Η Κίνα για πρώτη φορά δεν κάνει προβλέψεις για το 2020

Η Κίνα για πρώτη φορά δεν κάνει προβλέψεις για το 2020

Αρκετά πράγματα έγιναν διαφορετικά στη φετινή σύνοδο της Λαϊκής Εθνοσυνέλευσης – το μεγαλύτερο και πιο σημαντικό ετήσιο γεγονός στην πολιτική ζωή της Κίνας, πέρα από τη διεξαγωγή των συνεδρίων του ΚΚ. Δύο από αυτά μάλιστα έκαναν ιδιαίτερη αίσθηση, αναδεικνύοντας αφενός τα προβλήματα και τις αβεβαιότητες που έχει προκαλέσει η πανδημία στη χώρα και αφετέρου, τις προτεραιότητες που θέτει το καθεστώς του Πεκίνου.

Πρόκειται, πιο συγκεκριμένα, για δύο συνήθεις και μόνιμες αναφορές στις εναρκτήριες ομιλίες, οι οποίες αυτή τη φορά απουσίαζαν: Η μία αφορά στον όρο «ειρηνική» που συνόδευε πάντοτε τον στόχο της «επανένωσης» της Κίνας με την Ταϊβάν – φανερώνοντας ότι (όπως και στην περίπτωση του Χονγκ Κονγκ) το Πεκίνο έχει αποφασίσει να περάσει σε φουλ επίθεση για να προωθήσει τις γεωπολιτικές του επιδιώξεις, αδιαφορώντας για τις προειδοποιήσεις και απειλές των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους στην περιοχή.

Όσο για την άλλη πρωτοτυπία, έχει να κάνει με την απουσία στόχου για τον ρυθμό ανάπτυξης κατά το 2020. Είναι, άλλωστε, κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά μετά από 30 χρόνια, δηλαδή από το 1990, όταν η Κίνα άρχισε να κάνει γνωστά τόσο τα ετήσια όσο και τα πιο μακρόχρονια πλάνα της για την ανάπτυξη – τα οποία συνήθως ξεπερνούσε στο τέλος της εκάστοτε περιόδου.

Άδηλη η επόμενη ημέρα

Η παραπάνω επιλογή (όπως φυσικά και εκείνη για την Ταϊβάν) δεν είναι τυχαία. Με το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν να έχει συρρικνωθεί κατά 6,8% στη διάρκεια του πρώτου τριμήνου – την περίοδο όπου η πανδημία μαινόταν στη χώρα και το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής και των υπηρεσιών είχαν βάλει λουκέτο – και την εικόνα τόσο του δεύτερου τριμήνου όσο και συνολικά του τρέχοντος έτους να μην είναι ξεκάθαρη, είναι προφανές ότι ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ και ο πρωθυπουργός Λι Κεκιάνγκ δεν πήραν το ρίσκο. Πολύ απλά, διότι έτσι θα διακινδύνευαν να διαψευστούν από τις εξελίξεις και να εκτεθούν ανεπανόρθωτα.

Αμφότεροι γνωρίζουν, εξάλλου, ότι το πρόβλημα δεν είναι αμιγώς εσωτερικό και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποκλειστικά με δράσεις εντός των συνόρων. Κι αυτό δεν αλλάζει,όσο μεγάλο μέρος κι αν τελικώς διατεθεί από τον «κουμπαρά» των συναλλαγματικών αποθεμάτων της Κίνας, που ανέρχονται στο ποσό των 3,1 τρισ. δολαρίων (κάτι λιγότερο, δηλαδή, από το ΑΕΠ της Γερμανίας!).

Ο λόγος είναι ότι ως μια εξωστρεφής οικονομία, η οποία στηρίζεται κυρίως στις εξαγωγές της, όσο ο υπόλοιπος κόσμος δεν θα ανακάμπτει και όσο τα τείχη του προστατευτισμού θα συνεχίζουν να ψηλώνουν, δεν θα μπορέσει να πετύχει τους επιθυμητούς ρυθμούς ανάκαμψης και ανάπτυξης. Ειδικά μιας και πρόκειται για ρυθμούς οι οποίοι προφανώς δεν περιορίζονται στο 1-2% – αρκεί να σημειωθεί ότι για να πιαστεί ο στόχος της δημιιουργίας 9 εκατ. νέων θέσεων εργασίας στις αστικές περιοχές φέτος (κάτι αναγκαίο για να μην υπάρξουν κοινωνικές αναταράξεις), προϋπόθεση είναι το ΑΕΠ να αυξηθεί κατά περίπου 3%. Ποσοστό που για την ώρα μοιάζει να είναι πολύ μακρινό.

Οι δύο όψεις της εξάρτησης από το εμπόριο

Ακριβώς αυτή η εξάρτηση από τον υπόλοιπο κόσμο, πάντως, πέρα από τη δυναμική που έχει δώσει στην οικονομία της Κίνας τις προηγούμενες δεκαετίες, φαίνεται πως συνιστά και ένα από τα μεγάλα της προβλήματα. Και ταυτόχρονα, μία από τις βασικές αιτίες που αναγκάζουν την ηγεσία της να διστάζει μπροστά στο ενδεχόμενο να ξεσπάσει ένας γενικευμένος εμπορικός ή και έστω επιμέρους πόλεμος, μόνο με τις ΗΠΑ.

Ούτε έχει συμφέρον το Πεκίνο να δει τις οικονομίες και τα νομίσματα των ανταγωνιστών του να καταρρέουν. Κι αυτό δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με τον κίνδυνο συρρίκνωσης των εξαγωγών, αλλά και με την απειλή να χάσει τις τεράστιες επενδύσεις που έχει κάνει εκεί – με την μεγαλύτερη να αφορά τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα τα οποια έχει στην κατοχή του, η αξία των οποίων υπολογίζεται πως φτάνει ή πιθανώς και να ξεπερνά το ένα τρισ. δολάρια!

Ολοένα και περισσότεροι επομένως συνειδητοποιούν ότι με την παρούσα κρίση, που έχει παγκόσμια διάσταση, μοιάζει να κλείνει ένας κύκλος για την οικονομία της ανερχόμενης υπερδύναμης. Εάν θέλει να συνεχίσει την πορεία της προς την κορυφή, είναι υποχρεωμένη να επιχειρήσει σοβαρές τομές στο ίδιο της το μοντέλο. Ένα μοντέλο το οποίο καλείται να «αμερικανοποιήσει» μερικώς, τονώνοντας την αγοραστική δύναμη των Κινέζων πολιτών και κατά συνέπεια, την εσωτερική κατανάλωση στη μεγαλύτερη αγορά του πλανήτη.

Κι αυτά, προφανώς, δεν είναι απλά ούτε εύκολα πράγματα.