Η στάση της Γερμανίας έναντι Ελλάδας και Τουρκίας μετά τις εκλογές

Η στάση της Γερμανίας έναντι Ελλάδας και Τουρκίας μετά τις εκλογές

Οι συνεργασίες και οι συμμαχίες στη μετεκλογική Γερμανία αφορούν συνολικά την πορεία της ΕΕ και επηρεάζουν χώρες όπως η Ελλάδα, δηλώνει στο Liberal, Γιώργος Παγουλάτος, ο οποίος σημειώνει πάντως ότι το ενδεχομένο ενός συνασπισμού Σοσιαλιδημοκρατών – Χριστιανοδημοκρατών έχει τις λιγότερες πιθανότητες. Οικονομία, εξωτερική πολιτική και σχέσεις με την Τουρκία θα κριθούν από τους συσχετισμούς δυνάμεων που θα αναπτυχθούν στην μετά-Μέρκελ Γερμανία.

Ο καθηγητής και Γενικός Διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ αναφέρει ως πιθανό ακόμη και το σενάριο, ανάλογο με το ποια κόμματα θα μετάσχουν στον συνασπισμό που θα αναλάβει τελικά την καγκελαρία να δούμε, ακόμη και μια κυβέρνηση με βασικό κορμό το σοσιαλιστικό κόμμα να ακολουθεί μια πιο συντηρητική πολιτική στην οικονομία. Όλα, όπως σημειώνει, ο κ. Παγουλάτος, εξαρτώνται όχι μόνο από το ποιος θα αναλάβει νέος Καγκελάριος αλλά και ποιος θα είναι ο επόμενος υπουργός Οικονομικών.
 

Συνέντευξη στο Νικόλα Ταμπακόπουλο

Ποιο είναι το επικρατέστερο σενάριο για τη νέα γερμανική κυβέρνηση; Μπορεί να δούμε τόσο με επικεφαλής τους νικητές του SPD, όσο και με επικεφαλής τον Λάσετ, παρότι ηττήθηκε;

Τα δύο επικρατέστερα σενάρια είναι ένας συνασπισμός SPD, Πρασίνων και Φιλελευθέρων, ή ένας συνασπισμός CDU, Πρασίνων και Φιλελευθέρων. Η πρωτοβουλία σαφώς ανήκει στο SPD, οι συζητήσεις θα ξεκινήσουν σε κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Σολτς, όμως για την επιτυχία αυτού του συνασπισμού θα πρέπει να επέλθει συμφωνία μεταξύ των τριών εταίρων. Το FDP (Φιλελεύθεροι), ξεκινά με πολύ υψηλή διαπραγματευτική δύναμη, θα θέσει πολύ υψηλά τον πήχη των απαιτήσεων, διότι θα γνωρίζουν ότι εάν τυχόν οι διαπραγματεύσεις με τους Σοσιαλδημοκράτες δεν αποδώσουν θα έχουν τη δυνατότητα της εναλλακτικής επιλογής, που είναι και αυτή που προτιμούν. Δηλαδή μια κυβέρνηση υπό το CDU, υπό τους Χριστιανοδημοκράτες. Επομένως, αυτά τα δύο σχήματα είναι τα πιθανότερα που σημαίνει ότι μπορούμε να δούμε μια κυβέρνηση με επόμενο Καγκελάριο τον Λάσετ και στην κυβέρνηση αυτή να συμμετέχουν τα τρία κόμματα και όχι οι Σοσιαλδημοκράτες, που αναδείχθηκαν ως πρώτο κόμμα. Αυτό είναι ένα από τα παράδοξα που απορρέουν από το γερμανικό εκλογικό σύστημα.

Μπορεί λόγω ενδεχομένως διαφωνίας των Φιλελευθέρων να μπουν σε κάποιο από τα πιθανότερα σχήματα, να δούμε ξανά μια κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού μαζί με τους Πράσινους;

Αν υπάρχει μεγάλος συνασπισμός δεν υπάρχει ανάγκη οι Πράσινοι να συμμετέχουν, γιατί ένας μεγάλος Συνασπισμός έχει τη μεγάλη πλειοψηφία στη Βουλή. Επομένως, θα είχαμε τους Πράσινους μέσα στο κυβερνητικό σχήμα αν επέλεγαν τους Πρασίνους να το κάνουν, ωστόσο δεν θα είχαν την ανάγκη να το κάνουν. Ένας μεγάλος συνασπισμός έχει συγκριτικά με τα δύο σενάρια που αναφέραμε παραπάνω, χαμηλότερες πιθανότητες να πραγματοποιηθεί. Και αυτό γιατί είναι μια επιλογή που δεν επιθυμούν ούτε οι Χριστιανοδημοκράτες, ούτε οι Σοσιαλδημοκράτες και κυρίως δεν επιθυμεί ο εταίρος των Χριστιανοδημοκρατών, που είναι το κόμμα της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης, θεωρώντας πως κάτι τέτοιο θα αποδυνάμωνε τους Χριστιανοκοινωνιστές.

Τι αλλαγές φέρνει στο γερμανικό σκηνικό ο πολυκερματισμός της ψήφου; Πλέον έχουμε πέντε κόμματα με ποσοστά πάνω από 10%.

