγορά ευρωπαϊκών, οι οποίες παρουσιάζουν ετήσιο τζίρο άνω των 100 εκατ. ευρώ. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση κατά την οποία το ποσοστό που επιδιώκουν να αποκτήσουν ξεπερνά το 35% και στη διάρκεια των τελευταίων τριών ετών έχουν λάβει επιδοτήσεις άνω των 10 εκατ. ευρώ στις χώρες όπου βρίσκεται η έδρα τους – κάτι για το οποίο θα υποχρεούνται να ενημερώσουν την Κομισιόν – τότε οι ευρωπαϊκές αρχές ανταγωνισμού θα έχουν το δικαίωμα να επεμβαίνουν ή ακόμη και να θέτουν βέτο.

Η παραπάνω πρόταση θεωρείται ιδιαιτέρως σημαντική, κυρίως για ορισμένους τομείς, όπως είναι για παράδειγμα οι αερομεταφορές και οι αυτοκινητοβιομηχανίες. Με τους κλάδους αυτούς να βρίσκονται συνολικά σε μεταβατική περίοδο, για διαφορετικούς λόγους, ενώ αρκετές από τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνουν να έχουν καταστεί ευάλωτες σε επιθετικές προσφορές από τους ανταγωνιστές τους, είναι φανερό ότι οι Βρυξέλλες έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν και να υψώνουν τείχος προστασίας. Κάτι ανάλογο ισχύει, φυσικά, και για τους στρατηγικής σημασίας τομείς, όπως είναι η χαλυβουργία, οι ημιαγωγοί, οι φαρμακευτικές κ.λπ.

Το έτερο «εργαλείο» θα έχει ως αποστολή να θέτει περιορισμούς σε εταιρίες οι οποίες δρουν εντός της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς, αλλά λαμβάνουν κρατικές επιδοτήσεις από το εξωτερικό που ξεπερνούν ένα συγκεκριμένο ποσό – συγκεκριμένα, τις 200.000 ευρώ κατά την τελευταία τριετία. Σε αυτή την περίπτωση, η αρμόδια εποπτική αρχή θα έχει το δικαίωμα να επεμβαίνει και να ζητά έλεγχο – εφαρμόζοντας ανάλογη τακτική με εκείνη που ισχύει και για τις επιδοτήσεις που προέρχονται από ευρωπαϊκά κράτη.

Πρόστιμα και βέτο

Παράλληλα, προβλέπονται μια σειρά κυρώσεις στην περίπτωση που διαπιστωθούν παρατυπίες. Ανάμεσα σε αυτές, πάντα σύμφωνα με τα όσα περιλαμβάνει η νέα «Λευκή Βίβλος», είναι η επιβολή προστίμων που θα καλύπτουν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα το οποίο θα υπολογίζεται ότι έχουν διασφαλίσει οι εν λόγω εταιρίες, καθώς και η τριετής απαγόρευση της συμμετοχής τους σε δημόσιους διαγωνισμούς εντός της ΕΕ.

«Υπάρχει ένας αυξανόμενος αριθμός περιπτώσεων στις οποίες οι ξένες επιδοτήσεις φαίνεται πως έχουν οδηγήσει σε εξαγορές εντός ΕΕ, έχουν επηρεάσει άλλες επενδυτικές αποφάσεις ή έχουν διαταράξει τη λειτουργία της αγοράς», σημειώνει χαρακτηριστικά το κείμενο που θα παρουσιάσει η Δανέζα επίτροπος – και, πιθανότατα, θα πάρει το πράσινο φως από τις κυβερνήσεις και των «27» το επόμενο διάστημα.

Πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι μένει μια ακόμη πολύ σημαντική εκκρεμότητα για την οποία η Κομισιόν και ειδικά η Βεστάγκερ δέχονται έντονες πιέσεις να διευθετήσουν και μάλιστα άμεσα. Πρόκειται για την αλλαγή του πλαισίου που διέπει τις εξαγορές και συγχωνεύσεις εντός της ΕΕ, έτσι ώστε να επιτραπεί – αν όχι να προωθηθεί – η δημιουργία των αποκαλούμενων «Ευρωπαίων πρωταθλητών» σε μια σειρά κλάδους, οι οποίοι θα έχουν τη δυνατότητα να κοιτούν στα μάτια τους ανταγωνιστές τους από Κίνα, ΗΠΑ και άλλες χώρες, αλλά και να διεκδικούν μεγαλύτερα μερίδια των διεθνών αγορών.