Νίκος Βατόπουλος: «Πριν αρχίσω να γράφω, φωτογράφιζα»

Νίκος Βατόπουλος: «Πριν αρχίσω να γράφω, φωτογράφιζα»

Αν πάρει κανείς να διαβάσει τα σημειώματα του Νίκου Βατόπουλου στην «Καθημερινή», αυτομάτως βρίσκεται να περπατά σε δρόμους οικείους, πίσω στο χρόνο. Ακόμη κι αν δεν γνωρίζει τίποτε από τη βόλτα ή το σπίτι που περιγράφει, ο αναγνώστης νιώθει την περπατησιά ενός συναρπαστικού περιηγητή που αποτυπώνει με ζωντάνια το αίσθημά του. Αυτό δεν συμβαίνει περιοδικά, αλλά καλλιεργείται συστηματικά τα τελευταία χρόνια, κι είναι ένα δώρο που όλοι εμείς οι αναγνώστες του, οφείλουμε στο Βατόπουλο: έχει καταφέρει να μοιραστεί κι έχει ανοίξει το βλέμμα μας σε ένα τρόπο ανάγνωσης του αστικού τοπίου. Στο νέο βιβλίο του ο συγγραφέας δεν στέκεται τόσο σε δρομάκια, ούτε σε συγκεκριμένα σπίτια της Αθήνας∙ υπάρχει ελευθερία συνειρμών και το ζήτημα της κοινής μνήμης και της ιστορικής νοηματοδότησης του περιβάλλοντος. Έτσι, αν και το πόνημα φέρει τον τίτλο «Στο βάθος του αιώνα» (εκδόσεις Μεταίχμιο), δεν πρόκειται για μία νοσταλγική προσκόλληση στο παρελθόν. Είναι ένα ταξίδι αυτοσυνειδησίας για τις γενιές που περάσανε κι αυτές που θα ακολουθήσουν με κοινό όχημα την πόλη.

Ακολουθεί μια αδημοσίευτη ομιλία του Νίκου Βατόπουλου που δείχνει την οργανική σχέση του με την Αθήνα. Είναι άκρως αποκαλυπτική για την πρόθεσή του πίσω από τις «αστικές εξορμήσεις», που συνεχίζει να πραγματοποιεί με το αίσθημα ενός εφτάχρονου αγοριού. Σε προσωπικό ύφος, ο Βατόπουλος μιλά για τη σχέση του με τη φωτογραφία ή τι σημαίνει το κράτημα του χρόνου στην κάμερα. Μαζί με τον ποιητή Δημήτρη Κοσμόπουλο, ο Βατόπουλος μίλησε για την «ποιητική του αστικού ερειπίου» στο πλαίσιο της έκθεσης με φωτογραφίες του στο Κέντρο Τεχνών «Μετς» (Σεπτέμβριος 2019).

«Ανέκαθεν από παιδί – κυριολεκτώ εδώ – είχα την ανάγκη να τεκμηριώνω φωτογραφικά τα πράγματα που με συγκινούσαν, έχοντας επίγνωση του εφήμερου όσων έβλεπα. Έτσι λοιπόν από την σχολική ηλικία, είχα αρχίσει να φωτογραφίζω τα σπίτια που αγαπούσα. Αυτά δεν ήταν τα προφανή σπίτια, τουλάχιστον δεν ήταν κατά κύριο λόγο. Ξεκίνησα λοιπόν από μία ανάγκη σύνδεσης με τα πράγματα, τα οποία με περιβάλανε και πριν αρχίσω να γράφω, φωτογράφιζα. Αργότερα βέβαια, όταν άρχισα να γράφω συστηματικά, κυρίως στο πλαίσιο της δημοσιογραφικής μου ιδιότητας, σαφέστατα χρειαζόταν και να τεκμηριώνω φωτογραφικά, αλλά σταδιακά αυτό άρχισε να αυτονομείται (το φωτογραφικό δηλαδή από την στενή ανάγκη της τεκμηρίωσης). Έτσι, λοιπόν, οι φωτογραφικές μου εξορμήσεις είχαν μία αφηγηματικότητα για εμένα. Διότι έχω στο μυαλό μου φωτογραφικές διαδρομές οι οποίες έχουν συνοχή, αλληλουχία, και περιεχόμενο που για εμένα είναι μια προσπάθεια να δώσω υπόσταση σε πράγματα για τα οποία κανείς δεν θα ξοδέψει χρόνο. Αυτό δεν το έκανα παλιά τόσο πολύ, αλλά πλέον με ενδιαφέρει να καταγράφω πράγματα τα οποία είναι εκτός ιστοριογραφίας. Ας πούμε, αυτό το σπιτάκι όπου έχει αυτή την σκάλα (κοιτώντας μια φωτογραφία), βρίσκεται στην ακτίνα της οδού Αχαρνών. Είναι ένα διώροφο σπίτι, στην εποχή του σίγουρα ήταν όμορφο, πιθανώς έμενε μια αστική οικογένεια με παιδιά και ζήσανε μια καλή ζωή. Αυτό το σπίτι μπορεί να είναι χτισμένο από κάποιον εμπειρικό μηχανικό, αλλά σίγουρα δεν ανήκει στην επίσημη ιστοριογραφία της χώρας. Αυτό είναι που με συγκινεί. Γιατί, όπως οι κοινοί άνθρωποι – ας μου επιτραπεί ο όρος -, που η μνήμη τους θα κρατήσει μια-δυο γενιές, έτσι ακριβώς και τα σπίτια θα χαθούν, δηλαδή το ίχνος τους θα απαλειφθεί από την ιστορία της πόλης, ενώ θεωρώ ότι έχουν κυρίαρχο και κεντρικό ρόλο στο πώς αντιλαμβανόμαστε το αστικό περιβάλλον και την εμπειρία μας μέσα σε ένα δομημένο χώρο.