Δεν έχουμε μεγάλες αλλαγές με την έννοια πως οι περισσότερες κυβερνήσεις είναι συνασπισμού δύο κομμάτων ή και περισσότερων στο παρελθόν, με λίγες εξαιρέσεις, όμως έχουμε μια αλλαγή ως προς το ότι τα δύο μεγάλα κόμματα αθροίζουν συνολικά ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά στην ιστορία τους. Και ιδίως οι Χριστιανοδημοκράτες έχουν το χαμηλότερο ποσοστό στην ιστορία τους σε αυτές τις εκλογές. Από την άλλη πλευρά παρά το φαινομενικό αυτό κατακερματισμό, υπάρχει αυξημένος δείκτης συνέχειας και σταθερότητας και λόγω της συμμετοχής ομάδων που κυβέρνησης μέχρι πρότινος, στην επόμενη κυβέρνηση που θα προκύψει, αλλά και λόγω του γενικά κεντρώου πολιτικού προσανατολισμού του γερμανικού συστήματος. Ενός συστήματος που επιδιώκει τις συναινέσεις και δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τις διακομματικές συναινέσεις και έχει εκ των πραγμάτων έναν πιο μετριοπαθή προσανατολισμό.

Σε επίπεδο χαλάρωσης της οικονομικής πολιτικής και του δόγματος της λιτότητας, ποιες οι επιπτώσεις στην Ελλάδα; Θα δούμε αλλαγή οικονομικής πολιτικής;

Αν βλέπαμε μια κυβέρνηση SPD και Πρασίνων θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ουσιαστική αλλαγή ως προς τη χαλάρωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας στην Ευρώπη, την αναθεώρηση του συμφώνου σταθερότητας, παρά το γεγονός πως το SPD με τον κ. Σολτς έχουν δηλώσει πως είναι κατά της αναθεώρησης αυτής, και υπέρ της προτίμησης μιας συμμαχίας προς περισσότερες επενδύσεις στην Ευρωζώνη και τη γερμανική οικονομίας. Όμως το γεγονός πως στον συνασπισμό αυτόν θα μετέχει και το κόμμα των Φιλελευθέρων και ιδίως αν ο επικεφαλής τους ο Λίντνερ αναλάβει υπουργός Οικονομικών, αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε απόκλιση από τη δημοσιονομική ορθοδοξία θα εξισορροπιστεί από τις απαιτήσεις συνέχισης στην κατεύθυνση της δημοσιονομικής αυστηρότητας, που θα επιβάλει ο κ. Λίντνερ ως όρο για τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση. Άρα είναι δυνατόν να καταλήξουμε με ένα παράδοξο μιας κυβέρνησης Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων να ακολουθεί μια πιο συντηρητική πολιτική στον οικονομικό τομέα σε σύγκριση με την προκάτοχο κυβέρνηση Μέρκελ και Σολτς ως υπουργού Οικονομικών η οποία δέχτηκε το κοινό δανεισμό για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τη χαλάρωση της δημοσιονομικής λιτότητας και την ίδρυση ενός πολύ μεγάλου Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Πολιτικές που ένας υπουργός Οικονομικών όπως ο Λίντνερ δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα είχε αποδεχθεί.

Αξίζει να σημειωθεί πως η καγκελάριος Μέρκελ διέθετε το πολιτικό κεφάλαιο το 2020 να προωθήσει αυτές τις γενναίες πολιτικές και να πείσει το κόμμα της να τις υποστηρίξει. Δεν είναι βέβαιο ότι ένας επόμενος καγκελάριος θα είχε το πολιτικό κεφάλαιο που διέθετε η κ.Μέρκελ τα τελευταία δύο χρόνια της θητείας της.

Η Γερμανία της Μέρκελ μας είχε συνηθίσει σε μια ουδέτερη στάση σε ό,τι αφορά στις τουρκικές προκλήσεις. Θα υπάρξουν αλλαγές στη γερμανική εξωτερική πολιτική ως αποτέλεσμα των εκλογών;

Ένα σχήμα που περιλαμβάνει τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους θα είχε μια πιο αυστηρή στάση προς την Τουρκία, κυρίως λόγω της σκληρής στάσης που κρατούν οι Πράσινοι σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της γνωστής αντίθεσής τους στην πώληση των υποβρυχίων προς την Τουρκία. Όμως και αυτή η στάση στην εξωτερική πολιτική θα αντισταθμιζόταν πιθανότατα από τη συμμετοχή του FDP που υποστηρίζει τη συνέχιση του «business as usual» με την Τουρκία, δηλαδή την πρόταξη των οικονομικών και επιχειρηματικών συμφερόντων της Γερμανίας απέναντι στην Τουρκία και επομένως αν διατηρούσε την επιρροή του στη χάραξη εξωτερικής πολιτικής, δεν θα έπρεπε να περιμένουμε μεγάλη αλλαγή προς το αυστηρότερο, σχετικά με την πολιτική κατευνασμού που ακολουθεί η γερμανική κυβέρνηση απέναντι στην Τουρκία.