Πούτιν και Ερντογάν, ο «άξονας του κακού»

Πούτιν και Ερντογάν, ο «άξονας του κακού»

Βλέπουν και οι δύο τη Δύση ως αντίπαλο, που βρίσκεται σε καθοδική τροχιά, λειτουργεί με παρωχημένο μοντέλο και επιτρέπει σε περιφερειακές δυνάμεις, όπως η Ρωσία και η Τουρκία, να προβάλουν τις θέσεις τους με τρόπο επιθετικό και οπωσδήποτε αναθεωρητικό. 

Κοινή τους πεποίθηση είναι ότι η μεταπολεμική τάξη πραγμάτων, η οποία εδραιώθηκε μεταψυχροπολεμικά, πλέον κλονίζεται. Πούτιν και Ερντογάν θεωρούν πως τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή, δεδομένου ότι ο κόσμος μας βρίσκεται σε φάση μετάβασης.

Αντιλαμβάνονται τις Ηνωμένες Πολιτείες ως μια παρηκμασμένη δύναμη, με την οποία θέλουν βέβαια να έχουν σχέσεις, ειδικά η Τουρκία.

Από εκεί και πέρα, οι δύο τους μοιράζονται πολλά κοινά στοιχεία, κοινές αντιλήψεις ως προς το που κινείται ο κόσμος αλλά κι έναν παρόμοιο τρόπο διακυβέρνησης.

Επιπλέον, φαίνεται ότι έχουν αναπτύξει μια πολύ καλή μεταξύ τους χημεία, που τους επιτρέπει να ξεπερνούν σχετικά εύκολα τις περισσότερες φορές ακόμα και σοβαρές κρίσεις στις σχέσεις τους.

Η μεγαλύτερη ήταν το 2015 όταν οι σχέσεις Ρωσίας και Τουρκίας έφθασαν στο ναδίρ μετά την κατάρριψη από την Άγκυρα ενός ρωσικού μαχητικού. Για περίπου έξι μήνες, η Ρωσία ακολούθησε τιμωρητική στάση απέναντι στην Τουρκία, με έμφαση στον τουριστικό κλάδο και την «πόνεσε» κυρίως αναδεικνύοντας τις σχέσεις που είχε αναπτύξει η Άγκυρα στη Συρία με τρομοκρατικά δίκτυα ακόμα και με το Ισλαμικό Κράτος.

Ο Πούτιν όμως ήταν ο πρώτος που κάλεσε τον Ερντογάν, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα τον Ιούλιο του 2016. Ήταν μια κίνηση που μέτρησε πάρα πολύ στην ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση ενός ηγέτη, όπως του Ερντογάν. Φαίνεται πως ήταν και ένας εκ των βασικών λόγων, που οδήγησε την Τουρκία στην εξαγορά των ρωσικών S-400. 

Έχουν υπάρξει έκτοτε και άλλες μικρότερες κρίσεις στις σχέσεις τους, με επίκεντρο τη Συρία και τη Λιβύη. Διατηρούν όμως την αντίληψη δύο πρώην αυτοκρατοριών, όπου μπορεί να έχουν τις διαφορές τους, ωστόσο δεν επιτρέπουν σε τρίτους να τους δημιουργούν τέτοια προβλήματα, ώστε να επέρχεται μεταξύ τους ρήξη. Με αυτήν ακριβώς την αυτοκρατορική αντίληψη, δεν επέτρεψαν σε καμιά από τις παραπάνω κρίσεις να επηρεάσει αρνητικά τη σχέση τους για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Ειδικά, για τον Ερντογάν είναι σημαντικό να δείχνει πως μπορεί να διαφοροποιείται από τους Αμερικανούς, ακολουθώντας μια ανεξάρτητη και αυτόνομη πολιτική. Είναι αυτή η διάσταση της πολιτικής Ερντογάν που αρέσει πολύ στον Πούτιν, καθώς προκαλεί ρήγματα στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ, ενώ προσθέτει τον Τούρκο πρόεδρο, στους ηγέτες που δεν υπολογίζουν τόσο τους Αμερικανούς και ακολουθούν μια δική τους αυτόνομη πορεία. 