Διάβαζα για την Αναγέννηση και σκεφτόμουν πώς θα ήταν ένας νέος στη Φλωρεντία του 1311, όταν ξυπνά το πρωινό στις 2 Μαρτίου. Πού είναι αυτός ο νέος; Αντιστοίχως, κάποιος μου λέει για τον καταπληκτικό παππού του που μπορεί να έχει έρθει από την ανατολική Ρωμυλία και να έζησε κάποιο διάστημα στη Χίο, φεύγοντας κατόπιν για τον Πειραιά και και και... Τί έγινε αυτός ο άνθρωπος; Το 1977 έπαθε εγκεφαλικό και πέθανε. Αυτός ο άνθρωπος που είναι; Το ίχνος του; Κατά τον ίδιο τρόπο προσεγγίζω την λεγόμενη ανώνυμη αρχιτεκτονική – που δεν είναι καθόλου ανώνυμη -, αλλά ας πούμε δεν είναι επισήμως καταγεγραμμένη. Αυτό είναι κάτι που με συγκλονίζει. Και επειδή τα τελευταία χρόνια, επισκέπτομαι πολλά μέρη της χώρας μας, σε κάθε τόπο βλέπω ομορφιά. Και βλέπω αξίες ανθρώπινες, μια παρακαταθήκη η οποία, νομίζω, δεν έχει γίνει αντιληπτό πόσο σημαντική είναι. Είναι πράγματα με τα οποία όλοι μας μπορούμε να συνδεθούμε. Εγώ μπορεί να γράψω μία βόλτα μου στον Κολωνό και να γράψω κάτι άθελά μου, με την ορμή του λόγου, το οποίο να γεννήσει μια ανάμνηση ή επιθυμία πράξης σε έναν άνθρωπο ο οποίος δεν έχει κανένα βίωμα ούτε με τον Κολωνό, ούτε με γνωρίζει. Και να μου στείλει ένα μέιλ και να μου πει “ξέρετε αυτό που γράψατε, εμένα μου θύμισε μια ιστορία που έζησα στη Λήμνο”. Μου έχουν τύχει τέτοια πράγματα, που τα θεωρώ συγκλονιστικά. Το να προσθέσω κάποιες πραγματολογικές πληροφορίες, που είναι σημαντικές και βεβαίως δεν τις υποτιμώ, είναι μια άλλη ιστορία. Σίγουρα, θεωρώ ότι κάνω ένα είδος ανασκαφής.

Μία συγκλονιστική εμπειρία μου ήταν πρόσφατα, όταν είχα ακολουθήσει ένα φίλο ποιητή στη Δράμα, τον Κυριάκο Συφιλτζόγλου. Μου λέει έχεις όρεξη να πάμε σε χωριά; Άλλο που δεν ήθελα! Πήγαμε λοιπόν με το αυτοκίνητο και μπήκαμε σε εγκαταλειμμένα σπίτια, χάνια. Μπήκαμε σε ένα τζαμί που είχε χτιστεί από τους Τούρκους γι’ αυτόν τον σκοπό και μετά το 1922 έγινε εκκλησία. Μετά, επειδή περιορίστηκε ο πληθυσμός του χωριού, εγκαταλείφθηκε και η εκκλησία κι έγινε στάβλος. Έβλεπε κανείς σ’ αυτόν τον χώρο ίχνη από το οθωμανικό παρελθόν, ίχνη αγιογραφιών και σανό. Μέσα σ’ ένα φιλτραρισμένο φως, στην άκρη ενός χωριού του νομού Δράμας. Αυτό είναι ελάχιστο παράδειγμα της εποχής.

