Η αγωνία της απαξίας και η παρηγοριά της λογοτεχνίας

Η αγωνία της απαξίας και η παρηγοριά της λογοτεχνίας

Της Καρολίνας Μέρμηγκα

Οι τρεις ιστορίες του «Τελευταίου τροχού της αμάξης» κινούνται μέσα στην ελληνική, τωρινή πραγματικότητα. Με τις τωρινές νωπές εμπειρίες μας: οι εκλογές και το δημοψήφισμα, τα τρολ του διαδικτύου, ο έρωτας, ο γάμος, το σεξ, η μουσική, οι ήχοι και οι γεύσεις μας. Πραγματικότητα. Αλλά όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο η πραγματικότητα δεν είναι μια: υπάρχει η πραγματικότητα της πλοκής, υπάρχει η πραγματικότητα του συγγραφέα όταν το έγραφε και του αναγνώστη όταν το διαβάζει· και υπάρχει και η πραγματικότητα της λογοτεχνίας –η πολύ ειδική δική της πραγματικότητα. Στη συνέχεια, μερικές σκέψεις για το πώς διάβασα εγώ την «πραγματικότητα» αυτού του βιβλίου.

«Είμαι ένας άρρωστος άνθρωπος... Είμαι ένας μοχθηρός άνθρωπος. Είμαι ένας δυσάρεστος άνθρωπος». Αυτές θα μπορούσαν να είναι οι πρώτες φράσεις του πρώτου ήρωα του βιβλίου, του κλεισμένου στο σπίτι του που φυτοζωεί σαν πληρωμένο κυβερνητικό τρολ και μιλάει σαρκαστικά, πικρά για τον εαυτό του, αλλά δεν είναι: είναι οι πρώτες φράσεις από τις «Σημειώσεις από το Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκι, του βιβλίου που μου ήρθε αμέσως στο μυαλό διαβάζοντας αυτό εδώ –το αναφέρω για να πιάσω από την αρχή, από μια σπουδαία αρχή, ένα λογοτεχνικό νήμα όπου κυριαρχεί η ανθρώπινη πτώση. Η ανθρώπινη φωνή, κλεισμένη σε κάποιο υπόγειο της ύπαρξης. Και οι τρεις αφηγητές μιλούν μέσα από ένα βάθος όπου έχουν πέσει. Και είναι το βάθος της ήττας.

Σε τι συνίσταται αυτή η ήττα; Εγώ θα απαντήσω με λογοτεχνικούς όρους. Η ήττα τους είναι η μετωπική σύγκρουση με μια πραγματικότητα που συνέθλιψε τις αξίες, τις πεποιθήσεις, τις ελπίδες, τη λογική τους. Και κατά συνέπεια, τη συνείδησή τους.

Γιατί το άτομο που χάνει τον αξιακό του ορίζοντα, πολύ συχνά χάνει και τον εαυτό του. Τι σημαίνει αυτό; Ότι όταν συγκρουόμαστε με την πραγματικότητα η συνείδησή μας δίνει τη σκληρότερη μάχη: ποιος είμαι εγώ, αν πρέπει να παλεύω τόσο, για όλα όσα πιστεύω; Μήπως δεν πρέπει; Και όταν χάνουμε κατά κράτος, η οδυνηρότερη απώλεια μπορεί να είναι η ίδια η συνείδησή μας, ποδοπατημένη από την περιφρόνηση που αισθανόμαστε για τον εαυτό μας. Τι αξίζω εγώ αν όλα όσα πιστεύω δεν ισχύουν; «Γιατί απέτυχα;» Μέσα από φράσεις καθημερινές, φαινομενικά ακατέργαστες, μέσα από εικόνες όσο γίνεται πιο συνηθισμένες, ο Στόγιας αφήνει να περάσει η αγωνία της απαξίας -η τρομερότερη νομίζω αγωνία.

Ο εχθρός λοιπόν των ηρώων του είναι η πραγματικότητα και ο ηττημένος εαυτός τους. Και τι κάνουν; Ό,τι κάνουν οι περισσότεροι άνθρωποι: κρύβονται. Ο Στόγιας τοποθετεί τους ήρωές του ρεαλιστικά, τρισδιάστατα, αλλά λίγο πιο κάτω, ή πιο πάνω, ή πιο δίπλα από εκεί όπου συμβαίνει το πραγματικό. Ο ένας ζει κλεισμένος στο σπίτι της μητέρας του και σκεπάζεται κάτω από στρώματα λίπους τρώγοντας βουλιμικά ενώ διαδικτυακά «επιδιορθώνει», όπως λέει, τα γεγονότα· ο δεύτερος εμπλέκεται σε μια καφκική περιπέτεια με ένα δημόσιο που μιλάει, κινείται και πράττει σαν το δημόσιο που γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά, όμως εξελίσσεται σε έναν απόλυτο εξολοθρευτή που ελπίζουμε να μη γνωρίσουμε. Και ο τρίτος πετάει κανονικά πάνω από το σπίτι του, την οικογένεια και την καθημερινότητά του με τα φτερά της λίμπιντο, της μουσικής, των αναμνήσεων, των αισθήσεων και παραισθήσεων του μεσήλικα για τον οποίο, όπως λέει, σε μια πάρα πολύ όμορφη φράση, «όλα είχαν τελειώσει αλλά δεν πείραζε γιατί δεν ήταν και πάρα πολλά».

