800 χιλιάδες θέσεις απασχόλησης ζητούν εργαζόμενους

Γνωρίζαμε πως η Ελλάδα θα χρειαστεί 400 χιλιάδες ψηφιακούς επιστήμονες για να καλύψει τις ανάγκες της για τα επόμενα 7 χρόνια. Σήμερα μαθαίνουμε πως ζητούνται 400 χιλιάδες εργαζόμενοι για να καλύψουν τον χώρο της αγροτικής παραγωγής της κτηνοτροφίας, του τουρισμού, των κατασκευών και της βιομηχανίας. Τι συμβαίνει στην εγχώρια αγορά εργασίας;

Τον περασμένο Απρίλιο είχε κυκλοφορήσει η έρευνα της Deloitte για λογαριασμό της Vodafone με τίτλο «Τhe progress towards the EU’s Digital Decade ambition», που ανέφερε ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί 400 χιλιάδες ειδικούς στις τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών έως και το 2030 προκειμένου να επιτύχει τους στόχους που έχει θέσει η Ε.Ε. στην Ελλάδα στα πλαίσια του ευρωπαϊκού ψηφιακού μετασχηματισμού. 

Και όλοι μας είχαμε αισθανθεί ταυτόχρονα ενθουσιασμένοι, αλλά και θορυβημένοι. Ενθουσιασμένοι διότι η Ελλάδα περνάει σε ένα άλλο επίπεδο μέσω του ψηφιακού μετασχηματισμού και θορυβημένοι διότι φαίνεται δύσκολο να βρεθούν 400 χιλιάδες καταρτισμένοι ειδικοί της ψηφιακής τεχνολογίας, σε μια χώρα που το σύστημα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης είναι πλήρως αποσυνδεδεμένο από την αγορά εργασίας. Οπότε το θέμα της εκπαίδευσης και κατάρτισης των νέων στις ψηφιακές τεχνολογίες, αλλά και της επιμόρφωσης των ήδη εργαζόμενων, αποτελεί προτεραιότητα για τους πάντες. Για τους ίδιους τους νέους, για το κράτος, για τα Πανεπιστήμια και για τις επιχειρήσεις.

Τις τελευταίες ημέρες μαθαίνουμε πως υπάρχουν άλλες 400 χιλιάδες κενές θέσεις απασχόλησης, όχι στον λαμπρό κόσμο της ψηφιακής τεχνολογίας, αλλά στο χώρο των ανειδίκευτων εργατών γης, κτηνοτροφίας και οικοδομής, εργατών αεροδρομίων, αλλά και ευρύτερα στο χώρο του τουρισμού, των κατασκευών και της βιομηχανίας.

Η υπερβολική προσφορά θέσεων απασχόλησης αντιμετωπίζεται μέσω της εκπαίδευσης και κατάρτισης των ανέργων, ώστε σταδιακά να δημιουργηθεί το απαιτούμενο καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό που θα καλύψει ποιοτικά τις κενές θέσεις εργασίας, που απαιτούν ένα μίνιμουμ δυνατοτήτων και δεξιοτήτων. Αντιμετωπίζεται παράλληλα με κάλυψη των θέσεων αυτών μέσω διμερών συμφωνιών με χώρες όπως είναι για παράδειγμα η Αίγυπτος, και με κάλυψη πρόσληψης εποχιακών εργατών κυρίως στον αγροτικό και τουριστικό τομέα από τρίτες χώρες. Μέχρι και πριν από τις εκλογές, είχαν εγκριθεί 168 χιλιάδες καλύψεις αυτών των θέσεων από εργαζόμενους τρίτων χωρών. 

Παρ’ όλες τις προσπάθειες που γίνονται έχει παραμείνει ακάλυπτο το 20% των κενών θέσεων στις κατασκευές, το 45% των θέσεων στη βιομηχανία, το 88% των θέσεων στον ευρύτερο χώρο του τουρισμού και το 45% των εποχικών θέσεων απασχόλησης.

Η ανισορροπία αυτή έχει οδηγήσει σε σημαντικές αυξήσεις των ημερομισθίων. Για παράδειγμα, στον αγροτικό τομέα τα 25€ αποτελούν πλέον παρελθόν, με τα ημερομίσθια αν και εφ’ όσον βρεθούν διαθέσιμα χέρια, να βρίσκονται στα 40€ ή και 50€. Στο δε μάζεμα της ελιάς τα μεροκάματα να έχουν φτάσει τα 60€.

Στις οικοδομικές εργασίες η ανεπιτυχής αναζήτηση βοηθών στα συνεργεία έχει οδηγήσει σε ημερομίσθια της τάξης των 60€, τα οποία τις περισσότερες φορές είναι «μαύρα», αφού οι εργάτες δεν θέλουν να απωλέσουν τα επιδόματα ανεργίας και τα ευεργετήματα που τους προσφέρει το κράτος λόγω της εμφάνισης μηδαμινών εισοδημάτων.

Όμως τα «μαύρα μεροκάματα», αποτελούν μια επιπλέον επιβάρυνση για τους αγρότες και τους εργολάβους αφού δεν μπορούν να εκπέσουν σαν έξοδα στο εισόδημά τους.

Η έλλειψη εργατικών χεριών στο χωράφι και στην οικοδομή, αυξάνει σημαντικά το κόστος και αυτό όπως είναι λογικό περνάει στον καταναλωτή. Η έλλειψη στον χώρο των τουριστικών καταλυμάτων και της εστίασης, αντιμετωπίζεται με απασχόληση μη επαγγελματιών στο χώρο, με αποτέλεσμα την υποχώρηση των προσφερόμενων υπηρεσιών. 

Αντιλαμβανόμαστε πως η αγορά εργασίας πάσχει. Οι επιχειρήσεις και οι εργοδότες αδυνατούν να καλύψουν τις θέσεις απασχόλησης που προσφέρουν, ενώ οι δυνητικοί εργαζόμενοι ζητούν υψηλότερους μισθούς και καλύτερες συνθήκες εργασίας.

Υπάρχει πάντα και η εικόνα πως οι επιδοματικές πολιτικές ενθαρρύνουν την αποχή από την απασχόληση. Η αύξηση του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων, η αύξηση των εξαγωγών, η αύξηση του τουρισμού και η γενικότερη άνοδος της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας, θα συνεχίσουν να δημιουργούν περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις απασχόλησης.

Σημασία έχει να μπορούν αυτές να καλύπτονται με άνεση, ώστε όλα να κινηθούν ομαλά. Διότι, ανάπτυξη δίχως εργαζόμενους δεν υπάρχει. Και το βασικό κίνητρο για την εργασία είναι το μεγαλύτερο εισόδημα, που στη χώρα μας μπορεί να επιτευχθεί με μείωση της φορολογίας και των εισφορών, αλλά και της ανάπτυξης. Ήδη το παράδειγμα της Γερμανίας, έχει σημάνει συναγερμό. Η βιομηχανική λοκομοτίβα της Ευρώπης, θα στερηθεί 7 εκατ. εργαζόμενων μέχρι το 2035, κάτι που θα την οδηγήσει σε περιβάλλον ύφεσης.