Μία εναρκτήρια εμπειρία ως ανάμνηση όταν ήμουν παιδί, συνέβη στον οδό Πατησίων τη δεκαετία του ’60. Μεγάλωσα σε πολυκατοικία, νεόδμητη τότε του 1962, σε ρετιρέ, απέναντι σ’ ένα στενάκι. Απέναντι λοιπόν υπήρχε ένα άχτιστο οικόπεδο που έγινε πολυκατοικία, το 1972. Προτού γίνει πολυκατοικία, ήταν το μέρος όπου μαζευόμασταν όλα τα παιδιά της γειτονιάς. Εκεί παίζαμε σχεδόν κάθε απόγευμα, γιατί τότε τα παιδιά δεν ήταν τρελαμένα να τρέχουν σε φροντιστήρια. Παίζαμε και έκανα και τα μαθήματά μου, μάθαινα ξένες γλώσσες, αλλά παίζαμε. Το λέω αυτό γιατί μάτωνα τα γόνατά μου από το παιχνίδι, στην οδό Πατησίων. Επίσης, κάτι πολύ σημαντικό, παίζαμε όλα τα παιδιά κι αγαπημένος φίλος ήταν το παιδί του θυρωρού, ο Φώτης. Κι ένα άλλο παιδί δίπλα, ο Γιώργος που ήταν ο αρχηγός, είπε μια μέρα: «θα πάμε να ανοίξουμε το σπίτι που βρίσκεται στο βάθος του οικοπέδου». Υπήρχε λοιπόν ένα σπίτι που στα μάτια μου φάνταζε παλάτι, αλλά ήταν πράγματι ένα εντυπωσιακό νεοκλασικό αρχοντικό, το οποίο δεν υπάρχει πλέον, που ήταν τότε κλειστό. Σίγουρα δεν ήταν τόσο μεγάλο όσο το φαντάζομαι, αλλά δεν ήταν μικρό. Μαζεύεται λοιπόν όλη η «μαρίδα» της περιοχής, αγόρια – κορίτσια, με επικεφαλής τον Γιώργο, κορίτσια φοβισμένα, αγοροκόριτσα, αγόρια πιο ντροπαλά όπως ήμουν εγώ, αλλά σε περιστάσεις ειδικές αποκτούσα θάρρος. Έτσι λοιπόν ο Γιώργος παίρνει ένα ξύλο και εφημερίδες και ανάβει μία δάδα. Ήταν πραγματικά σα να ζούσα ένα επεισόδιο από τη ζωή του Τομ Σόγερ, στην Πατησίων του ’60. Ανοίγουμε ένα μάνταλο – προφανώς, ήταν πάρα πολύ εύκολο να μπεις μέσα -, και μπαίνουμε σε ένα σπίτι κενό, όπου δεν υπήρχε ούτε ένα έπιπλο. Θυμάμαι, όμως, μια ξύλινη σκάλα μέσα. Δεν ήμουν ούτε εφτά χρόνων, οπότε η σκάλα πρέπει να φαινόταν τεράστια. Και βέβαια, τα τζάκια που ήταν μαρμάρινα. Αυτήν την εμπειρία την σκέφτομαι συχνά, γιατί αυτό το σπίτι δεν υπάρχει πουθενά. Σίγουρα, θα είχε ένα αστικό παρελθόν. Αργότερα, τυχαία έμαθα ότι το είχαν επιτάξει οι Γερμανοί και έκτοτε εγκαταλείφθηκε. Ο καθένας μας πιστεύω έχει βιώματα από χώρους βιωμένους οι οποίοι έχουν εξαεριστεί στη μνήμη.

Με συγκινεί να προσεγγίζω τους βιωμένους χώρους και τόπους, να αποσπώ λίγο από αυτό το πένθιμο και να αντιλαμβάνομαι την παράλληλη ύπαρξη. Διότι θεωρώ ότι όλοι μας είμαστε πάρα πολύ φορτωμένοι με πράγματα που δεν επιθυμούμε κι εν πολλοίς, είμαστε εγκλωβισμένοι. Θεωρώ ότι είναι σημαντικό ο καθένας με τον τρόπο που πιστεύει να ζει μία ιερότητα. Άλλος μπορεί να το βρει στην Εκκλησία, άλλος στην ορειβασία, άλλος στην ιχνηλασία, όπως εγώ. Αλλά είναι για μένα ζωτικής σημασίας το να επιτρέπω στον εαυτό μου να έχει εμπειρίες, έστω και στιγμιαίες ή ολιγόλεπτες, εκτός κανόνα. Πηγαίνοντας δηλαδή για τη δουλειά μου, μπορεί να έχω λίγο χρόνο και να κάνω μία βόλτα όπου θα βγάλω φωτογραφίες, έστω για μισή ώρα, και να νιώσω τη διαστολή του εαυτού μου. Μια καλλιέργεια αυτοσυνειδησίας σε ένα περιβάλλον που σε ωθεί να μην το σκέφτεσαι. Έτσι προσεγγίζω την ποιητική των ερειπίων».

«Στο βάθος του αιώνα - Ένα αφήγημα για την Αθήνα» του Νίκου Βατόπουλου

Εδώ μπορείτε να διαβάσετε τις πρώτες σελίδες του βιβλίου.

http://flip.metaixmio.gr/apospasmata/STO_VATHOS_TOY_AIONA/index.html