Έτερα κοινά τους σημεία, είναι πως βρίσκονται αμφότεροι στην εξουσία για πάνω από 20 χρόνια, ακολουθούν ένα κρατισμό και ολοκληρωτισμό στον τρόπο διακυβέρνησης των χωρών τους. Τόσο το ένα, όσο και το άλλο καθεστώς, είναι προσωποκεντρικά, λειτουργούν με ένα πολύ στενό κύκλο συνεργατών και εμπίστων, με καθαρά απολυταρχικές μεθόδους απέναντι στην ελευθερία της έκφρασης, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και το κράτος δικαίου.

Επιπλέον, υπάρχει ένας θαυμασμός του Ερντογάν για τον Πούτιν, ακριβώς επειδή έχει καταφέρει να είναι τόσο αποτελεσματικός στο εσωτερικό της Ρωσίας, καταπνίγοντας κάθε αντίθετη φωνή. Είναι κάτι που θα ήθελε να είχε καταφέρει και ο ίδιος ο Τούρκος πρόεδρος. Εκτός από αυτό τον υφέρποντα αντιδυτικισμό και αντιαμερικανισμό τους, και η αντίληψή τους για τη δημοκρατία είναι πολύ διαφορετική από τη δική μας. 

Επιμένουν στις αναθεωρητικές βλέψεις με επιθετική πολιτική στο εγγύς εξωτερικό τους, με στόχο έναν ηγεμονικό ρόλο στην ευρύτερη γειτονιά τους και με πολύ μικρό έως καθόλου σεβασμό στο διεθνές δίκαιο, την κρατική κυριαρχία, την εδαφική ακεραιότητα. Όλα αυτά είναι ψιλά γράμματα για τη σημερινή Ρωσία και τη σημερινή Τουρκία. Χρησιμοποιούν κατά το δοκούν τις παραπάνω έννοιες, όπου τους συμφέρει, δίχως πραγματικά να τις σέβονται.

Είναι αλήθεια, πάντως, ότι συχνά οι Τούρκοι, όταν συνομιλούν με δυτικούς, προσπαθούν να υποβαθμίσουν τη σχέση με τη Ρωσία. Επιδιώκουν να δείξουν ότι αυτή (η σχέση) αποτελεί δήθεν αντανάκλαση της απογοήτευσης τους από τη συμπεριφορά των Αμερικανών και των Ευρωπαίων απέναντι τους.

Στην πραγματικότητα η σχέση αυτή έχει αποκτήσει στρατηγικά χαρακτηριστικά, όπως δείχνει η σύμπραξή τους στο θέμα της πυρηνικής ενέργειας, αλλά και στον αμυντικό τομέα με τους S-400. Aν οι Αμερικανοί δεν τους προμηθεύσουν τελικά με F-16 οι Τούρκοι συζητούν να  στραφούν στη Ρωσία για μαχητικά αεροσκάφη.

Ας μην λησμονούμε και τη συνεργασία στον εμπορικό τομέα όπου οι συναλλαγές τους είναι αυξανόμενες, αλλά και στον τομέα του τουρισμού, όπου οι Ρώσοι τα τελευταία χρόνια έχουν ξεπεράσει σε αριθμό ακόμη και τους Γερμανούς σε κρατήσεις. Ακόμα και τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης αντιμετώπισαν σκωπτικά τις ρωσικές δηλώσεις για τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί. Τότε ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου είχε δηλώσει ότι οι Ρώσοι τουρίστες θα είναι κερδισμένοι, καθώς δεν θα έχει πια ακριβό εισιτήριο 

Οι δύο ηγέτες, λοιπόν, έχουν αναπτύξει μεταξύ τους έναν συναλλακτικό τρόπο που δεν βασίζεται σε αξίες. Μια συναλλαγή που έχει αρχίσει να αποκτά βάθος και συνεχώς ενισχύεται. Το θέμα είναι κατά πόσο θα αντέξει όταν θα τεθεί υπό αμφισβήτηση, η επιβίωση του ενός ή του άλλου ηγέτη.

* Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Αμερικανικού Κολεγίου Ελλάδας και αναλυτής διεθνών θεμάτων του ΑΝΤ1