Και πάμε τώρα στη δική μας πραγματικότητα, εμάς των αναγνωστών που διαβάζουμε σήμερα το βιβλίο. Πράγματι, κι η δική μας πραγματικότητα, έτσι όπως την αντιλαμβανόμαστε πολλοί από εμάς, μπορεί να μην απέχει πολύ από όλα αυτά. Αλλά νομίζω ότι το ερώτημα που τίθεται εδώ, πάντα από την πλευρά της λογοτεχνίας, είναι πώς χειρίζεται η μυθοπλασία το σήμερα και το τώρα; Πώς αφηγούμαστε το παρόν; Γιατί το παρόν μπορεί να είναι πρεσβυωπικό. Όταν το βλέπουμε από κοντά, από μέσα, χωρίς απόσταση, μπορεί να είναι θολό, ασαφές, παραπλανητικό. Και κλειστό. Το παρόν έχει τέσσερις τοίχους που μας κλείνουν μέσα. Και ακόμα περισσότερο: πώς αφηγούμαστε ένα παρόν που για πολλούς από εμάς είναι πάρα πολύ οδυνηρό; Πώς κάνεις λογοτεχνία με μια κατάσταση που εξελίσσεται ακόμα, βασανιστικά, μέσα στις ίδιες τις ζωές μας; Πώς αφηγείσαι μια ανοιχτή πληγή;

Με τρόπο πλάγιο το βιβλίο συνομιλεί με τη σιωπηλή ματιά της τέχνης που μας παρακολουθεί πάντα. «Είναι πολύ πιο εύκολο» λέει, «να συνεισφέρεις με τη γραφίδα σου στο ελληνικό δράμα, ίσος ανάμεσα σε ίσους στο κέντρο της αμεσοδημοκρατικής πλατείας, παρά να προσπαθείς να σπρώξεις ένα χιλιοστό του χιλιοστού την ιστορία της τέχνης.» Πιστεύω δηλαδή ότι ο συγγραφέας εδώ έχει απόλυτη επίγνωση ότι, όσο δύσκολα κι αν είναι όλα αυτά που ζούμε, δεν είναι τίποτα μπροστά στην προσπάθεια μετάλλαξής τους σε λογοτεχνία. Αλλά ευτυχώς, αυτή τη μετάλλαξη την πετυχαίνει: γιατί ανεξάρτητα από τον χώρο και τον χρόνο και τις αιτίες, γνωρίζει ότι θέμα του πρέπει είναι κάτι που τα διαπερνά και τα ξεπερνά -εν προκειμένω, έτσι το διαβάζω εγώ, ο πόνος της ήττας. Του ανθρώπου που αισθάνεται ασήμαντος, άοπλος, ηττημένος. Ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Κι ο πόνος αυτού του ανθρώπου είναι αυτό που η τέχνη θα σκάψει και θ' αποκαλύψει τη σημασία του· είναι αυτό που βρίσκουμε το κουράγιο να κοιτάξουμε, ακριβώς επειδή το βλέπουμε μέσα από τα ορθάνοιχτα μάτια της λογοτεχνίας· γιατί αυτή είναι η μαγεία της: να μας δίνει, μαζί με τη σκληρή θέαση, και μια παρηγοριά. Την παρηγοριά ότι όλα ανήκουν στην οδυνηρή αλλά και ευλογημένη ανθρώπινη ικανότητα να παρατηρεί τον τραυματισμένο πονεμένο εαυτό της και απ' έξω.

Πώς αφηγούμαστε λοιπόν το παρόν; Βρίσκοντας μέσα του το διαχρονικό. Μέσα στο τώρα, το πάντα. Και αυτή είναι η πραγματικότητα της λογοτεχνίας.

Για κάποιους από εμάς η αίσθηση ότι δεν είμαστε μόνοι στην αποτυχία, στην ήττα, είναι ανακουφιστική. Για άλλους μπορεί να λειτουργεί ως ερέθισμα, ως κλήση για δράση. Για άλλους, στους οποίους ανήκω κι εγώ, η παρηγοριά βρίσκεται στην ωραία γραφή. Υπάρχουν πολλές ωραίες φράσεις μέσα στο βιβλίο, θα τις βρείτε εσείς, μόνο με μία θέλω να κλείσω, μια φράση για τον έρωτα. Που είναι κι αυτός, έρωτας της ήττας. Είναι κι αυτός το συναίσθημα ενός ανθρώπου που έχασε χωρίς καν να προλάβει να παίξει, γιατί το παιχνίδι, το έκανε ο χρόνος πάνω του.
Κι αν υπάρχει ένας, και μόνο ένας λόγος για να μιλήσουμε για τον ηττημένο έρωτα, είναι για να γράφονται προτάσεις σαν αυτή:

“Αν οι στιγμές είναι αστέρια στον προσωπικό μας ουρανό, τότε η στιγμή που αρνήθηκα να υποκύψω στη σεξουαλική σαγήνη της Ελένης περιμένει να πεθάνω για να σταματήσει να εκπέμπει το εκνευριστικό συνεχές εκτυφλωτικό της φως σαν λάμπα ανάκρισης, σαν αναμμένη τηλεόραση πάνω από το κεφάλι μου ενώ προσπαθώ να κοιμηθώ.”

 

Στοιχεία βιβλίου:
Γιώργος Στόγιας
Ο τελευταίος τροχός της αμάξης
Εκδόσεις Μελάνι,
σελ. 126, τιμή 10 ευρώ