Το μίσος και η βία δεν έχουν «χρώμα»

Το μίσος και η βία δεν έχουν «χρώμα»

Της Κατερίνας Γαλανού

Η μάνα του 20 χρονου Θάνου Αξαρλιάν, η μάνα του 35χρονου Παύλου Φύσσα, η μάνα της 32χρονης εγκύου Αγγελικής Παπαθασοπούλου (Marfin) η μάνα του 26χρονου αστυφύλακα Γιάννη Βαρή και άλλες πολλές που βρέθηκαν και βρίσκονται στην «όχθη» των θυμάτων της τρομοκρατίας δεν αναρωτιούνται τις νύχτες για το «χρώμα» του μίσους που τις «χαρόκαψε».

Στα συντρίμμια της ύπαρξης τους υπό το βάρος της τραγικής απώλειας οι συγγενείς των θυμάτων της τρομοκρατία, δεν αναζητούν τις ιδεολογικές ταυτότητες, τα αρρωστημένα ιδεολογήματα και τα «γιατί» των δραστών. Αναζητούν το «γιατί» η δημοκρατία, γιατί η πολιτεία δεν τους προστάτεψε.

Γιατί δεν «αφόπλισε» τους εχθρούς της από το μίσος και τα όπλα τους.

Και ίσως ακόμη περισσότερο να τις βασανίζει γιατί η...ευαίσθητη ,δημοκρατική ελληνική κοινωνία αντιμετώπισε το δράμα τους ως απολύτως ιδιωτικό και ελάχιστα δημόσιο. Κανένα μαζικό κίνημα. Καμιά δράση και πρωτοβουλία από  αλληλέγγυους. Αντιθέτως οι φωνές υπεράσπισης των δικαιωμάτων των τρομοκρατών, των επαγγελματιών της βίας και των αυτο-αποκαλούμενων αντιεξουσιαστών παραμένουν στεντόρειες.

Και καταδικάζουν σε οργισμένη σιωπή τους συγγενείς που είδαν προσφάτως την παλιά μυθοποιημένη γενιά τρομοκρατών να περπατάει προκλητικά στο κέντρο της πόλης πλάι πλάι με τις «εφεδρείες» της.

 Η εκδήλωση  για την «Ημέρα Μνήμης των Θυμάτων της Εγκληματικής Δράσης της Τρομοκρατίας στην Ελλάδα», η παρέμβαση Μητσοτάκη και οι ομιλίες των υπολοίπων συμμετεχόντων, ήταν η υπόμνηση μιας τραγωδίας που μοιάζει αλλά δεν είναι ιδιωτική. Είναι δημόσια και αφορά την αστική φιλελεύθερη δημοκρατία.

Μια δημοκρατία που ενοχλεί. Τους πάσης φύσεως «εμπόρους» του μηδενισμού που στήνουν τα παραμάγαζά τους αριστερά και δεξιά και στρατολογολούν υποψιασμένους και αφελείς για την...εξόντωση θεσμών και προσώπων.

 «Μπορεί αυτό που αποκαλούμε ένοπλη βία, να χρεοκόπησε αλλά πρόλαβε να φθείρει θεσμούς στη συνείδηση μιας μερίδας του λαού. Ο πόνος που σκορπά δεν εγείρει την ίδια αγανάκτηση σε όλους. Υπάρχουν κάποιοι που θεωρούν πως υπαρκτές αδυναμίες του πολιτικού συστήματος θα λυθεί έξω από το πλαίσιο. Σε όλα αυτά η Δημοκρατία πρέπει να δώσει απαντήσεις ,σε ένα πεδίο πολύ πιο σύνθετο απ ότι στο παρελθόν. Η πολύχρονη παρουσία της βίας στη δημόσια ζωή της επέτρεψε να απλωθεί ποσοτικά αλλά και να εξελιχθεί ποιοτικά» ανέφερε μεταξύ άλλων ο κ. Μητσοτάκης.

Η πρώτη αναφορά του στο οικογενειακό και προσωπικό βίωμα από την δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη ήταν η εισαγωγή για την αποτύπωση και του δικού του στοιχήματος ως εκλεγμένου πρωθυπουργού αλλά και του στοιχήματος κάθε σύγχρονης δημοκρατίας: την ταυτόχρονη ισχύ των ατομικών ελευθεριών από τη μία και της δημόσιας ασφάλειας από την άλλη.

«Αυτός ο συγκερασμός αποτυπώνει το μεγαλείο του πολιτεύματός μας. Αλλά και το διαρκές στοίχημα κάθε σύγχρονης δημοκρατίας. Αυτή τη δύσκολη ισορροπία μεταξύ της ευαισθησίας για τον πολίτη και τα δικαιώματά του και της αποτελεσματικότητας υπέρ του κοινωνικού συνόλου» ανέφερε ο πρωθυπουργός.

Ζητώντας να τερματιστεί η πολιτική σιωπή και οι αστερίσκοι που συνοδεύουν τις καταδίκες πράξεων και πρακτικών έδειξε χωρίς να τον κατονομάσει πως ο κ. Τσίπρας (δεν) αντέδρασε στην δολοφονική επίθεση κατά του Λουκά Παπαδήμου.  

«Η βία δεν έχει χρώμα. Η καταδίκη της δεν μπορεί να γίνεται επιλεκτικά με αστερίσκους και διευκρινιστικές υποσημειώσεις. Ύστερα από τόσες οδυνηρές εμπειρίες, στη σημερινή Ελλάδα δεν επιτρέπεται να έχουμε πολιτικούς που δεν συμπαρίστανται σε θύματα βομβιστικών επιθέσεων. Δεν γίνονται να ονομάζονται ακτιβισμός οι καταστροφές και κανείς δεν μπορεί να μένει σιωπηλός μπροστά σε χτυπήματα αστυνομικών σε ώρα καθήκοντος»  

Η εκδήλωση και η ομιλία έγινε στο Πολεμικό Μουσείο απ' όπου 17 Ν είχε απαλλοτριώσει το 1990 τα μπαζούκας με τα οποία εκτόξευε τις ρουκέτες. Ρουκέτα - που εκτοξεύτηκε κατά λεωφορείου των ΜΑΤ που βρισκόταν έξω από τα γραφεία του ΠΑΣΟΚ στη Χαριλάου Τρικούπη-  έκοψε το νήμα της ζωής 26χρονου αστυφύλακα Γιάννη Βαρή, που συμπλήρωνε τότε μόλις έντεκα μήνες στην υπηρεσία.

«Τον χάσαμε όταν προσπαθούσαμε ως οικογένεια να σηκώσουμε κεφάλι, να βρούμε δουλειά, να φτιάξουμε τη ζωή μας. ;Hταν γι' αυτόν μια επιλογή ανάγκης. Ήμασταν μια οικογένεια που ξεκίνησε δύσκολα, ο πατέρας μας ήταν αγρότης και μετά φύλακας σε εργοτάξιο... Σχεδιάζαμε με τον διορισμό του Γιάννη να ξεκινήσουμε τις ζωές μας, να προσφέρουμε και στους γονείς μας» έλεγε λίγο αργότερα η αδελφή του.

ΥΓ: Για τη ζωή του αστυφύλακα Γιάννη Βαρή η πολιτεία έδωσε τότε στην οικογένεια  83.000 δραχμές μηνιαίας αποζημίωσης και 7 εκατομμύρια δραχμές εφάπαξ.