DW: Η Γερμανία σκέφτεται να ανοίξει την πρεσβεία στην Καμπούλ – Υπό όρους ο διάλογος με Ταλιμπάν

DW: Η Γερμανία σκέφτεται να ανοίξει την πρεσβεία στην Καμπούλ – Υπό όρους ο διάλογος με Ταλιμπάν

Τις προθέσεις τους να επιστρέψουν και πάλι οι διπλωμάτες στην Καμπούλ έκαναν γνωστές με δηλώσεις η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ αλλά και ο υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας.

Αναλυτικότερα, ρεπορτάζ της Deutsche Welle σημειώνει πως, η Η Γερμανία είναι διατεθειμένη να ανοίξει ξανά την πρεσβεία της στην Καμπούλ, αφού σύμφωνα με την καγκελάριο η γερμανική κυβέρνηση βρίσκεται σε διαβουλεύσεις με τη Γαλλία, τη Μεγάλη Βρετανία, την Ολλανδία και άλλα κράτη αναφορικά με μια διπλωματική παρουσία στην Καμπούλ, «προκειμένου», όπως δήλωσε, «να μπορέσει να αναπτυχθεί ένας συνεχής διάλογος με τους Ταλιμπάν».

Το ίδιο ρεπορτάζ σημειώνει πως η καγκελάριος αναμένει ότι τις επόμενες ημέρες θα μεταφέρουν το πολιτικό τους γραφείο, το οποίο λειτουργεί ως υπουργείο Εξωτερικών, από την Ντόχα, την πρωτεύουσα του Κατάρ, στην Καμπούλ, όπου οι Ταλιμπάν θα σχηματίσουν κυβέρνηση.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, Χάικο Μάας, ο οποίος μιλώντας το βράδυ της Τρίτης στο Δεύτερο Πρόγραμμα της γερμανικής τηλεόρασης (ZDF) σε απευθείας σύνδεση από την Ντόχα, επεσήμανε ότι ο διάλογος με τους Ταλιμπάν θα γίνει υπό όρους: Η τήρηση του σεβασμού στα ανθρώπινα δικαιώματα, ότι δεν θα παρεμποδίζεται η έξοδος και άλλων ανθρώπων από τη χώρα, ότι το Αφγανιστάν δεν θα προσφέρει καταφύγιο σε τρομοκρατικές ομάδες είναι μόνο μερικά από αυτούς τους όρους.

Αξίζει να σημειωθεί πως στην Ντόχα ο κ. Μάας απέφυγε να συναντήσει τους εκπροσώπους του Ταλιμπάν, ενώ σε συνεχή επαφή μαζί τους βρίσκεται εδώ και εβδομάδες ο απεσταλμένος του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών, πρέσβης Μάρκους Πότζελ.

Σημειώνεται πως το Κατάρ ήταν μετά την Τουρκία, το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν και το Πακιστάν ο πέμπτος σταθμός του κ. Μάας στην περιοχή., ενώ κυριότερος στόχος αυτού του ταξιδιού ήταν η διασφάλιση της μεταφοράς 300 περίπου Γερμανών που έχουν απομείνει στο Αφγανιστάν, όπως και του ντόπιου προσωπικού του γερμανικού στρατού και γερμανικών οργανώσεων. Ο αριθμός τους, μαζί με τα μέλη των οικογενειών τους, υπολογίζεται στα 40.000 άτομα.